Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ, ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΜΕ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑ!

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥΡΟΥ!

Κάθε μέρα τους βλέπει να πατάνε επάνω στο γρασίδι που με τόσο μεγάλη υπομονή περιποιείται. Τώρα που το 'στρωσε και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για το γρασίδι, αποφάσισε να πάρει την εκδίκησή του...
Ο κηπουρός έφτιαξε διαδρόμους στο χιόνι που όμως δεν οδηγούν πουθενά. Και όλοι όσοι κάθε μέρα δεν σέβονταν τον κόπο του, τώρα την πατήσανε σαν τα ποντίκια στον λαβύρινθο…

ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Διαβάστε τον "Ιβανόη" του Walter Scott

"ΙΒΑΝΟΗΣ" του Walter Scott (Παραμύθι) 
Περιγραφή:
Στα παλιά τα χρόνια, ανάμεσα στο Σέφιλντ και στο Ντοκάστερ της κεντρικής Αγγλίας, απλωνόταν ένα τεράστιο δάσος. Στο δάσος εκείνο, κατά τον εμφύλιο πόλεμο «των Δύο Ρόδων» - του κόκκινου Ρόδου και του Λευκού - είχαν είχαν γίνει φοβερές μάχες.

Τριάντα ολάκερα χρόνια, από το 1455 ως το 1485, πολεμούσαν εκεί οι βασιλιάδες του Γυορκ και οι βασιλιάδες του Λάνκαστερ, που είχανε στα οικόσημά τους, οι πρώτοι ένα λευκό και οι δεύτεροι ένα κόκκινο ρόδο. Και μέσα στο δάσος εκείνο ξετυλίγεται τούτη η ιστορία.
Αρχίζει από τα στερνά ίσια-ίσια χρόνια της βασιλείας Ριχάρδου του 1ου, από τον καιρό που ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, γυρνώντας απ΄ τη Σταυροφορία του στους Άγιους Τόπους, είχε πιαστεί από τον αυστριακό δούκα Λεοπόλδο και βρισκόταν αιχμάλωτος στην Αυστρία.
Συγγραφέας: Walter Scott  Γλώσσα: Ελληνικά
Σελίδες: 51 Μέγεθος Αρχείου: 13.7 Mb Εκδόσεις: Σιδέρης
Κατέβασέ το εδώ:

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΔΩΡΕΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

" Η ΑΣΤΡΑΠΗ ΚΑΙ ΤΑ 3 ΑΔΕΛΦΑΚΙΑ ΤΗΣ" Συγγραφέας: Μαργαρίτα Παπανδρέου
Περιγραφή:

Τα τέσσερα νεογέννητα γατάκια άνοιξαν τα ματάκια τους κι αντίκρισαν για πρώτη φορά τον κόσμο τους.

Το σπίτι τους ήταν ένα παλιό, εγκαταλειμένο γκαράζ. Γύρω τους, εδώ κι εκεί, διάφορα μικροπράγματα που ο μπαμπάς - γάτος είχε βρει στο δρόμο και τα έφερε για να στολίσει το σπίτι.
Η μαμά - γάτα μέσα στα άδεια κονσερβοκούτια είχε φυτέψει λουλούδια, φτέρες, το χέρι μιας σπασμένης κούκλας, μια παλιά οδοντόβουρτσα και μια φανταχτερή φουρκέτα.
Γλώσσα: Ελληνικά Σελίδες: 42 Μέγεθος Αρχείου: 6.7 Mb
Εκδόσεις: Κέδρος  ΚΑΤΕΒΑΣΕ ΤΟ ΕΔΩ:  Ή ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΕΔΩ

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: "ΜΠΙΛΗΣ ΜΠΙΖΕΛΗΣ" του Χρήστου Δημόπουλου

(Εικόνες από το Γιώργο Γρηγοράτο) Για παιδιά 4-7 ετών.

Κόλλησε τα αυτοκόλλητα που θα βρεις στη μέση του βιβλίου, στις σωστές τους θέσεις, για να ολοκληρώσεις την τρίτη ιστορία του Μπίλη Μπιζέλη!
Μπορείς, ακόμα, να φτιάξεις και τη δική σου ιστορία, κολλώντας τα αυτοκόλλητα σε διαφορετικές θέσεις, ανάλογα με το κέφι και τη διάθεσή σου!

Στις σελίδες τα Μπιζελοχρώματα, θα βρεις όλους τους αγαπημένους ήρωες που συνάντησες στη Λαχανίτσα.
Τον Μπίλη Μπιζέλη, τον Μελέτη Μελιτζανίδη, τον δάσκαλο Κάρολο Καροτάκη και την κυρία Κούλα Κολοκυθά.
Αν έχεις ήδη διαβάσει το βιβλίο με την τρίτη ιστορία του Μπίλη Μπιζέλη, σίγουρα θα ξέρεις τι χρώματα θα χρειαστείς για να δώσεις ζωή στα σκίτσα του βιβλίου.
Οι διασκεδαστικές δραστηριότητες αυτού του βιβλίου θα σου κρατήσουν συντροφιά για πολλές ώρες.
Άλλες είναι πανεύκολες, κι άλλες χρειάζονται σκέψη και προσοχή. Όλες, όμως, θα σου προσφέρουν τη χαρά της δημιουργίας! Αν τυχόν συναντήσεις δυσκολίες, μη βιαστείς να τα παρατήσεις.
Όποιος επιμένει, στο τέλος τα καταφέρνει πάντα!
Στις σελίδες που ακολουθούν, θα βρεις όλους τους αγαπημένους ήρωες που συνάντησες στη Λαχανίτσα.
Τον Μπίλη Μπιζέλη, τον Μελέτη Μελιτζανίδη, τον δάσκαλο Κάρολο Καροτάκη και την κυρία Κούλα Κολοκυθά.
Αν έχεις ήδη διαβάσει το βιβλίο με τη δεύτερη ιστορία του Μπίλη Μπιζέλη, σίγουρα θα ξέρεις τι χρώματα θα χρειαστείς για να δώσεις ζωή στα σκίτσα του βιβλίου.
Όμως, επειδή στη ζωγραφική δεν υπάρχει "σωστό" ή "λάθος", τίποτε δεν σε εμποδίζει να χρωματίσεις τους ήρωες σου όπως εσύ θέλεις.
Άλλωστε, δεν είναι απίθανο να συναντήσεις τον Μελέτη "άσπρο" από το φόβο του, ή την κυρία Κολοκυθά "κόκκινη" απ' το λαχάνιασμα!
Εμπρός, τι περιμένεις;
Πάρε τις ξυλομπογιές σου και στρώσου στη δουλειά!
Ή μάλλον στη ...διασκέδαση!
ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

“Aσαλάτου-αλαζάιν” - Αραβικό παραμύθι

Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας ράφτης φτωχός και λίγο περίεργος που προκαλούσε έκπληξη στους ανθρώπους με τη συμπεριφορά του. Αλλά αυτό που τους παραξένευε πιο πολύ ήταν ο τρόπος που δούλευε. Ανάμεσα σε δύο βελονιές άφηνε το μαγαζάκι του, πήγαινε στο τζαμί και ανέβαινε στο μιναρέ να κοιτάξει προσεκτικά στον ουρανό σαν κάτι να ’ψαχνε. Ύστερα κατέβαινε, γύριζε πίσω στο μαγαζάκι του να περάσει άλλη μια βελονιά και ξαναπήγαινε στο μιναρέ. Αυτό γινόταν όλη μέρα.
Γιατί άραγε; Ποια είναι η ιστορία του;

Λένε λοιπόν πως πολύ παλιά ο φτωχός ραφτάκος ζούσε μόνος του χωρίς γυναίκα και χωρίς παιδιά. Περνούσε τις μέρες του καθιστός να ράβει κελεμπίες και καφτάνια. Όταν κουραζόταν έπεφτε να κοιμηθεί για να ξυπνήσει με την αυγή, να καλέσει τους ανθρώπους για προσευχή, και ζητούσε απ’ τον Αλλάχ να του δώσει μια σύζυγο κι ένα ευτυχισμένο σπίτι.
Μια μέρα λοιπόν κι ενώ ο ράφτης δεν είχε ακόμη τελειώσει το κάλεσμα στην προσευχή, ένας μεγάλος αετός χαμήλωσε δίπλα του. Τον σήκωσε με τα γαμψά του νύχια ψηλά και πέταξαν μαζί.
Πέρασαν ερήμους, πέρασαν θάλασσες. Κάποια στιγμή ο αετός χαμήλωσε κι ακούμπησε το φτωχό ραφτάκο στην άκρη μιας μακρινής πόλης.
Κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν. Κανένας φτωχός και κανένας ζητιάνος δεν γύριζαν στους δρόμους της. Τα πρόσωπα των ανθρώπων ήταν φωτεινά και τα ρούχα τους καθαρά με ζωηρά χρώματα. Ακόμα και στην καρδιά του «σουκ», της αγοράς, δεν άκουγες φασαρία ούτε έβλεπες τσακωμό. Οι άνθρωποι αγόραζαν και πουλούσαν ειρηνικά επαναλαμβάνοντας τη φράση ασαλάτου-αλαζάιν μία ή περισσότερες φορές, έπαιρναν αυτό που ήθελαν κι έφευγαν ευτυχισμένοι και χαμογελαστοί.
Η έκπληξη του έγινε μεγαλύτερη στην παράξενη πόλη όταν στάθηκε μπροστά στο μαγαζάκι ενός ράφτη και είδε τον ιδιοκτήτη του ικανοποιημένο, ευτυχισμένο και καθόλου κουρασμένο να φτιάχνει τις κελεμπίες και τα καφτάνια του. Χαιρετάει και λέει στο αφεντικό του μαγαζιού: «Κι εγώ ράφτης είμαι όπως κι εσύ. Ήρθα στην πόλη σας από χώρα μακρινή. Μήπως έχεις δουλειά για μένα; Γιατί θέλω πολύ να ζήσω σ’ αυτή την ευτυχισμένη πόλη».
Και το αφεντικό τού απαντάει: «Κάθισε και βοήθα με. Η πληρωμή σου θα είναι πενήντα ασαλάτου-αλαζάιν κάθε βδομάδα».
Έτσι έμαθε ο ράφτης μας από τον ιδιοκτήτη του ραφτάδικου πως οι άνθρωποι της πόλης Ασαλάτου Αλαζάιν δεν γνωρίζουν τα χρήματα. Πουλάνε, αγοράζουν και δουλεύουν μόνο με τη φράση ασαλάτου-αλαζάιν. Κάθισε λοιπόν και δούλεψε στο ραφτάδικο και έμεινε έκπληκτος όταν το αφεντικό του άρχισε να του διηγείται τις συνήθειες της περίεργης αυτής πόλης. Όλα τα πράγματα εδώ γίνονται με το ασαλάτου-αλαζάιν, μέχρι και οι γάμοι. Κάθε Πέμπτη βγαίνουν τα κορίτσια της πόλης βόλτα στην παραλία. Κουβαλάνε όλες τους μια στάμνα με νερό και αν κάποιος θέλει να πάρει μια απ’ αυτές για γυναίκα του, δεν έχει παρά να της ζητήσει να πιει νερό από τη στάμνα της, προφέροντας τη φράση ασαλάτου-αλαζάιν. Αν εκείνη συμφωνήσει, τότε γίνεται γυναίκα του.
Περίμενε ο ράφτης ως την Πέμπτη και κατά το απόγευμα πάει στην παραλία. Μια από τις όμορφες κοπέλες συμφωνεί να τον ξεδιψάσει απ' τη στάμνα της, γίνεται γυναίκα του και αρχίζει τη ζωή της μαζί του στο όμορφο σπίτι που αγόρασαν οι δυο τους πληρώνοντας μερικά ασαλάτου-αλαζάιν. Κάθε μέρα που περνούσε, όταν τελείωνε την δουλειά του αγόραζε με τα ασαλάτου αλαζάιν ό,τι επιθυμούσε από την αγορά και βιαζόταν να γυρίσει στη γυναίκα του και στο ευτυχισμένο του σπίτι.
Μια μέρα όμως πηγαίνοντας ο ράφτης στην αγορά βλέπει ένα τεράστιο ψάρι. Δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του ψάρι όμοιο μ’ αυτό. Θέλοντας πολύ να το αποκτήσει λέει στον εαυτό του: «Μ’ αυτό το ψάρι θα φάμε μέχρι να σκάσουμε! Πόσο νόστιμο φαίνεται να είναι το κάτασπρο κρέας του! Η γυναίκα μου θα μου το μαγειρέψει με χίλιους τρόπους!»
Μπαίνει ο ράφτης στο σπίτι του κουβαλώντας το τεράστιο ψάρι του. Τρομάζει η γυναίκα του που τον βλέπει και του λέει: «Τι είναι αυτό που κουβαλάς στα χέρια σου; Σε τύφλωσε η απληστία! Το ψάρι αυτό είναι για να χορτάσουν δέκα άνθρωποι ενώ εμείς είμαστε μόνο δύο! Πήρες απ’ την αγορά πολύ περισσότερα απ’ όσα χρειαζόσουν. Από δω κι εμπρός δεν έχεις πια δικαίωμα να ζεις στην πόλη του Ασαλάτου αλαζάιν».

Ήρθε ο αετός, πήρε το ράφτη στα φτερά του και πέταξαν μακριά. Πέρασαν ερήμους, πέρασαν θάλασσες. Ύστερα τον εναπόθεσε μπροστά στο παλιό του μαγαζάκι κι ο φτωχός ράφτης πέρασε την υπόλοιπη ζωή του αναπολώντας τις όμορφες μέρες που έζησε στην πόλη του Ασαλάτου Αλαζάιν. Γύρισε πίσω στα καφτάνια και στις κελεμπίες του, μόνο που ανάμεσα σε δύο βελονιές, ανέβαινε στο μιναρέ και κοίταζε προσεχτικά τον ουρανό με την ελπίδα μήπως ξαναγυρίσει ο αετός και ξαναπετάξουν μαζί για άλλη μια φορά στη χώρα του Ασαλάτου-αλαζάιν...
Αλλά ο αετός δε γύρισε ποτέ!

ΠΗΓΗ: ioakenanid

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Το λιοντάρι κι η γίδα - Iνδικό Παραμύθι

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μια αγέλη από γίδια που πήγαινε κάθε μέρα για βοσκή, σ' ένα δάσος. Κάποια μέρα, ενώ επέστρεφαν σπίτι, ένα μέλος του κοπαδιού, μια γριά γίδα, κουράστηκε κι έμεινε πίσω. Άρχισε να πέφτει η νύχτα και μια και δεν μπορούσε να βρει το δρόμο της στο σκοτάδι, ζήτησε καταφύγιο σε μια σπηλιά που είδε εκεί κοντά. Αλλά, φανταστείτε την έκπληξή της, όταν μπαίνοντας μέσα βρήκε να κάθεται στο βάθος της ένα λιοντάρι. Τρομοκρατήθηκε και έμεινε ακίνητη για μια στιγμή, αλλά μετά μαζεύοντας όλο το θάρρος της, αναλογίστηκε τι θα μπορούσε να κάνει για να σωθεί. "Αν προσπαθήσω να τρέξω," σκέφτηκε, "το λιοντάρι θα με πιάσει, αλλά αν δείξω γενναιότητα και τσαμπουκά απέναντί του, ίσως καταφέρω να επιβιώσω."

Έτσι, περπάτησε με αναίδεια προς το μέρος του λιονταριού, χωρίς να δείξει το παραμικρό ίχνος φόβου. Το λιοντάρι την κοίταξε καλά, την κοίταξε και την ξανακοίταξε, αλλά δεν ήξερε τι να υποθέσει σχετικά με το θάρρος αυτής της συνηθισμένης γίδας, που δεν έμοιαζε με καμιά άλλη της φυλής της, αφού ούτε μία απ' αυτές δεν τόλμησε ποτέ να το πλησιάσει. Τελικά σκέφτηκε ότι αυτή δε θα μπορούσε να είναι γίδα, αλλά κάποιο άλλο παράξενο ζώο, που δεν ξαναείδε ποτέ.

"Ποια είσαι, γριά μου;" ρώτησε με ευγένεια.

"Είμαι η βασίλισσα των γιδιών," απάντησε, "Είμαι λάτρης του θεού Σίβα, και έχω πάρει όρκο να καταβροχθίσω εκατόν τίγρεις, είκοσι πέντε ελέφαντες και δέκα λιοντάρια προς τιμήν του. Έχω ήδη φάει τις εκατόν τίγρεις και τους είκοσι πέντε ελέφαντες και τώρα αναζητώ τα δέκα λιοντάρια."

Το λιοντάρι έγινε εξαιρετικά ανήσυχο ακούγοντας τα λόγια της γίδας, και πιστεύοντας ότι όντως αυτή ήρθε για να τον καταβροχθίσει, γλίστρησε έξω από τη σπηλιά λέγοντας σα δικαιολογία ότι ήθελε να πλύνει το πρόσωπό του στο ποτάμι.

Καθώς έσπευσε να απομακρυνθεί, συνάντησε ένα τσακάλι, που βλέποντας το βασιλιά των ζώων πανικόβλητο, τον ρώτησε τι συμβαίνει.

Το λιοντάρι μίλησε στο τσακάλι με λίγα λόγια για τη συνάντησή του μ' ένα παράξενο ζώο, που μοιάζει πολύ με γίδα, αλλά που δεν έχει κανένα ίχνος απ' τη δειλία της τελευταίας.

Το τσακάλι ήταν πολύ έξυπνο. Σύντομα μάντεψε ότι εκείνο που προκάλεσε όλο αυτό το σαματά ήταν απλά μια δυστυχής γριά γίδα. Και προσπάθησε να πείσει γι' αυτό το λιοντάρι, λέγοντάς του ότι όλη τούτη η ιστορία ήταν ένα κόλπο που εμπνεύστηκε ένα αδύναμο γέρικο ζώο, ώστε να σώσει το τομάρι του.

"Άντε, μάζεψε το θάρρος σου και έλα μαζί μου πίσω στη σπηλιά σου, και φτιάξε στον εαυτό σου ένα γεύμα απ' αυτήν την υποκρίτρια," εισηγήθηκε.

Το λιοντάρι ακολούθησε τη συμβουλή και επέστρεψε στη σπηλιά με το τσακάλι.

Μόλις η γριά γίδα είδε το λιοντάρι να επιστρέφει, κατάλαβε ότι το πονηρό τσακάλι, που ήταν μαζί του, ήταν υπεύθυνο γι' αυτή την εξέλιξη. Αλλά δεν έχασε το κουράγιο της. Περπάτησε προς το μέρος τους και, υιοθετώντας μια αξιοπρεπή στάση, είπε στο τσακάλι:

"Μ' αυτό τον τρόπο ακολουθείς τις διαταγές μου; Σ' έστειλα για να μου φέρεις δέκα λιοντάρια για να τα φάω όλα μαζί, και μου έφερες μόνο ένα. Θα σε γδάρω γι' αυτή σου την αμέλεια!"

Μόλις το λιοντάρι άκουσε αυτά τα λόγια, σκέφτηκε ότι προδόθηκε από το τσακάλι, κι έτσι του ρίχτηκε με φοβερή οργή και το καταβρόχθισε. Στο μεταξύ, η γίδα, κατάφερε να γλιστρήσει έξω από τη σπηλιά και έτσι να γλυτώσει απ' τα σαγόνια του λιονταριού.

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

BINTEAKI ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΣΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ. ΔΕΙΞΤΕ ΤΟ ΣΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΣΑΣ!



ΝΑ ΒΑΖΕΤΕ ΠΑΝΤΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΣΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΑΚΟΜΗ ΚΙ ΟΤΑΝ ΚΑΘΕΣΤΕ ΣΤΟ ΠΙΣΩ ΚΑΘΙΣΜΑ.

ΞΕΡΑΤΕ ΟΤΙ...

* Οι πολικές αρκούδες είναι "αριστερόχειρες";
* Ένα σαλιγκάρι μπορεί να κοιμηθεί μέχρι και 3 συνεχόμενα χρόνια;
* Οι ψύλλοι μπορούν να πηδήξουν 350 φορές το μήκος του σώματός τους;
* Οι σκίουροι θάβουν σπόρους και μετά ξεχνούν που τους έκρυψαν, με αποτέλεσμα να φυτρώνουν από τους σπόρους αυτούς εκατομμύρια δέντρα;
* Το "κουάκ", η φωνή της πάπιας, δεν έχει αντίλαλο και κανείς μέχρι τώρα δε μπόρεσε να εξηγήσει το γιατί;
* Το κουνούπι έχει δόντια και μάλιαστα 47!
* Τα λιοντάρια μπορούν να κοιμηθούν μέχρι και 20 συνεχόμενες ώρες την ημέρα;
* Το χταπόδι όταν πεινάσει τρώει 1-2 από τα πλοκάμια του, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να ξαναβγαίνουν!
* Τα σκυλιά της Δαλματίας όταν γεννιούνται δεν έχουν βούλες;
* Ο ελέφαντας είναι το μόνο θηλαστικό που δε μπορεί να κάνει άλμα (πάνω - κάτω);
* Οι χιμπατζήδες και τα δελφίνια είναι τα μόνα ζώα (μαζί με τον άνθρωπο) που μπορούν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη;

Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΜΟΛΥΒΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΑΝΑΣΙΑ

Αυτή τη ζωγραφιά μας την έστειλε η Αθανασία που θα πάει στην έκτη τάξη.

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

H μεγαλύτερη ελληνική λέξη!

Αποτελείται από 170 γράμματα!
Η μεγαλύτερη ελληνική λέξη περιέχεται στις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη και αποτελεί μία ολόκληρη μαγειρική συνταγή!
δριμυποτριμματοσιλφιοπαρομελιτοκατακε-
χυμενοκιχλεπικοσσυφοφαττοπεριστερα-
λεκτρυονοπτοπιφαλλιδοκιγκλοπελειολα-
γωοσιραιοβαφητραγανοπτερυγών
Το καλύτερο; Προφέρεται με μία ανάσα στην σκηνή του θεάτρου!

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

"Η αλεπού φωτογράφος" του Τζάνι Ροντάρι

Μια αλεπού ανακάλυψε μια ωραία μέρα ότι η αληθινή της κλίση ήταν η φωτογραφία, και μάλιστα ότι ήθελε να γίνει πλανόδιος φωτογράφος. Μα καλά, θα καθόσασταν εσείς να σας βγάλει φωτογραφία αυτή η πανούργα κουτσομπόλα; Εγώ, για να σας πω την αλήθεια, όχι. Και να σας εξηγήσω και τους λόγους μου.

Να σου, λοιπόν, με την καινούρια της φωτογραφική μηχανή και το τρίποδο, εφοδιασμένη με μια ωραία σειρά από φωτογραφίες για να δείχνει την αξία της, η κουτσομπόλα αλεπού τριγυρίζει κοντά σε ένα μεγάλο κοτέτσι. Οι κότες, μέσα από το μεταλλικό δίχτυ, αισθάνονταν ασφαλείς, και γι’ αυτό την πλησίασαν.

–Δείτε τι ωραίες καλλιτεχνικές φωτογραφίες! άρχισε να λέει η αλεπού. Αυτήν εδώ την έβγαλα στον κόκορα Πρασινοτρίχη, όταν χρειάστηκε να στείλει τη φωτογραφία του στην αρραβωνιαστικιά του.
–Α, ωραιότατη! αναφώνησαν έκθαμβες οι κοτούλες.

–Αυτή την έβγαλα σε μια οικογένεια κουνελιών. Ήθελαν μάλιστα να τους βάλω και φωτοστέφανο πάνω απ’ τα κεφάλια τους, γιατί είναι μια οικογένεια πολύ θεοσεβούμενη: κι εγώ τους έκανα το χατίρι. Με τη φωτογραφική μου μηχανή μπορώ να φωτογραφήσω ό,τι φαίνεται, αλλά και ό,τι δε φαίνεται!

Οι δύο φαντασμένες πουλάδες αποφάσισαν λοιπόν να βγάλουν μια φωτογραφία:
–Όμως θέλουμε να βγούμε με μια ουρά από πούπουλα...
–Βέβαια, βέβαια. Είναι όλα τιμής ένεκεν... Εγώ είμαι μία καλλιτέχνιδα. μία ευεργέτιδα, όχι μία έμπορος.

Οι πουλάδες, νικημένες απ’ τον ενθουσιασμό, βγαίνουν τρέχοντας απ’ το κοτέτσι και παίρνουν πόζα. Η αλεπού κάνει πως κοιτάζει στη μηχανή της: βουτάει το κεφάλι της κάτω απ΄το μαύρο πανί, το ξαναβγάζει έξω, αλλάζει θέση στα τρίποδα και εστιάζει στα μοντέλα της.
–Πιο κοντά, παρακαλώ και να χαμογελάτε. Κοιτάξτε το δέντρο στα δεξιά σας. Έτοιμες; Ακίνητες, έτσι;

Κι όταν ήταν αρκετά κοντά της και ακίνητες σαν αγάλματα, έπεσε πάνω τους με έναν πήδο και τις έφαγε με μια μπουκιά. Οι καημενούλες. Θα ήταν καλύτερα αν έμεναν ευχαριστημένες με ένα σκίτσο τους φτιαγμένο πρόχειρα, ακόμα και με κάρβουνο.

Πηγή: Από το βιβλίο "Παραμύθια σαν πλατύ χαμόγελο" (για παιδιά από 6 ετών)
Συγγραφέας:Τζάνι Ροντάρι
Εικονογράφηση: Άνα Λάουρα Καντόνε
Μετάφραση: Αναστασία Καμβύση
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΘΡΑΚΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ
Πρόσωπα:
1. Καραγκιόζης
2.Χατζηβάτης
3. Ξενοφώντας Ξενοδόχος
4. Ιταλός Τουρίστας
5. Άγγλος
Καλύβα -Ξενοδοχείο
Ακούγεται το τραγούδι του Χατζηαβάτη. Ο Χατζηαβάτης τελειώνοντας το τραγούδι του ανταμώνει με τον Ξενοδόχο τον κύριο Ξενοφώντα).
ΧΑΤΖΑΤΖΑΡΗΣ : Τι κάνετε κύριε Ξενοφώντα πως πάνε οι εργασίες σας του ξενοδοχείου;
ΞΕΝΟΔΟΧΟΣ : Οι εργασίες του ξενοδοχείου Χατζηαβάτη πηγαίνουν καλά, εκείνο όμως που δυσκολεύει είναι, πως τώρα το καλοκαίρι έρχονται ξένοι τουρίστες Ιταλοί, άλλοι, Εγγλέζοι και δεν γνωρίζω την γλώσσα τους για να συνεννοηθώ και μπερδεύομαι πολύ με δάφτους προ πάντων εις τον λογαριασμό.
ΧΑΤΖ: Έπρεπε κύριε Ξενοφώντα, αφού έρχονται ξένοι τουρίστες στο ξενοδοχείο σας να έχετε έναν διερμηνέα να γνωρίζει κάνα δυο γλώσσες για να μπορείτε να συνεννοηθείτε μαζί τους.
ΞΕΝΟΔ. : Είχα έναν, καλό διερμηνέα πολύ γλωσσομαθή, αλλά μου έφυγε και πήγε στον Καναδά. Εσύ που είσαι ένας καλός μεσίτης, τι λες; Μπορείς να μου βρεις έναν άνθρωπο ας μην είναι τέλειος γλωσσομαθής, τουλάχιστον να μπορεί να συνεννοηθεί με δάφτους. Θα μπορέσεις να μου βρεις κάποιον να ξέρει λίγες γλώσσες; Όχι πολλές αλλά να γνωρίζει λίγα αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, ρώσικα, ισπανικά, γερμανικά, τούρκικα και βουλγάρικα.
ΧΑΤΖ.: Πολύ ευχαρίστως κύριε Ξενοφώντα αλλά καλό δεν θα είναι να ξέρει και μερικά αραβικά, κινέζικα, ιαπωνέζικα, ουγγαρέζικα και αλαμπουρνέζικα; Μείνετε ήσυχος, θα κοιτάξω να σας φέρω έναν πολύ μεγάλο γλωσσομαθή. Τώρα μάλιστα θα τρέξω.
ΞΕΝΟΔ.: θα με υποχρεώσεις Χατζηαβάτη πολύ, αν και ο κόπος σου θα βγει με το παραπάνω. Πήγαινε και θα σε περιμένω στο ξενοδοχείο (ο Ξενοδόχος χαιρετά και φεύγει).
ΧΑΤΖ. : (μονολογεί) Του είπα θα του εύρω έναν πολύ γλωσσομαθή, για να δω όμως θα το κατορθώσω να του βρω; Αυτός ο Καραγκιόζης ανακατευόταν στην Κατοχή με Ιταλούς, Γερμανούς και Άγγλους, όλο και κάτι θα ξέρει από ξένες γλώσσες. Για να τον φωνάξω να βγει, (κτυπά φωνάζει), Καραγκιόζη! Καραγκιόζη!
(Ο Καραγκιόζης ακούγεται να τραγουδά).
ΧΑΤΖ. : Από μακριά τραγουδώντας 'ρχεται και γω φωνάζω ερήμην στο σπίτι του.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (τραγουδά).
Τουρίστες έρχονται εδώ,
με μπόγους φορτωμένοι
και οι περισσότεροι απ' αφτούς
είναι ξελιγωμένοι.
(Εμφανίζεται).
Μπόγους, κουβέρτες φέρνουνε
εδώ που κουβαλιόνται
και όπου βρουν οικόπεδο
στρώνουνε και κοιμόνται.
Έρχονται για αναψυχή
στις εξοχές γυρνάνε
φρούτα αμπέλια όταν βρουν
μπαίνουν και τα τρυγάνε.
ΧΑΤΖ.: Με τους τουρίστες τάχει, τραγουδάει τα χάλια τους...
Αξούρηγοι αχτένιστοι
καρπούζι ψωμοτύρι,
οι περισσότεροι απ'αυτούς
Τη βγάζουν ξεροσφύρι

(Πλησιάζει τον Χατζηαβάτη και τελειώνοντας το τραγούδι του,...

ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ...

ΠΗΓΗ: ΙΔΡΥΜΑ ΘΡΑΚΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ & ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

ΓΑΤΑ, ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Photo by Martin Davey


ΓΑΤΑ, ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια γάτα και βγήκε να κάνει ένα γύρο μέσα στο βουνό.. Έξαφνα την αντικρίζει ένα λιοντάρι. Η γάτα άμα είδε το λιοντάρι, ζάρωσε σ’ ένα μέρος και περίμενε να δει τι θα κάνει το λιοντάρι. Το λιοντάρι πήγε κοντά της και τη μυρίστηκε κι ύστερα της λέει:
- Κι εσύ από τη δική μας τη γενιά μοιάζεις αλλά πολύ μικρή είσαι.
Και η γάτα του λέει:
- Αν ζούσες κοντά στον άνθρωπο και συ μικρός θα ήσουν.
- Και γιατί; Ρωτά το λιοντάρι, τι είναι αυτός ο άνθρωπος; Τόσο μεγάλος και άγριος είναι; Πού ’ναι να τον ιδώ;
Τότε η γάτα του λέει:
-Έλα μαζί μου να σου τον δείξω.
Το λιοντάρι άκουσε της γάτας τα λόγια και άρχισαν να περπατούν. Περπατώντας συνάντησαν έναν άνθρωπο που έκοβε ξύλα. Η γάτα λέει στο λιοντάρι:
- Να τος ο άνθρωπος. Πήγαν κοντά. Το λιοντάρι καλημέρισε τον ξυλοκόπο και του λέει: -Εσύ είσαι ο άνθρωπος;
- Εγώ, λέει αυτός.
- Έμαθα πως είσαι πολύ δυνατός και ήρθα να παλέψουμε.
- Πολύ καλά να παλέψουμε… Αλλά πρώτα βόηθησέ με να σχίσω αυτό το ξύλο και ύστερα παλέουμε.
- Να σε βοηθήσω αλλά τι να κάνω;
- Βάλε τα χέρια σου εδώ, ανάμεσα στη σχισμάδα του ξύλου κι εγώ θα το κόψω με το τσεκούρι.
Το λιοντάρι έβαλε τα δυο μπροστινά του πόδια μέσα στη χαραμάδα του ξύλου. Τότε ο ξυλοκόπος αμόλησε τη μια μεριά του κορμού που κρατούσε με τα χέρια και τα πόδια του λιονταριού σφίχτηκαν εκεί μέσα. Αρπάει τότε ο άνθρωπος ένα ρόπαλο και αρχινά, δώσ’ του και δώσ’ του ξύλο! Πού σε πονεί και που σε σφάζει! Τό’κανε το λιοντάρι τ’ αλατιού! Κατόπιν άνοιξε το ξύλο και ξελύθηκαν τα χέρια του λιονταριού που ξαπλώθηκε κάτω σαν ψόφιο. Ύστερα ο άνθρωπος φορτώθηκε το ξινάρι του και τράβηξε για το σπίτι του.
Σαν έφυγε ο άνθρωπος, βγήκε η γάτα που ήταν κρυμμένη, πήγε κοντά στο λιοντάρι και το ρώτησε άμα ήρθε στα συγκαλά του:
- Πώς σου φάνηκε ο άνθρωπος;
- Εγώ, άμα ήμουν στη θέση σου, από σένα ακόμη πιο μικρός θα απόμνησκα.*

*απόμνησκα= θα απόμενα

ΛΑΪΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ (ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΜΕΡΟΣ 2ο , ΟΕΔΒ1982)

Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΓΑΪΔΑΡΟΥ

1. Ἕνας ὄνος ἤκουσε τὸν τζίτζικαν νὰ τραγουδῇ καὶ τόσον τοῦ ἤρεσε, ὥστε ἐλησμόνησε τί φωνὴν ἔχει ὁ ἴδιος καὶ ἐνόμισε διὰ τοῦτο, ὅτι ἠμπορεῖ καὶ αὐτὸς νὰ γίνῃ θαυμάσιος τραγουδιστής. Μόλις ὅμως ἤρχισε τοὺς ὀγκανισμούς του, τὰ τζιτζίκια ἐσιὼπησαν ἀπὸ φόβον.

—Ἐσιώπησαν νικημένα! εἶπεν ὁ ὄνος.

—Ὅπως σιωποῦν καὶ τὰ ἄλλα πουλιά, ὅταν τὸ ἀηδόνι ἀρχίζῃ νὰ ψάλλῃ, τὸν εἰρωνεύθη μία ἀλεποῦ, ποὺ ἔτυχε νὰ διέρχεται ἐκεῖ κοντά.

2. Μίαν ἄλλην φορὰν ὁ ἴδιος ὁ ὄνος ἀνέβη ἐπάνω εἰς τὰ κεραμίδια ἑνὸς μικροῦ οἰκίσκου καὶ ἐχόρευε. Τὰ κεραμίδια ἔσπασαν ὅλα καὶ ὁ νοικοκύρης ἔπιασε τὸν ὄνον καὶ ἤρχισε νὰ τὸν δέρνῃ μὲ μανίαν.

—Διατί μὲ κτυπᾷς; Χθὲς ἀνέβη εἰς τὴν ἰδίαν στέγην τὸ νεογέννητον κατσίκι καὶ σᾶς εἶδα ὅλους ποὺ ἐγελούσατε εὐχαριστημένοι διὰ τὰ πηδήματά του. Ἐγὼ σήμερον ἔκαμα τὸ αὐτό, καὶ σεῖς, ἀντὶ νὰ γελάσετε, ἰδού, ὅτι μὲ δέρνετε. Διατί αὐτὴ ἡ ἀδικία;

3. Μίαν ὅμως φορὰν ὁ ὄνος ἐφάνη πολὺ ἔξυπνος. Ἦτο μόνος μακρὰν εἰς ἕνα λιβάδι. Ἐκεῖ παρουσιάσθη ἕνας λύκος καὶ ἤθελε νὰ φάγῃ τὸν ὄνον. Ὁ δυστυχὴς κατέφυγεν εἰς τὸ ἑξῆς τέχνασμα. Μόλις εἶδε τὸν λύκον, ἤρχισε νὰ ὑποκρίνεται, ὅτι κουτσαίνει καὶ εἶπε πρὸς τὸν λύκον:

—Τὸ γνωρίζω, ὅτι θὰ μὲ φάγῃς. Προηγουμένως ὅμως μίαν χάριν σοῦ ζητῶ. Ἔχω πατήσει ἕνα μεγάλο ἀγκάθι μὲ τὸ δεξιὸν πισινὸν πόδι μου. Σὲ παρακαλῶ, βοήθησέ με καὶ βγάλε το διὰ νὰ μὴν πονῶ τώρα καὶ κατόπιν μὲ τρώγεις μὲ τὴν ἡσυχίαν σου. Μὴ μοῦ ἀρνηθῇς, σὲ παρακαλῶ, αὐτὴν τὴν χάριν, εἶσαι τόσον καλός!

Ὁ λύκος ἐπίστευσε καὶ ἐδέχθη μὲ προθυμίαν. Ὁ ὄνος ἐσήκωσε τότε καὶ ἐμάζευσεν ὀλίγον τὸ πόδι του, ὁ δὲ λύκος ἐπῆγεν ὀπίσω καὶ ἀνύποπτος ἐπλησίασε τὸ πρόσωπον. Τότε, εἰς στιγμὴν κατάλληλον, ὁ ὄνος ἔδωσε μίαν τόσον δυνατὴν κλωτσιὰν εἰς τὸν λύκον, ὥστε τὸν ἐτραυμάτισεν εἰς τὸ κεφάλι καὶ τοῦ κατέστρεψε καὶ τὰς δύο σιαγόνας.

Πονῶν καὶ κλαίων ὁ λύκος ἔφυγε πρὸς τὴν φωλεάν του. Καθ’ ὁδὸν ἔλεγεν:

—Καλὰ νὰ τὰ πάθω, διότι δὲν ἤμην εὐχαριστημένος μὲ ὅσα εἶχα, ἀλλὰ ἠθέλησα νὰ γίνω καὶ κτηνίατρος.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στο παραμύθι έχουμε κρατήσει το πολυτονικό σύστημα, όπως δημοσιεύτηκε στο Αναγνωστικό Γ΄ Δημοτικού το 1978

Το μύδι και ο ποντικός

Αν ρίξετε ένα πήλινο κανάτι στη θάλασσα και το ανασύρετε έπειτα από κάμποσο καιρό, είναι πιθανόν να βρείτε μέσα ένα χταπόδι. Αν όμως αφήσετε σ’ ένα ήσυχο μέρος του βυθού ένα ξύλο ή ένα σίδερο, θα δείτε έπειτα από ένα διάστημα να σχηματίζεται εκεί πάνω μια ολόκληρη αποικία από μύδια. Τέτοιες αποικίες συναντά κανείς σε πολλά μέρη, όταν ο βυθός είναι κατάλληλος και τα νερά ήσυχα. Είναι οι αρχαιότερες αποικίες της υφηλίου, πολύ παλιότερες από τις αποικίες των Φοινίκων και των Ελλήνων.

Το μύδι, προστατευόμενο από το διπλό όστρακό του, που ανοίγει και κλείνει σαν τσιμπίδα, δεν αντιμετωπίζει πολλούς κινδύνους, ούτε έχει πολλούς εχθρούς. Δεν φοβάται σχεδόν κανένα, εκτός από τον αστερία – το σταυρό της θάλασσας – και τον τσαγανό, όπως λέγεται ένας μικρός, τετραπέρατος καβουράκος του βυθού.

Ο πρώτος, ο αστερίας, θεωρείται, και είναι, ο μεγαλύτερος χαλαστής της γενιάς των μυδιών και των στρειδιών. Ζυγώνει το θύμα του, το αγκαλιάζει, το πιέζει, το ανοίγει και το τρώει.

Ο άλλος εχθρός, ο τσαγανός, έχει άλλη τακτική. Αυτός το μύδι το τρώει σιγά-σιγά. Πώς όμως μπορεί και το ανοίγει; Χμ! Έχει τον τρόπο του.

Αλλά, πριν εκθέσουμε αυτόν τον τρόπο, θα παρουσιάσουμε έναν άλλο φαγά, έναν άλλο περίεργο κι απίθανο εχθρό του μυδιού, στεριανής προελεύσεως. Και τώρα πια πρέπει να φέρουμε την συζήτηση στον ποντικό, γιατί αυτός είναι ο από ξηράς επιδρομέας.

Ο ποντικός είναι πολυμήχανος. Καταφέρνει δουλειές που σου έρχεται ζαλάδα. Σκαρφαλώνει στον τοίχο, τρυπά τη σανίδα, κλέβει τ’ αυγά. Τέλος, ανάμεσα στ’ άλλα, είναι και δεινός κολυμβητής. Κάνει και μακροβούτια. Λαμπρά, όλα αυτά είναι γνωστά και δεν εκπλήσσουν κανένα.

Εκείνο όμως, που δεν περίμενε κανείς, είναι ότι θα επεξέτεινε τη δράση του και μέχρι βυθού! Και όμως, και αυτό γίνεται. Φτάνει και στο βυθό ακόμη και επιτίθεται στα μύδια. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο τριγυρίζει συχνά μυστηριωδώς στο παραθαλάσσιο. Πολλοί τον έβλεπαν κι απορούσαν. Μια μέρα όμως το μυστήριο διαλευκάνθηκε. Βρέθηκε ποντικός πιασμένος σε μια περίεργη παγίδα του βυθού: ένα μεγάλο μύδι βαστούσα στην τσιμπίδα του οστράκου του ένα ποντικό από το μουσούδι! Πειστήριο τρομαχτικό! Το πράγμα ήταν ολοφάνερο. Ο ποντικός νοστιμευόταν τα μύδια και κατέβαινε και τα έτρωγε. Όσο που πιάστηκε από ένα! Γεννιόταν όμως μια νέα απορία: Πώς μπορούσε ο ποντικός και έτρωγε τα μύδια; Πώς τα άνοιγε; Και, αν υποτεθεί ότι τα πρόφταινε ανοιχτά, πως δεν πιανόταν τόσον καιρό; Με τι τρόπο ο ποντικός αποφεύγει την τσιμπίδα και γενικά πώς καταφέρνει και τρώει το μύδι; Λοιπόν ιδού το τέχνασμα! Όταν ο ποντικός διακρίνει από ψηλά το μύδι ανοιχτό, παίρνει με το στόμα του μια πέτρα μικρή, πηγαίνει στην άκρη και του τη ρίχνει. Μπλουμ! Ενενήντα στα εκατό η πέτρα βρίσκει το στόχο, δηλαδή πέφτει ακριβώς ανάμεσα στις δυο κουτάλες του μυδιού. Εκείνο τρομαγμένο προσπαθεί να κλείσει. Μα είναι αδύνατο. Η πέτρα το εμποδίζει. Και η θύρα μένει μισάνοιχτη. Τα υπόλοιπα είναι πλέον ζητήματα μιας απλής βουτιάς. Όπως βλέπετε, το τέχνασμα είναι πολύ έξυπνο και πολύ απλό.

Την ίδια λοιπόν μέθοδο μεταχειρίζεται και ο τσαγανός. Κουβαλάει και αυτός μια πέτρα και τη ρίχνει στο άνοιγμα της θύρας του στρειδιού ή του μυδιού και η θύρα δεν μπορεί να κλείσει πια. Και τότε εκείνος μπαίνει μέσα άφοβα και στρώνεται στο φαΐ. Μιμείται άραγε τον ποντικό ή ο ποντικός πήρε το σχέδιο από τον τσαγανό; Σε ποιον ανήκει η πατρότητα της εφευρέσεως; Ή πρόκειται για απλή σύμπτωση; Μάλλον αυτό θα συμβαίνει. Τα μεγάλα πνεύματα πάντοτε συναντιούνται.

Αναγνωστικό Δ΄ Δημοτικού, 1978 Θέμος Ποταμιάνος, «Εδώ Βυθός»

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Ο ΔΡΑΚΟΣ ΚΑΙ Η ΛΥΓΕΡΗ

ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Μιαν βολάν τζ΄έναν καιρόν, ένας δράκος κακός και πονηρός, φύλαγε την πηγή και δεν άφηνε το νερό να τρέξει να ποτίσει το χωριό. Εξεράναν οι τόποι κι εστραγκίσαν οι βρύσες και οι λάκκοι. Oι άνθρωποι και τα δεντρά περνούσαν δυστυχίαν μεγάλην.

Οι χωριανοί έτρεμαν τον δράκον γι’ αυτό και ό,τι τους εζήτα του το έκαναν, μα και πάλι ο δράκος όλο παραπάνω ήθελεν.

Μια μέρα, τράβηξε η όρεξη του να φάει τη ζωή έξι λεβέντηδων και μιας κοπέλας. Έπεψεν* μυνήματα και χαμπάρια, πως αν δεν του κάμναν το θέλημα του δεν θα άφηνε το νερό να τρέξει.

Όταν τ΄ άκουσε το μαύρο μαντάτο η μάνα της λυγερής, ότι προορίζαν το παιδί της για τα δόντια του θηρίου, ήθελε να πεθάνει από τον καημό της. Επήγεν ο μουχτάρης* με το δάσκαλο και εξηγήσαν της μάνας της λυγερής πως το θηρίο δέν ήθελε να την φάει. Ήθελε την της είπαν για παρέα και πως άμα του πέρναγε η μοναξιά, η λυγερή θα ερχόταν πάλε πίσω.

Η μάνα της λυγερής που εκτιμούσε τη γνώμη και του δασκάλου και του μουχτάρη, τους άκουσε για το καλό του χωριού.

Κατά τη δύση του ηλίου, ακούστηκε ένας κρότος από τη μεριά του βουνού. Εσειστήκαν οι ουρανοί, εσειστήκαν και οι καμινάδες. Τότε το νερόν ήρτεν ορμητικό και χορτάσαν νερό ούλοι οι χωριανοί, και τα χτηνά*, και τα δεντρά.

Η μάνα, εκαρτέρα την λυγερή να’ ρθει πριν να πιει νερό, μα η λυγερή δεν φάνηκε. Πήγε ο μουχτάρης να την παρηγορήσει:
− Πάψε να κλαίς ορή και η λυγερή περνά καλά εκεί που πήγε. Αγάπησε το θεριό κι έμεινε μαζί του. Ζει μες το παλάτι του ευτυχισμένη.
Η μάνα δεν έβγαλε μιλιά. Από τότε τα δάκρυα της τα φυλάει και τα κάμνει κόμπο. Τα αφήνει μόνο να τρέξουν μες την ρίζα μιας πικροδάφνης που φύτεψε για να θυμάται το παιδί της.

Οι χωριανοί ούλοι ακούσαν την ιστορίαν, μα κανένας δεν ετόλμησεν να την πει της μάνας. Ελαλούσαν πως η λυγερή, όταν είδε το θεριόν εφοβήθηκεν κι ανέβηκε στην κορφή ενός κυπαρισσιού να γλυτώσει. Τo θεριόν την κατάλαβε μα έκαμε πως εν την είδε. Έχασαν πρώτα την ζωήν τους οι έξι νέοι. Τα κορμιά τους τα άφηκε εκεί κατάχαμα. Μετά εφύσησε τη φωτιάν του προς την κορυφή του κυπαρισσιού και έριξεν την λυγερή κάτω σαν το πουλί το πετούμενο. Τρεις πιθαμές πριν να φτάσει το κορμί της στο χώμα, εμφανίστηκε ένας αϊτός κι άρπαξε την ψυχή της και την εγλύτωσεν από το θεριόν. Το κορμί της έμεινεν κια χαμαί με τα κορμιά των νέων. Ο αετός πέταξε κι εχάθηκε πάνω στα βουνά. Από την ημέρα εκείνη, νιώθει η ψυχή του ότι νιώθει και η ψυχή των πλασμάτων. Μα τα πουλιά αποστρέφουνται* την αδικία και το ψέμα, για κείνο και ο αετός δεν ξανακατέβηκε πια εις το χωριό.

Τριάντα δυο χρόνους ύστερα, ο αετός ήρθε στον ύπνο μιας γειτόνισσας που ήξερε την ιστορία. Πρωί – πρωί πήγε αυτή βιαστική στη μάνα της Λυγερής:

− Το παιδί σου γειτόνισσα ....
ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΤΕ  ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ

Λεξιλόγιο: Έπεψεν= έστειλε
Μουχτάρης= Κοινοτάρχης

Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

Το Πάντα και το Ποτέ ενάντια στις Μερικές Φορές…

Μια σχετικά ελεύθερη απόδοση του παραμυθιού «Siempre y Nunca contra a veces!» σε μετάφραση Jaquou Utopie. Λίγο "δύσκολο" αυτό το παραμύθι γι' αυτό διαβάστε το προσεκτικά.

Μία φορά κι έναν καιρό ήταν δύο φορές. Τη μία τη λέγανε Mία Φορά και την άλλη τη λέγανε Άλλη Φορά. Η Μία και η Άλλη Φορά ήταν η οικογένεια Μερικές Φορές, που ζούσε και είχε και καμιά φορά φαγητό στο τραπέζι. Οι μεγάλοι αυτοκράτορες, που τότε κυριαρχούσαν στον κόσμο, ήταν το Πάντα και το Ποτέ που, όπως ήταν αναμενόμενο, μισούσαν μέχρι θανάτου την οικογένεια Μερικές Φορές. Ούτε το Πάντα, αλλά ούτε και το Ποτέ μπορούσαν να ανεχτούν την ύπαρξη των Μερικές Φορές.
Το Πάντα δεν μπορούσε να επιτρέψει στη Μια Φορά να ζεί στο βασίλειό του, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι το Πάντα δεν θα ήταν πια βασιλιάς, γιατί όταν υπάρχει η μια φορά τότε δεν μπορεί να υπάρχει και το για πάντα.
Αλλά και το Ποτέ, επίσης, δεν μπορούσε να επιτρέψει στην Άλλη Φορά να ξαναεμφανιστεί στο βασίλειό του, γιατί το ποτέ δεν μπορεί να συνυπάρξει με καμία φορά, πολύ δε περισσότερο αν αυτή η φορά είναι μια άλλη φορά.
Έτσι η Μία και η Άλλη Φορά περνούσαν το καιρό τους ενοχλώντας κι εκνευρίζοντας αρκετές φορές το Πάντα και το Ποτέ. Μέχρι που κάποτε το Πάντα τις άφησε στην ησυχία τους για πάντα και το Ποτέ δεν τις ξαναενόχλησε ποτέ. Και απο τότε η Μία και η Άλλη Φορά περνάνε τον καιρό τους με παιχνίδια, ξανά και ξανά.”Τι βλέπεις να φορώ;” ρωτάει η Μία Φορά και η Άλλη Φορά απαντάει “Αφού δεν βλέπεις τι φοράς;”
Κι έτσι ζούνε ευτυχισμένες τις πιο πολλές φορές! Και πάντα είναι η Μία και η Άλλη Φορά και ποτέ δεν διάλεξαν να γίνουν οι Μερικές Φορές.

Καμιά φορά είναι πολύ δύσκολο να διακρίνεις ανάμεσα στη μία και στην άλλη φορά.
Ποτέ δεν χρειάζεται να λες Πάντα (εντάξει… ίσως καμια φορά)
Τα “Πάντα” και τα “Ποτέ” τα επιβάλλουν αυτοί “από τα πάνω”, αλλά από τα κάτω εμφανίζονται “οι ενοχλητικές” Μία Φορά και Άλλη Φορά, που καμια φορά είναι ένας τρόπος για να ονομάζεις τους “διαφορετικούς” ή τους “περίεργους”.
Ποτέ δεν θα ξαναγράψω τέτοια ιστορία, κι εγώ πάντα τηρώ αυτό που λέω (εντάξει… καμια φορά όχι)


Μετάφραση Jaquou Utopie

Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

Τα Δίδυμα Αδέρφια. Αφρικάνικο Παραμύθι

Από την Anna-Maria Vasilaki

Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια γυναίκα που είχε δίδυμα αγόρια. Τον Λουέμπα και τον Μαβούγκου.
Την ημέρα που γεννήθηκαν μια μάγισσα έδωσε στη μητέρα δύο πέτρες στρογγυλές και λείες. Της είπε ότι αυτά είναι τα φυλαχτά τους και ότι δεν έπρεπε ποτέ να τα βγάλουν από το λαιμό τους και όταν τα παιδιά μεγαλώσουν να τους ενημερώσει. Η γυναίκα έκανε ακριβώς όπως της είπε η μάγισσα και τα παιδιά μεγάλωσαν και έγιναν δύο πολύ όμορφα παλικάρια.
Ένα πρωί ο Μαβούγκου αποφάσισε να ταξιδέψει γιατί ζωή στο χωρίο του φαινόταν πολύ μονότονη και τον είχε κουράσει. Έτσι το ανακοίνωσε στη μητέρα του.
- Δεν έχω καμία αντίρρηση να φύγεις παιδί μου και να ταξιδέψεις αλλά στεναχωριέμαι που δεν μπορώ να σου δώσω τίποτα μαζί σου μιας και είμαστε τόσο φτωχοί.
- Δεν πειράζει μητέρα, είπε ο Μαβούγκου, άλλωστε είναι καιρός να δοκιμάσω και τη δύναμη του μαγικού μου φυλαχτού!
Έτσι αποχαιρέτησε τη μητέρα του και ξεκίνησε για το ταξίδι του. Κατευθύνθηκε προς το δάσος. Όταν έφτασε εκεί, έκοψε μερικά φύλα και τα άγγιξε με το φυλαχτό του και ρίχνοντας τα ένα, ένα κάτω είπε:
«Να γίνεις άλογο»
«Να γίνεις μαχαίρι»
« Να γίνεις τουφέκι»
Έτσι και έγινε! Ένα πανέμορφο άσπρο άλογο ξεπήδησε μπροστά του, ένα μαχαίρι βρέθηκε κρεμασμένο στο ζωνάρι του και τέλος ένα τουφέκι περάστηκε στον ώμο του. Ο Μαβούγκου χάρηκε πολύ. Καβάλησε αμέσως το άλογο και ξεκίνησε για το ταξίδι του. Κάποια στιγμή κουράστηκε και πείνασε. Τότε κρατώντας το φυλαχτό του είπε:
- Λοιπόν φυλαχτό μου; Κουράστηκα και πείνασα. Θα με αφήσεις να πεθάνω της πείνας; Και αγγίζοντας μια πέτρα ένα τεράστιο και πλουσιοπάροχο τραπέζι απλώθηκε μπροστά του με όλες τις λιχουδιές. Έτσι, ο Μαβούγκου αφού έφαγε ήπιε και ξαπόστασε συνέχισε το ταξίδι του.
Όχι πολύ μακριά από εκεί που ξαπόστασε ο Μαβούγκου υπήρχε μια πολιτεία πολύ όμορφη. Ο βασιλιάς της πολιτείας αυτής είχε μια κόρη όμορφη αλλά και πολύ πεισματάρα. Πολλοί την είχαν ζητήσει για γυναίκα τους αλλά εκείνη συνεχώς αρνιόταν.
Ο Μαβούγκου έφτασε λοιπόν στην πολιτεία και στάθηκε για λίγο στην ακροποταμιά. Εκεί έτυχε να είναι και ή βασιλοπούλα τις με φίλες της. Μόλις αντίκρισε τον Μαβούγκου, γύρισε στο σπίτι τρέχοντας και ...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ  ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΕΔΩ: 

Τρίτη 27 Απριλίου 2010

Το Χαμομηλάκι και το Γαϊδουράγκαθο

Μια φορά κι έναν καιρό, στην άκρη ενός πευκοδάσους, ζούσε ένα μικρό χαριτωμένο χαμηλό χαμομηλάκι. Τα φύλλα του ήταν πολλά. Δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να τα μετρήσει. Ποιος ο λόγος άλλωστε; Ήταν οι πρώτες μέρες της άνοιξης και είχε καλύτερα πράγματα να κάνει. Παρατηρούσε τα πουλιά και τις πεταλούδες που χόρευαν γύρω του, μύριζε τα αρώματα που έρχονταν από το δάσος και χαμογελούσε με τον αέρα που έκανε τα αγριόχορτα να του γαργαλάνε τα πόδια.
Στο ίδιο μέρος, λίγα εκατοστά πιο μακριά, ζούσε ένα γαϊδουράγκαθο. Ήταν ψηλό, με δυνατό κορμό, κοφτερά αγκάθια και ένα μεγάλο μωβ λουλούδι. Η αλήθεια είναι πως έδειχνε -και ήταν- πολύ επιβλητικό. Στεκόταν αγέρωχο και έδειχνε να χαίρεται τη θέση του, ψηλότερα από όλα τα υπόλοιπα φυτά της περιοχής. Ήταν όμως ψηλομύτικο και σκληρός χαρακτήρας. Η σχέση του με τα υπόλοιπα φυτά δεν ήταν καλή. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε να το συμπαθήσουν έτσι όπως ήταν γεμάτο σαρκασμό και έτοιμο να ειρωνευτεί οποιονδήποτε για το παραμικρό;
Μια φορά, το μικρό χαριτωμένο χαμηλό χαμομηλάκι, όταν διασταυρώθηκαν για πρώτη φορά τα βλέμματα τους, του είπε χαμογελαστά: “Καλημέρα φίλε μου…”. Αντί να απαντήσει, το γαϊδουράγκαθο τινάχτηκε επιδέξια και ...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΕΔΩ:
ΑΠΟ: PAPET

Κυριακή 25 Απριλίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΗΧΟΥΣ

Μια φορά κι έναν καιρό στην Ηχητικούπολη, ζούσαν τρεις φίλοι. Το Θρόισμα, η Φωνή και ο Κρότος. Αυτοί οι φίλοι ήταν πολύ σημαντικοί για την Ηχητικούπολη, γιατί χωρίς εκείνους ο κόσμος θα ήταν διαφορετικός. Δίχως τη Φωνή κανείς δε θα μπορούσε να μιλήσει. Δίχως το Θρόισμα δε θα ακούγονταν τα φύλλα των δέντρων και δίχως τον Κρότο θα υπήρχε υπερβολική ησυχία.

Όλοι τούς θεωρούσαν και τους τρεις χρήσιμους αλλά εκείνοι πίστευαν ότι ήταν ασήμαντοι. Μια μέρα αποφάσισαν να αλλάξουν δουλειές. Η Φωνή προσπάθησε να κάνει το θρόισμα αλλά τα φύλλα δε θρόιζαν, μιλούσαν! Ο Κρότος προσπάθησε να κάνει τη φωνή αλλά οι άνθρωποι δε μιλούσαν, έβγαζαν κρότους! Το Θρόισμα προσπάθησε να πάρει τη θέση του Κρότου, όμως αντί να υπάρχει κρότος, όλα θρόιζαν και έβγαζαν περίεργους ήχους!

Πολύ γρήγορα παράτησαν την προσπάθειά τους. Κατάλαβαν πως η δουλειά τους ήταν να παράγουν τους δικούς τους ήχους και όχι τους ήχους κάποιων άλλων.
Αυτό ισχύει και γενικότερα στη ζωή μας: Ο καθένας στην ειδικότητά του. Αν ασχολούμαστε με πράγματα που δε γνωρίζουμε καλά, τα αποτελέσματα δεν είναι πάντα ευχάριστα

Από την Άννα Σ.(Ε΄τάξη)

Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

Σαν παραμύθι του παππού ...

Η φλογέρα του βασιλιά, τα ποντίκια, οι γάτες που τα έφαγαν και οι σκύλοι που έδιωξαν τις γάτες από το νησί...
(από τον Αλέξάνδρο Δημητρακόπουλο)
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που φορούσε συνέχεια στέμμα και κόκκινη χλαμύδα από ακριβό βελούδο. Αγαπούσε τη μουσική μα περισσότερο από όλα τα όργανα λάτρευε την φλογέρα. Δεν είχε άδικο για αυτή του την προτίμηση γιατί αποδείχθηκε ότι η φλογέρα ήταν μαγική. Ο ήχος της και τα σκαμπανεβάσματα στην κλίμακα του “ντο” και του “σολ” μάγευε τα ποντίκια, τα έκανε πειθήνια όργανα, τα τύφλωνε στα μάτια και στο νου.

Έτσι για να σώσει τη χώρα του ο καλός βασιλιάς από τον αλόγιστο πολλαπλασιασμό των ποντικιών αποφάσισε να επέμβει. Πώρε τη φλογέρα και παίζοντας άρχισε να διασχίζει τους δρόμους του βασιλείου του. Και ώ του θαύματος! Πίσω σχηματίσθηκε μία ατέλειωτη ουρά από τα σιχαμερά αυτά ζώα. Μπροστά λοιπόν ο βασιλιάς και πίσω του τα στίφη των ποντικιών. Σώθηκε η χώρα, εξαφανίστηκαν τα ποντίκια και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Όμως κάποια από αυτά σκαρφάλωσαν σε πλοίο, το πλοίο βυθίστηκε σε κάποιο ταξίδι και τα ποντίκια βγήκαν σε κοντινό νησί. Σε ένα χρόνο εκεί στο νησί πολλαπλασιάστηκαν πάρα πολύ και οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να φέρουν γάτες. Έτσι οι ποντικοί εξαφανίστηκαν, οι γάτες όμως αυξήθηκαν και αυτές πάρα πολύ.

Ο γεροντότερος του νησιού πρότεινε τότε ...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΕΔΩ:

Σάββατο 10 Απριλίου 2010

ΜΑΝΤΕΨΕ ΠΟΣΟ Σ' ΑΓΑΠΩ!


Διαβάστε το παραμυθάκι του Σαμ Μακμπράτνεϋ με υπέροχη εικονογράφηση από την Ανίτα Τζεράμ.
“Μάντεψε πόσο σ αγαπώ!” είπε. “Ω! δε νομίζω ότι μπορώ να το μαντέψω αυτό!”, είπε ο Μεγάλος Καστανός Λαγός. “Τόσο πολύ!” είπε το Μικρό Καστανό Λαγουδακι ανοίγοντας τα χέρια του όσο πιο πλατιά μπορούσε. Ο Μεγάλος Καστανός Λαγός είχε μεγαλύτερα χέρια. “Εγώ όμως αγαπώ ΕΣΕΝΑ τόσο πολύ!” είπε.
Χμ, αυτό είναι πολύ , σκέφτηκε το Μικρό Καστανό Λαγουδακι. “Σ αγαπώ τόσο, όσο ψηλά μπορώ να φτάσω!” είπε το Μικρό Καστανό Λαγουδακι. “Κι εγώ σ αγαπώ τόσο, όσο ψηλά μπορώ ΕΓΩ να φτάσω!”, είπε ο Μεγάλος Καστανός Λαγός. Αυτό είναι αρκετά ψηλά, σκέφτηκε το Μικρό Καστανό Λαγουδακι. Θα ήθελα κι εγώ να είχα χέρια τόσο μεγάλα.
Τότε το Μικρό Καστανό Λαγουδακι είχε μια καλή ιδέα. Στηρίχτηκε στο έδαφος με τα χέρια του και έφτασε με τα πόδια του όσο πιο ψηλά μπορούσε στον κορμό του δέντρου. “Σ αγαπώ μέχρι τα πόδια μου!” είπε. “Κι εγώ σ αγαπώ μέχρι τα πόδια σου!”, είπε ο Μεγάλος Καστανός Λαγός σηκώνοντας το Μικρό Καστανό Λαγουδακι πάνω από το κεφάλι του.
“Σ αγαπώ τόσο όσο μπορώ να πηδηξω!” είπε γελώντας το Μικρό Καστανό Λαγουδακι πηδώντας πάνω κάτω. “Αλλά εγώ σ αγαπώ όσο ΕΓΩ μπορώ να πηδηξω!” χαμογέλασε ο Μεγάλος Καστανός Λαγός- και πήδηξε τόσο ψηλά που τα αυτιά του άγγιξαν τα κλαδιά του δέντρου. Πολύ ψηλό πήδημα, σκέφτηκε το Μικρό Καστανό Λαγουδακι. Αχ να πηδούσα κι Εγώ τόσο ψηλά!

“Σ αγαπώ από δω μέχρι το ποτάμι!”, φώναξε το Μικρό Καστανό Λαγουδακι. “Σ αγαπώ και μετά από το ποτάμι, πάνω από τους λόφους!”, είπε ο Μεγάλος Καστανός Λαγός.
Είναι πράγματι πολύ μακριά, σκέφτηκε το Μικρό Καστανό λαγουδακι. Είχε νυστάξει πολύ για να σκεφτεί περισσότερο. Τότε κοίταξε μέσα από τους θάμνους την μεγάλη μαύρη νύχτα. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από τον ουρανό. “Σ αγαπώ μέχρι το φεγγάρι!”, είπε και τα μάτια του έκλεισαν.
” Ω αυτό είναι πολύ μακριά!”, είπε ο Μεγάλος Καστανός Λαγός. “Είναι πολύ μακριά”. Ο Μεγάλος Καστανός Λαγός έβαλε το Μικρό Καστανό Λαγουδακι στο κρεβάτι του. Έσκυψε και το φίλησε στο μέτωπο. Μετά ξάπλωσε δίπλα του και ψιθύρισε με χαμόγελο:
“Σ αγαπώ μέχρι το φεγγάρι- ΚΑΙ ΠΙΣΩ ΞΑΝΑ!”.

Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

ΜΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ

Παραμύθι που γράφτηκε από κοινού από μαθητές του Α' Δημοτικού Σχολείου Λατσιών (Κύπρος) και του Δημοτικού Σχολείου Δημητριτσίου (Ελλάδα)

Μια σταγόνα  ταξιδεύει. 
 Κεφάλαιο 1ο
 Η μαμά σταγόνα, ο μπαμπάς σταγόνα, ο Σταγονούλης και η αδελφή του η σταγονίτσα η Μαριλού, άνοιξαν τα μάτια τους στον πρωινό ήλιο. Όλα ήταν τόσο όμορφα γύρω. Το ποτάμι κελάρυζε ήσυχα. Το ποτάμι ήταν το σπίτι τους.
Ξαφνικά όμως, κι ενώ όλα ήταν τόσο ήσυχα, φάνηκε μια μεγάλη βρώμικη και γκρίζα κηλίδα. Καθώς έπλεε στην επιφάνεια του νερού άφηνε πίσω της διάφορα χρώματα και μόλυνε το νερό. Ήταν ο κύριος Πετρελένιος με την κυρία Πετρελένιου και τα πολλά, πολλά παιδάκια τους. Συζητούσαν κι έλεγαν πώς να πλησιάσουν και να μολύνουν όσο το δυνατόν πιο πολλές σταγόνες νερού από το ποτάμι. Κι έβαλαν σε εφαρμογή το τρομερό και βρώμικο σχέδιό τους. Κολλούσαν στις καθαρές σταγόνες και τις ρύπαιναν. Δεν άργησε να έρθει και η σειρά της σταγονίτσας Μαριλού. Κατάλαβε ότι το καθαρό της φόρεμα έγινε απ’ τη μια στιγμή στην άλλη γεμάτο πιτσιλιές από πετρέλαιο. Η ώρα περνούσε και η οικογένεια Πετρελένιου συνέχιζε το ρυπαρό και μολυσματικό της έργο.
Είχε γίνει πια μεσημέρι. Ο ήλιος ζέσταινε το ποτάμι. Μερικές σταγόνες άρχισαν να εξατμίζονται και να ανεβαίνουν στον ουρανό. Μια απ’ αυτές τις σταγόνες ήταν και η Μαριλού. Όσο ανέβαινε σκεφτόταν την καταστροφή του σπιτιού της. Δεν ήξερε ποιος έστειλε την πετρελαιοκηλίδα. Όλο και ανέβαινε και σκεφτόταν ότι πρέπει να πολλαπλασιαστούν οι σταγόνες του νερού στο ποτάμι, έτσι ώστε να νικήσουν την οικογένεια του κυρίου Πετρελένιου. Σκεφτόταν ακόμη ότι πρέπει να αποδείξουν, ότι το νερό είναι το πιο σημαντικό πράγμα σε όλο τον κόσμο.
- Να σταματήσουν πια να χρησιμοποιούνε πετρέλαιο. Έλεγε και ξανάλεγε.
Αλλά ποιος την άκουγε τώρα που ήταν υδρατμός; Η φωνή της ήταν πολύ αδύνατη και μόλις μπορούσαν να την ακούσουν οι άλλες σταγόνες στον μεσημεριάτικο ουρανό.
Πέρασαν αρκετές ώρες και η σταγονίτσα έμενε να ακροβατεί στον ουρανό με το βρώμικο φορεματάκι της με τις πιτσιλιές. Όταν άρχισε να νυχτώνει ένα αεράκι την σήκωσε ψηλά και την άφησε απαλά σε ένα σύννεφο που περνούσε εκείνη την ώρα, πάνω από το ποταμάκι. Τα βατράχια στο ποτάμι όταν πήγαν να τραγουδήσουν κατάλαβαν ότι το δέρμα τους είχε γεμίσει σταγόνες από τον κύριο Πετρελένιο.
Η σταγόνα έτσι όπως προσνεφώθηκε, έπεσε πάνω σε μια παρέα καθαρές σταγόνες. Ενώθηκε πολύ γρήγορα αλλά δεν άργησε να καταλάβει ότι...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΕΔΩ:

Παραμύθι για την Αγάπη

Από την alloena

Μια μέρα συγκεντρώθηκαν σε κάποιο μέρος της γης όλα τα συναισθήματα και όλες οι αξίες του ανθρώπου.
Η Συγνώμη αφού συστήθηκε 3 φορές στην Ανία της πρότεινε να παίξουν κρυφτό. Το Ενδιαφέρον σήκωσε το φρύδι και περίμενε να ακούσει ενώ η Περιέργεια χωρίς να μπορεί να κρατηθεί ρώτησε: "Τι είναι το κρυφτό"; Ο ενθουσιασμός άρχισε να χορεύει παρέα με την Ευφορία και η Χαρά άρχισε να πηδάει πάνω κάτω για να καταφέρει να πείσει το Δίλημμα και την Απάθεια οποία δεν την ενδιέφερε ποτέ τίποτα, να παίξουν κι αυτοί.
Αλλά υπήρχαν πολλοί που δεν ήθελαν να παίξουν: Η Αλήθεια δεν ήθελε να παίξει γιατί ήξερε ότι ούτως ή άλλως κάποια στιγμή θα την αποκάλυπταν, η Υπεροψία έβρισκε το παιχνίδι χαζό και η Δειλία δεν ήθελε να ρισκάρει.
'Ένα, δύο, τρία, άρχισε να μετράει η Συγνώμη. Η πρώτη που κρύφτηκε ήταν η Τεμπελιά. Μιας και βαριόταν κρύφτηκε στον πρώτο βράχο που συνάντησε. Η Πίστη πέταξε στους ουρανούς και η Ζήλια κρύφτηκε στην σκιά του Θριάμβου ο oποίος με την δύναμη του κατάφερε να σκαρφαλώσει στο πιο ψηλό δέντρο.
Η Γενναιοδωρία δεν μπορούσε να κρυφτεί γιατί κάθε μέρος που έβρισκε της φαινόταν υπέροχο μέρος για να κρυφτεί κάποιος άλλος φίλος της οπότε το άφηνε ελεύθερο. Και έτσι η Γενναιοδωρία κρύφτηκε σε μια ηλιαχτίδα.
Ο Εγωισμός αντιθέτως βρήκε αμέσως κρυψώνα ένα καλά κρυμμένο και βολικό μέρος μόνο για αυτόν. Το Ψέμα πήγε και κρύφτηκε στον πάτο του ωκεανού. Το Πάθος και ο Πόθος κρύφτηκαν μέσα σε ένα ηφαίστειο.
Η Αγάπη δεν είχε βρει ακόμη κάπου να κρυφτεί. Έβρισκε όλες τις κρυψώνες πιασμένες, ώσπου βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα και κρύφτηκε εκεί.....
1000, μέτρησε η Συγνώμη και άρχισε να ψάχνει.
Την πρώτη που βρήκε ήταν η Τεμπελιά αφού δεν είχε κρυφτεί και πολύ μακριά. Μετά βρήκε την Πίστη που μίλαγε στον ουρανό με τον Θεό για θεολογία.
Ένιωσε τον ρυθμό του Πόθου και του Πάθους στο βάθος του ηφαιστείου και αφού βρήκε την Ζήλια δεν ήταν καθόλου δύσκολο να βρει και τον Θρίαμβο. Βρήκε πολύ εύκολα το Δίλημμα που δεν είχε ακόμη αποφασίσει που να κρυφτεί. Σιγά-σιγά τους βρήκε όλους εκτός από την Αγάπη.
Η Συγνώμη έψαχνε παντού, πίσω από κάθε δένδρο, κάτω από κάθε πέτρα, σε κάθε κορφή βουνού, μα τίποτα.
Όταν ήταν σχεδόν έτοιμη να τα παρατήσει βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα και άρχισε να τον κουνάει νευρικά ώσπου άκουσε ένα βογκητό πόνου. Ήταν η Αγάπη που τα αγκάθια από τα τριαντάφυλλα της είχαν πληγώσει τα μάτια.
Η Συγνώμη δεν ήξερε πως να επανορθώσει, έκλαιγε, ζητούσε ...συγνώμη και στο τέλος υποσχέθηκε να γίνει ο οδηγός της Αγάπης.
Κι έτσι από τότε η Αγάπη είναι πάντα τυφλή και η Συγνώμη πάντα τη συνοδεύει.

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010

ΚΑΝΕ ΤΟ ΚΑΛΟ…


Παραμύθι από τον Πέτρο Χαλικιά. Εικόνες από την Αλέκα Τρίμπου

Μια φορά κι ένα καιρό στο καταπράσινο δάσος της Καστανοχώρας ζούσε ένα μικρό ξωτικό…Δηλαδή άνθρωπος ήταν αλλά το περνούσαν για ξωτικό και μάλιστα έλεγαν ότι ήταν παιδί του Ίσκιου και της Συννεφιάς. Όμως αυτοί το άφησαν να ζήσει μόνο του στο δάσος γιατί ήταν κοντό, χοντρό και άσχημο και οι άνθρωποι ήθελαν μόνο όμορφα και λαμπερά πράγματα ακόμη κι αν αυτά ήταν ξωτικά…
Ο Μόδης λοιπόν το ξωτικό –γιατί έτσι το έλεγαν- ήταν τόοοσο κοντός που το κεφάλι του μύριζε ποδαρίλα! Ήταν τόοοσο χοντρός, που όταν τον έβλεπες από μακριά νόμιζες ότι έρχονταν πολλοί! Είχε κάτι μεγάλα αυτιά που όταν φύσαγε από πίσω αυτά χτυπούσαν παλαμάκια! Είχε όμως δυο πανέξυπνα και λαμπερά πράσινα μάτια και μια ζεστή καρδιά. Ξέχασα να σας πω ότι είχε και τρομερή δύναμη αν και η εμφάνισή του δεν πρόδιδε κάτι τέτοιο…
Γύριζε στο δάσος και προσπαθούσε να πλησιάσει τα ζώα και να τα κάνει φίλους του μα κι αυτά τον απέφευγαν και πολλές φορές τον κορόιδευαν:
- Μόδη κούμπωσε τ΄αυτιά σου!!
- Πάλι άφησες τ΄αυτιά σου ξεκούμπωτα;
- Πώς προχωράς; Περπατώντας ή κυλώντας;
Kι έτρεχαν από δω κι από κει στο δάσος και κανένα δεν έδινε στο Μόδη έστω και λίγη σημασία…

Πέρασε το καλοκαίρι το χρυσό, τέλειωνε και το φθινόπωρο το μελαγχολικό και πλησίαζε ο χειμώνας για να ρίξει το παγωμένο σάλι του πάνω από την Καστανοχώρα. Όλα τα ζώα ετοιμάζονταν για το μακρύ χειμωνιάτικο ύπνο τους. Ήξεραν ότι με τέτοιο καιρό θα ήταν δύσκολο να βρίσκουν τροφή και ζέστη και το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να το στρώσουν στη φωλιά τους.
Ο Μόδης κοίταξε τον ουρανό και είδε τα τελευταία διαβατάρικα πουλιά να απομακρύνονται για την Χουχουλοχώρα – έτσι λένε τη ζεστή χώρα στην Αφρική - που θα τους φιλοξενήσει για το χειμώνα.
Και, καθώς είναι γνωστό ότι τα ξωτικά δεν καταλαβαίνουν τίποτα από κρύα και χιόνια, άρχισε να τριγυρνά ή μάλλον να κουτρουβαλά ανάμεσα στα δέντρα.
Ξαφνικά μια δυνατή πονεμένη φωνή ακούστηκε πίσω από κάτι θάμνους...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΕΔΩ:

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

Συνταγή για ψωμί. Φτιάξτε το δικό σας νόστιμο ψωμί εύκολα και γρήγορα!

(Από τη φίλη μας την Αντωνία, 11 ετών)
Το να φτιάξεις φρέσκο, λαχταριστό, νόστιμο ψωμί είναι λιγότερο δύσκολο από όσο φαντάζεσαι! Δοκίμασε να το κάνεις και θα δεις! (Πάντα με τη βοήθεια ενός μεγάλου)
Υλικά: 1 φακελάκι ξηρή μαγιά, 1,5 κουταλάκι του γλυκού αλάτι, 1 κουταλάκι ζάχαρη, 2 κούπες νερό χλιαρό και περίπου 750 γραμμάρια αλεύρι.
Εκτέλεση: Βάζω τη μαγιά, το αλάτι, τη ζάχαρη και το νερό σε μια λεκάνη με λίγο από το αλεύρι (περίπου 200 γραμμ.) και τα ανακατεύω καλά. Προσθέτω σιγά - σιγά το υπόλοιπο αλεύρι, μέχρι να γίνει μια ωραία ζύμη που δεν κολλάει στα χέρια. Ίσως χρειαστεί λίγο αλευράκι ακόμη ή μπορεί και να περισσέψει λίγο.
Παίρνω ένα στρογγυλό ταψί και το αλείφω με λίγο λαδάκι για να μην κολλήσει το ψωμί. Αν υπάρχει λαδόκολλα, αντί να το λαδώσω, στρώνω στο ταψί τη λαδόκολλα (κι έτσι γλυτώνω και την πολλή φασαρία στο πλύσιμο του ταψιού).
Βάζω την κουζίνα στους 40ο-50οC και αφήνω το ταψί με το ψωμί για μία ώρα μέχρι να φουσκώσει. ΠΡΟΣΟΧΗ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΩΡΑ ΔΕΝ ΑΝΟΙΓΩ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ ΓΙΑΤΙ Η ΖΥΜΗ ΘΑ ΞΕΦΟΥΣΚΩΣΕΙ.
Μόλις περάσει η 1 ώρα βάζω την κουζίνα στους 180 βαθμούς και ψήνω για 45 λεπτά περίπου μέχρι να πάρει το ψωμί ένα ωραίο καστανό χρώμα.

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

Το γλυκό

Από την Ελένη Θεοχάρη-Περράκη

Ο μπαρμπα-Μυτούσης αγαπά πολύ τα δυο του ανεψούδια: τον Κλούβιο και την Σουβλίτσα. Πρέπει όμως να ’χει μεγάλη υπομονή και με τους δυο. Η Σουβλίτσα είναι άτακτη, ακατάστατη και σκανταλιάρα – ένα μικρό ζιζάνιο.
Ο Κλούβιος είναι λίγο τεμπέλης. Του αρέσει να ξαπλώνεται στα μαξιλάρια και στους καναπέδες, όπως τα γατάκια. Είναι και λίγο φοβιτσιάρης. Μπουμ! να του κάνει η Σουβλίτσα, ξαφνιάζεται. Φοβάται τα σκοτάδι, τα ποντίκια, τις βροντές.
Η Σουβλίτσα δεν φοβάται τίποτα. Κι έτσι μπορεί να τον πειράζει με όλα αυτά. Όταν είναι οι δυο τους στο σπίτι, ο μπαρμπα-Μυτούσης στήνει πάντοτε αυτί. Μόλις καθίσει και φορέσει τα γυαλιά του για να διαβάσει την εφημερίδα, κάτι θα γίνει, ένας κρότος, κάποια φασαρία. Πρέπει να σηκωθεί και να τρέξει να δει τι συμβαίνει… Νά! όπως τώρα. Τι θόρυβος είν’ αυτός; Από ποια μεριά έρχεται; Από την κουζίνα; Ίσως να ’ναι η γάτα… Όχι! Τώρα νιαούριζε στην αυλή. Ο μπαρμπα-Μυτούσης είναι ανήσυχος. Περίεργο! Θα ’λεγε κανείς πως έπεσε το μισό σπίτι… Η πόρτα της κουζίνας κλειστή. Προσπάθησε να την ανοίξει.
– Σουβλίτσα… φωνάζει. Ξεκλείδωσε γρήγορα την πόρτα της κουζίνας.
– Μπαρμπούλη μου, δεν είναι κλειδωμένη. Στάσου… έπεσε το σκαμνί στην πόρτα, γι’ αυτό δεν ανοίγει. Μπλέχτηκα πάλι.
Μα πώς να μην μπλεχτεί. Τίποτε όρθιο δεν είχε μείνει στην κουζίνα.
Ο μπαρμπα-Μυτούσης μισάνοιξε την πόρτα και κοίταζε.
Η Σουβλίτσα έτριβε μια το γόνατό της και μια τον αγκώνα της.
Ο Κλούβιος κρυμμένος κάτω από το τραπέζι. Γύρω του όλα κάτω. Ο τρίφτης, η σχάρα, το τρυπητό, η κουτάλα. Ο μπαρμπα-Μυτούσης ξύνει το κεφάλι του. (Έτσι κάνει πάντα όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά.)
– Σουβλίτσα, λέει. Τι είναι εδώ μέσα;
– Μπαρμπούλη, κουζίνα ήτανε. Μη μου θυμώνεις, θα ξαναγίνει πάλι.
– Εκεί κάτω από το τραπέζι κάποιος κουνιέται. Μήπως είναι η γάτα;
– Εγώ είμαι, Μπαρμπούλη, ο…ο…Κλούβιος…
– Σήκω επάνω, έβγα από την κρυψώνα τέλος πάντων. Σουβλίτσα! αυτό το σπασμένο βάζο με το γλυκό, τι είναι;
Η Σουβλίτσα κομπιάζει. Κατεβάζει το κεφαλάκι της. Μια κοιτάζει το βάζο, μια τον μπαρπα-Mυτούση, μια τον Kλούβιο.
– Mπαρμπούλη μου... Aυτό το βάζο, αυτό το βάζο… μα γι’ αυτό το βάζο έγινε όλη η ιστορία.
Άρχισε η Σουβλίτσα να τα μπερδεύει.
– Είναι ένας μήνας τώρα που μας το ’στειλε απ’ το χωριό η θεία Βγενή. Το είχα ξεχασμένο. Ξαφνικά το θυμήθηκα. Ήτανε πολύ καλά κρυμμένο στο πάνω ράφι μέσα στο γουδί. Όλο αυτόν τον καιρό δεν κάναμε και καμιά σκορδαλιά βλέπεις…
Ξερόβηξε ο Μπαρμπούλης, αλλά η Σουβλίτσα δε σταμάτησε. Ανέβηκα στο τραπέζι, που λες, να το πάρω. Τεντώθηκα να το φτάσω. Όλα πηγαίνανε καλά ώς εκεί. Τη στιγμή που έπιανα το γουδί, άκουσα φτέρνισμα… Έκανα πίσω να δω ποιος είναι… και πάρ’ την κάτω την Σουβλίτσα μαζί με το βάζο και ό,τι άλλο ήταν στο ράφι.
Καλά να πάθει… φώναξε ξαφνικά Ο Κλούβιος. Καλά να πάθει γιατί θα το ’τρωγε όλο μονάχη της.
– Και τι κατάλαβες; Μήπως έφαγες εσύ τώρα; του λέει η Σουβλίτσα.
Ο μπαρμπα-Μυτούσης χτυπάει ανυπόμονα το πόδι του… Δεν είναι καθόλου ευχαριστημένος.
– Σουβλίτσα, έμενα να κοιτάς κι όχι τον Κλούβιο τώρα που σου μιλώ. Δεν μου λες, γιατί το έκρυψες;
– Να σου πω, Μπαρμπούλη. Νά! όταν έχουμε γλυκό το τρώνε οι ξένοι… Έρχεται ο κυρ Χρίστος. Λες: «Φέρτε του κυρ Χρίστου μια κουταλιά γλυκό με το νερό…» Πάει μια κουταλιά. Έρχεται η κυρα-Φρόσω· της λες: «Μη φύγεις, Φρόσω μου, πριν φας ένα γλυκό…» Πάει δεύτερη κουταλιά… Έρχεται ο Γιαννάκης· λες: «Δώστε στο παιδί μια μεγάλη κουταλιά γλυκό». Μια…δυο…τρεις… αδειάζει το βάζο με το γλυκό…
Όσο τα ’λεγε αυτά, είχε φουντώσει η Σουβλίτσα, τα μαγουλάκια της κοκκίνισαν, αλλά δεν έπαψε να μιλά.
– Γλυκό από εδώ, γλυκό από εκεί, εμείς μόνο το βάζο βλέπουμε.
Ο Μπαρμπούλης έγινε σκεπτικός. Μήπως είχε κάποιο δίκιο η Σουβλίτσα; Ναι… αλλά…αλλά γιατί να κρύψει το γλυκό. Ύστερα μπορούσε να χτυπούσε σαν έπεφτε. Κούνησε το κεφάλι, κοίταξε και τους δυο και είπε:
– Σουβλίτσα…
Κι εκείνη, παραπονεμένα:
– Ναι, Μπαρμπούλη, δεν ήτανε βλέπεις τυχερό να φάω πάλι γλυκό.

(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος πρώτο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΓΙΑΤΡΟΣ


Του Ευγένιου Σπαθάρη

(H παράσταση αρχίζει με το χορό του Kαραγκιόζη και της οικογένειάς του).
KAPAΓKIOZHΣ: E!... E ρε γλέντια!
KOΛΛHTHPHΣ: Ώπα, ώπα, γεια σου, μπαμπάκο!...
KAPAΓKIOZHΣ: Γεια σου, ξυπόλυτη οικογένεια! E ρε γλέντια! Mπράβο όρεξη για χορό που 'χα! Λοιπόν, αξιότιμοι κύριοι, κυρίες και παιδιά, η παράσταση αρχίζει με τον Kαραγκιόζη γιατρό.
(Mουσική. O Kαραγκιόζης φεύγει από τη σκηνή. Eμφανίζονται ο πασάς και ο τούρκος Σουκρή).
ΠAΣAΣ: Kαλώς τον εφέντη το Σουκρή. Tι έκανες, βρήκες κομπογιανίτη γιατρό;
ΣOYKPH: Mάλιστα, πασά μου, αυτόν που μας είπε ο Xατζηαβάτης. Λέγεται Kαραγκιόζης, αλλά αρνείται ότι είναι γιατρός.
ΠAΣAΣ: E, θα χάσω το παιδί μου, εφέντη Σουκρή! Όλοι οι γιατροί είπαν πως εβουβάθη για πάντα, δε θα ξαναμιλήσει πια...
ΣOYKPH: Hσύχασε, πασά μου, και θα πάρω δυο στρατιώτες με ξύλα της φωτιάς.
(O πασάς απομακρύνεται. Eμφανίζονται δυο στρατιώτες).
ΣOYKPH: Πώς σας λένε, στρατιώτες;
ΣTPATIΩTHΣ A΄: Eμένα Γούσα...
ΣTPATIΩTHΣ B΄: Kι εμένα Mοσούλια.
ΣOYKPH: Θα κρυφτείτε πίσω από αυτή την παράγκα και θα παρουσιαστείτε, όταν σας φωνάξω.
ΣTPATIΩTEΣ: Διαταγές, αγά!
(Έξω από την παράγκα του Kαραγκιόζη).
(O Σουκρή χτυπά την πόρτα).
ΣOYKPH: (χτυπάει) Kύριε γιατρέ! Kύριε γιατρέ!
KOΛΛHTHPHΣ: (από μέσα) Mπαμπάκο, χτυπάνε την πρότα.
ΣOYKPH: Kύριε γιατρέ!
KOΛΛHTHPHΣ: Kουνιέται η παράγκα, μπαμπάκο. Πω πω! αρέας που πήγε στα ποράρια μου!
KAPAΓKIOZHΣ: E! σιγά και θα μου ρίξεις την παράγκα! Tι θέλεις;
ΣOYKPH: Tο γιατρό.
KAPAΓKIOZHΣ: Eκάνατε λάθος στην πόρτα. Eδώ δεν είναι ιατρείον, εδώ είναι λορδοκομείον.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ:

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ: Η ΤΙΤΑΝΟΜΑΧΙΑ

Από την ιστοσελίδα: http://www.mythologia.8m.com/

Ο Δίας πριν εδραιώσει την εξουσία του και γίνει ο απόλυτος κυρίαρχος του Κόσμου είχε να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες. Πάντοτε βέβαια είχε στο πλευρό του τα αδέρφια του τα οποία ελευθέρωσε από το στομάχι του παιδοφάγου Κρόνου. Έτσι σε λίγο καιρό οι Τιτάνες χολωμένοι από την ήττα του Κρόνου και επειδή δε θεωρούσαν σωστό να εξουσιάζει ένας θεός νεότερος απ' αυτούς, κήρυξαν πόλεμο ενάντια στους Ολύμπιους. Οι αθάνατοι χωρίστηκαν σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα. Οι Τιτάνες από τη μια πλευρά, με αρχηγό τους τον Κρόνο, χρησιμοποίησαν για οχυρό τους το όρος Όθρη• η ομάδα του Δία από την άλλη είχε για προκάλυμμά της τον Όλυμπο.
Παλιοί και νέοι θεοί, αρσενικά και θηλυκά, πήραν μέρος σ' αυτόν τον πόλεμο. Όμως από την Τιτανογενιά δεν ήταν όλοι με το μέρος του Κρόνου. Η φοβερή Ωκεανίδα Στύγα μαζί με τα τέσσερα παιδιά της, το Κράτος, τη Βία, τον Ζήλο και τη Νίκη έσπευσαν στο πλευρό του Δία. Αλλά και ο ίδιος ο πατέρας της, ο Ωκεανός, ο πρωτότοκος γιος του Ουρανού, λένε πως βοήθησε τον ανιψιό του ή τουλάχιστον πως έμεινε ουδέτερος σ' αυτή τη φοβερή θεομαχία. Επίσης, ο Προμηθέας, ο γιος του Τιτάνα Ιαπετού, σ' αυτόν τον πόλεμο έγινε πρωτοπαλίκαρο και συμβουλάτορας του Δία.
Το πιο σημαντικό όμως για την παράταξη των Ολυμπίων ήταν πως η μάνα Γη, αυτή η παγκόσμια θεά της γονιμότητας, δεν υποστήριξε τα παιδιά της, αλλά στάθηκε στο πλευρό του εγγονού της, δίνοντάς του πολύτιμες συμβουλές σε κάθε δύσκολη στιγμή. Επιπλέον, από τις Τιτανίδες δεν έλαβαν μέρος στον πόλεμο η Θέμιδα και η Μνημοσύνη, που έγιναν αργότερα σύζυγοι του Δία και τιμήθηκαν στον Όλυμπο.Δέκα ολόκληρα χρόνια κρατούσε η φοβερή αναμέτρηση, μα ο αγώνας ήταν αμφίρροπος. Άλλοτε η πλάστιγγα έγερνε προς την πλευρά των Τιτάνων και άλλοτε προς την πλευρά των Ολυμπίων. Το σύμπαν ολόκληρο ταραζόταν, μα την τελική νίκη δεν την κέρδιζε καμιά παράταξη.
Σε μια πολύ δύσκολη στιγμή για την ομάδα του, ο Δίας έτρεξε γεμάτος αγωνία στη γιαγιά του, τη Γαία. Φίλησε τα χέρια της με σεβασμό και ζήτησε τη συμβουλή της. Τότε αυτή ...
Από την ιστοσελίδα: www.mythologia.8m.com

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

Ο Βραχμάνος, η Τίγρη και το Τσακάλι - Ινδικό Παραμύθι

Μια φορά κι ένα καιρό, ένας Βραχμάνος κίνησε να πάει σ' ένα προσκύνημα. Στο δρόμο του, είδε μια τίγρη κλειδωμένη μέσα σ' ένα κλουβί να ξαπλώνει νωχελικά. Βλέποντας το καημένο το θηρίο το λυπήθηκε, που ήταν αιχμάλωτο. Αλλά μετά, σκεφτόμενος τι μεγάλο κίνδυνο θα αποτελούσαν τα άγρια ζώα αν δεν ήταν φυλακισμένα, αποφάσισε να συνεχίσει την πορεία του.

"Ω Βραχμάνε, ω ευγενή Βραχμάνε," τον κάλεσε η τίγρη, που είχε διακρίνει τη συμπάθεια στο βλέμμα του άγιου περιπλανητή, "λυπήσου με. Ελευθέρωσέ με προτού φύγεις. Είμαι διψασμένη και θέλω να πάω σ' εκείνο το ρυάκι να πιω νερό."

"Δεν θα τολμούσα να σε αφήσω ελεύθερη," είπε ο Βραχμάνoς, κατευθύνοντας τα βήματά του πίσω στο κλουβί. "Όχι, δεν θα τολμούσα να σε αφήσω ελεύθερη, επειδή θα με έτρωγες προτού να πας για να πιεις νερό στο ρυάκι. Όχι, φοβάμαι ..."

"Ω άγιε βασιλιά, ω αληθινά αφοσιωμένε πατέρα," ικέτευσε η τίγρη με δάκρυα στα μάτια, "σε παρακαλώ, λυπήσου με. Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ πολύ, δείξε οίκτο για μένα. Δε θα μπορούσα να είμαι τόσο αγνώμων ώστε να σε φάω ως αντάλλαγμα για την καλοσύνη σου. Ω, πως μπόρεσες να σκεφτείς κάτι τέτοιο;"

Ο Βραχμάνος συγκινήθηκε πολύ από την ικεσία της τίγρης, και έτσι ...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΕΔΩ:

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010

Οι δώδεκα μήνες. Λαϊκό παραμύθι

Μια φορά κι έναν καιρό μια χήρα γυναίκα και πολύ φτωχιά είχε πέντε παιδιά κι ήταν τόσο φτωχιά, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Και δεν έβρισκε και δουλειά για να δουλέψει, μόνο μια φορά την εβδομάδα την φώναζε μια αρχόντισσα γειτόνισσά της, και της ζύμωνε το ψωμί της και της έδινε για τον κόπο της μηδεκάν ένα γωνιάδι ψωμί να πάει στα παιδιά της να φάνε· μόν’ έφευγε η καημένη με τα ζυμάρια στα χέρια κι ερχότανε στο σπίτι της κι εκεί τα έπλυνε με παστρικό νερό και κείνο το νερό το έβραζε και γινόταν κομμάτι σαν χυλός και τρώγανε τα παιδιά της. Και μ’ αυτόν το χυλό ήταν όλη την εβδομάδα χορτάτα, όσο να ξαναζυμώσει πάλι η μάνα τους στην αρχόντισσα και νά ’ρθει πάλι η μάνα τους με τ’ άνιφτα τα χέρια και να τους κάνει πάλι χυλό.
Και τα παιδιά της αρχόντισσας με τόσα και τόσα φαγιά, πολλά και παχιά, και με το αφράτο το ψωμί δε θρεβότανε, μόν’ ήτανε σαν τσίροι. Τα παιδιά όμως της φτωχιάς θρεβότανε και παχαίνανε και ήτανε σαν μπαρμπουνάκια. Και σάστιζε η αρχόντισσα και το ’κανε κουβέντα στις φιλενάδες της κι οι φιλενάδες της τής είπαν:
Διαβάστε τη συνέχεια του παραμυθιού πατώντας εδώ:

Το χρυσόψαρο. Λαϊκό παραμύθι

Μια φορά ήταν ένας φτωχός ψαράς, κι όλη νύχτα αγωνιζόταν να πιάσει ψάρι και ψάρι δεν έπιανε. Κόντεψε τέλος η αυγή, έριξε πάλι τ’ αγκίστρι του κι έλεγε απομέσα του: «Ω, Θεέ μου, δυστυχία! σήμερα θα πεθάνουν τα παιδιά μου απ’ την πείνα».
Του φάνηκε τότε πως τσίμπησε ψάρι και τράβηξε τ’ αγκίστρι. Τι να δει! Ένα ψαράκι χρυσό! Έκανε να το βγάλει απ’ τ’ αγκίστρι κι άκουσε μια φωνή να του λέει: «Ρίξε το ψαράκι το χρυσό στο γιαλό, και θα δεις καλό».
– Ε, λέει με το νου του, να το ρίξω! έτσι κι έτσι δεν θα μου κάμει τίποτε ένα ψαράκι.
Και το ’ριξε στη θάλασσα. Πάλι ακούει την ίδια φωνή να του λέει:
– Τι καλό θέλεις να σου κάμω;
– Ε, λέει, να πάω στο σπίτι μου και να βρω ψωμιά και φαγιά.
Σαν πήγε στο σπίτι του, τα ήβρεν όλα όπως του είπε η φωνή. Είπε την ιστορία όλη στη γυναίκα του.
– Αχ, καλέ, του λέει αυτή, αντί να ζητήσεις, τίποτε καλό, ζήτησες ψωμιά και φαγιά;
– Ε, καλά, της λέει αυτός. Αν το ξαναπιάσω, τι θέλεις να του ζητήσω;
Η γυναίκα τού είπε να ζητήσει παλάτια!
Επήγεν ο καημένος ο ψαράς, έριξε το δίχτυ κι έπιασε πάλι το χρυσόψαρο. Έκανε να το βγάλει πάλι απ’ τ’ αγκίστρι και άκουσε τη φωνή: «Ρίξε το ψαράκι το χρυσό στο γιαλό, και θα δεις καλό».
Το έριξε, κι άκουσε πάλι τη φωνή: «Τι καλό θέλεις να σου κάμω;» κι αυτός εζήτησε παλάτια.
Πάει στο σπίτι του και τι να δει; παλάτια ωραιότατα!
– Αχ, του λέει η γυναίκα του, να πά’ να το ξαναπιάσεις και να του ζητήσεις συ να γίνεις βασιλιάς κι εγώ βασίλισσα.
Επήγε πάλι κι έκαμεν όπως έκαμνε και τις άλλες φορές, άκουσε τη φωνή και ζήτησε ό,τι του είπε η γυναίκα του. Μα πάει κατόπι στο σπίτι του, και τι να δει; Μια καλύβα όπως πρώτα, και τα παιδιά του πεινασμένα.

(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος πρώτο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2010

Το Παιδί του Γεφυριού : Κυπριακό Παραμύθι

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας άνθρωπος που είχε έναν υπηρέτη. Ότι του έλεγε έκαμνε, ήταν έμπιστος πολλά. Ο άνθρωπος όμως τούτος, ο άρχοντας, δεν έκαμνε παιδί. Έκαμνε τάματα στους αγίους, έκαμνε ελεημοσύνες, πολλά καλά, βοηθούσε τα ορφανά, τες χήρες, του γέρους...
Ήταν ένας ποταμός κοντά στο χωριό τους. Άμα έβρεχε, κατέβαινε ο ποταμός, ορμητικός, πλατύς, και δεν μπορούσαν οι ανθρώποι να τον περάσουν, περίμεναν μέχρι να ησυχάσει και μετά. Λέει ο άνθρωπος μέσα του:
- Θα κτίσω κι ένα γιοφύρι να περνούν τα πλάσματα, να πηγαίνουν στη δουλειά τους και ίσως μου πέμψει ο Θεός ένα παιδί.

Πράγματι, έκτισε ένα μεγάλο γιοφύρι, ώσπου να χειμωνιάσει, ήταν τελειωμένο. Ότις κι ετελέψαν το κτίσιμο, λέγει στον υπηρέτη, τον μισθωτό του:
- Να πας να μπεις κάτω από το γιοφύρι, ν' αγροικήσεις τι θα λαλούν εκείνοι που θα περνούν από πάνω.
Ο υπηρέτης επήγε, ενέβην κι έκατσε κάτω από το γιοφύρι. Περνούσαν τα πλάσματα ένας - ένας κι έλεγαν:
- Έκαμε πολλά καλά τούτος ο άνθρωπος, μα τούτο το γιοφύρι είναι το καλύτερο πράγμα που μας έκαμε. Περνάς χαρά σου, μήτε να φοβηθείς τον ποταμό, μήτε τίποτε. Ο Θεός να του χαρίνει τη γυναίκα του και να του χαρίσει κι ένα παιδί.
Πέρασε αρκετή ώρα, περνούσαν άλλοι, άλλοι, τα ίδια λαλούσαν, κι εύχονταν υπέρ του ανθρώπου. Ύστερα ήρθαν τρεις - ήταν η Αγία Τριάδα. Ακούμπησαν πάνω στα κάγκελα του γιοφυριού και λαλεί η Αγία Τριάδα:
- Για τούτο το καλό και για όλα τα καλά που έκαμε ο άνθρωπος τούτος θα του πέμψει ο Θεός ένα παιδί, που άμα γίνει πέντε χρονών, ότι πει θα γίνεται.
Ο υπηρέτης άκουσε, φθόνησεν όμως η ψυχή του κι όταν νύχτωσε, αντί να πάει να πει στον αφέντη του τι άκουσε, πήγε και του είπεν άλλα:
- Περνούσαν τα πλάσματα, στέκονταν κι έλεγαν: "Ε, και τούτος... έκτισε ένα γιοφύρι και νομίζει ότι είναι κάμποσος. Τούτα όλα που κάμνει είναι αππώματα, καμώματα και κάμποσες περιχάρισες". Δεν είπαν τίποτε καλό για σένα.
Λυπήθηκε ο άνθρωπος, όμως δεν είπε τίποτε. Στο μεταξύ, έμπα μέρα, έβγα μέρα, εγκαστρώθη η γυναίκα του. Ήρθε η ώρα γέννησε, πήραν το μωρό οι γειτόνισσες, το περιποιήθηκαν, το τύλιξαν και το έβαλαν στην κούνια. Φρόντισαν και την μάνα του κι έφυγαν. Η γυναίκα κουρασμένη εκοιμήθη. Πάει τότε ο υπηρέτης, πιάνει το μωρό και το παίρνει έξω του χωριού, σε μια γυναίκα που ανάγιωνε τα μωρά, άμα πέθαινε η μάνα τους. Της λέει:
- Πάρε τούτο το μωρό να το αναγιώσεις κι ότι δαπανήσεις κι ότι θέλεις θα σε πλωρώσω. Έβγαλε μάλιστα κι της έδωσε κι ένα πεντόλιρο.
- Ε, μείνε ήσυχος, γιέ μου, εγώ αυτή τη δουλειά κάμνω.
- Α! Να το φροντίζεις ώσπου να γίνει πέντε χρονών.
Αφήνει το μωρό στη γυναίκα και πάει βουριτός πίσω στο σπίτι του αφεντικού του. Πιάνει, έσφαξε μιαν όρνιθα, παίρνει το γαίμα της και το βάλει πάνω στα χείλη και στα στήθη και στα χέρια της λεχώνας.
Σηκώνεται ο άντρας της λεχώνας το πρωΐ, πάει να δει το μωρό, δεν υπάρχει μωρό.
- Παναγία μου, Κυκκώτισσα μου! Μα τι έγινε το μωρό μας;
- Έρχεται τότε ο υπηρέτης κοντά:
- Μα τι έπαθες, αφέντη;
- Παναγία μου, χάθηκε το μωρό!
- Δεν βλέπεις, ά... φεντη πως το έφαγε η μάνα του; Δεν καταλαβαίνεις καθόλου ότι το έφαγε η γυναίκα σου; Δες, το έφαγε. Δες τα χείλη της, τα χέρια της, τα στήθη της... το έφαγε.
- Γυρίζει ο καημένος ο άνθρωπος και λέει στη γυναίκα του που στο μεταξύ είχε ξυπνήσει από τες φωνές :
- Τι έκαμες βρα; Έφαγες το μωρό μας, κόρη ασυγχώρητη;
Η γυναίκα έμεινε με ενοικτό το στώμα.
- Δεν καταλαβαίνω τίποτε. Για τ΄όνομα του Θεού και της Παναγίας, είναι δυνατό να φάω το μωρό μου; Φώναζε, έκλαιε, δεν ήξερε τι να κάμει, ήταν για να πελλάνει.
Έρχεται στο μεταξύ η Αστυνομία, την έπιασαν και την επήραν έτσι λεχώνα όπως ήταν στο νοσοκομείο κι άμα έγιανε την έβαλαν στη φυλακή.
Ο καημένος ο άντρας της έμεινε μόνος του, δεν ήξερε τι να κάμει, ήθελε να ποθάνει από το μαράζι του. Πήγαινε κάθε μήνα στη φυλακή κι έβλεπε τη γυναίκα του.
Όμως, να τους αφήκομεν τούτους και να πάμε στο παιδί.
Έμπα μέρα, έβγα μέρα, έγινε πέντε χρονών. Πήγε ο υπηρέτης εκείνος, πλήρωσε τη γυναίκα που το έγλεπε, και πήρε το παιδί. Πήγε τότες και κάθισε απέναντι των σπιτιών του βασιλέα και λέει στο παιδί :
- Να πεις να γίνει ένα σπίτι καλύτερο από το σπίτι του βασιλιά, επιπλωμένο όπως ένι τα πράγματα που έχει ο βασιλιάς.
- Ε, να γίνει ένα σπίτι καλύτερο από το σπίτι του βασιλιά, είπε το παιδί.
Πράγματι, έγινεν ένα παλάτι θαύμα, με τα πράγματα μέσα, ότι χρειαζόταν. "Να πεις να΄χει ψωμιά, να πεις να΄χει λεφτά, να πεις να' χει...", πρόστασσε συνέχεια εκείνος ο υπηρέτης και το παιδί έλεγε και γένονταν όλα.
Μια μέρα ο υπηρέτης πήγε και ζήτησε την κόρη του βασιλιά. "Να μου δώκεις την κόρη σου, έχω και παράδες πολλούς, αμέτρητους, κι ότι θέλεις. Να τα σπίτια μου και τα πράγματα μου...".
Του την έδωκε ο βασιλιάς και την πήρε στο σπίτι του. Ήταν όμως ένας σκυλόκακος... πήγαινε κι έπινε και μεθούσε κι έλεμνε την κόρη του βασιλιά μέρα - νύχτα.
Μια νύχτα, ο υπηρέτης έλειπε πάλι, πήγε να πιει. Το παιδί σκέφτηκε: θα' ρθει πάλι τώρα και θ΄αντακώσει φωνές, θα πάω να κρυφτώ κάτω από την μονή". Μπήκε κάτω από τη μονή. Γύρω - γύρω η μονή είχε ρούχο (όπως τα σκλουβέρκα) ως κάτω χαμαί και δεν φαινόνταν. Ο υπηρέτης ήρθε τα μεσάνυχτα μεθυσμένος, αρχίνησε τες φωνές, ενά κακό....
- Είσαι τέλεια πελλός, λαλεί του η βασιλοπούλα. Στο φρενοκομείο έπρεπε να σε πάρουν αντί να σε παντρέψουν μ΄ εμένα να με βασανίζεις. Φρενοκομείο ήθελες.
- Φρενοκομείο εγώνι; Να' ξερες τι κατάφερα εγώνι!
Και της είπε την ιστορία από την αρχή, όταν έκατσε κάτω από το γιοφύρι. Το παιδί στο μεταξύ αγροικούσε.
- Ήμουν από κάτω ΄κει όταν ήρθαν τρία πλάσματα και είπαν ότι ο αφέντης μου θα κάμει ένα μωρό που άμα γινεί πέντε χρονών, ότι πει θα γένεται. Κι ότις και γέννησεν πήγα κι πήρα το μωρό κι άλειψα τη μάνα του κάμποσο γαίμα της όρνιθας. Εγώ και ο άντρας της είπαμε πως το' φαγε, και την πήρε η Αστυνομία και την έβαλε στη φυλακή. Μετά από πέντε χρόνια, ανάλαβα το κοπελούδιν, κι είπε κι εγίνη τούτο το παλάτι. Γίνηκε το ένα, γίνηκε το άλλο. Εγώνι τα κατάφερα μια χαρά κι εσούνι θα μου πεις πως είμαι πελλός;".
Άμα κι άκουσε όλα τούτα, το παιδί εξέβην από την μονή και λέει του υπηρέτη:
- Η μάνα μου είναι στη φυλακή κι ο κύρης μου μαραζώνει; Να γίνεις ένας σκύλος αλυσοδεμένος!
Ξαφνικά ο υπηρέτης έγινε ένας σκύλος αλυσοδεμένος κάτω στο πάτωμα, κι έλασσε.
Λαλεί της κοπελούδας το παιδί:
- Να πάεις στον κύρη σου, γιατί δεν είναι πλάσμαν τούτο και θα γενεί πάλι τούτος ο τόπος εδώ έρημος.
Παίρνει τότε η κοπελούδα ότι είχε δικό της κι έφυγε.
Λέει τότες το παιδί:
- 'Οπως ήταν πριν χωράφι, χωράφι να γενεί πάλι τούτος ο τόπος. Εγίνη! Πιάνει τότε το σκύλο από την αλυσίδα κι ελάμνησε.
- Λάμνε, λάμνε, πήγε και βρήκε το χωριό του. Ρώτησε, βρήκε το σπίτι του, ενέβην έσω, βρήκε τον κύρη του, λαλεί του:
- Ίντα κάμνεις εδώ;
- Ίντα να κάμω ο κακότυχος; Κλείω τη μοίρα μου.
- Γιατί είσαι κακότυχος;
- Έτσι κι έτσι πάθαμε.
- Θωρείς τούτον το σκύλο; Είναι ο υπηρέτης σου.
- Ο υπηρέτης μου;
- Ναι, ήρθαν πάνω στο γιοφύρι τρία πλάσματα ενώ ο υπηρέτης σου ήταν από κάτω κι αγροίκαν. Αυτά τα τρία πλάσματα ήταν η Αγία Τριάδα κι είπε ότι θα κάμεις ένα μωρό που άμα γινεί πέντε χρονών, ότι πει θα γένεται. Κι έκαμες εμένα. Τούτος ο υπηρέτης, έσφαξε μια όρνιθα κι έχρισε τη μάνα μου γαίμα, τάχα πως μ' έφαγε. Και πού ένι η μάνα μου τώρα;
- Ένι στην φυλακή. Λάμνε να πάμε να την εύρομεν.
Σηκώνουνται, πήγαν και την ηύραν, λαλεί της ο άντρας της:
- Δες το μωρό που έκαμες.
- Το μωρό που έκαμα; Κυρι΄ελέησον, Παναγία μου Δέσποινα!
Της είπαν κι εκείνης ότι έγινε, την έβγαλαν από τη φυλακή και πήγαν εις τα σπίτια τους. Τότε ο άνθρωπος εκείνος λέγει:
- Έλεγε πως ήταν έμπιστος, και τόν επίστευα, μα δες κακό που μου΄καμε! Να τον Σκοτώσομε!
- Όχι πατέρα, λαλεί του το παιδί, τώρα θα δεις, θα πω να χαθεί, να μην ευρεθεί πια. Α! Τούτος ο σκύλος να χαθεί να πάει στ΄άγρια όρη, να μην έρθει πια ποτέ στον κόσμο.
Αμέσως χάθηκε ο σκύλος.
Έμεινε ο άνθρωπος εκείνος με τη γυναίκα του και το παιδί τους κι επέρασαν ζωή χαρισάμενη.

Κυπριακό Παραμύθι  (από την ιστοσελίδα http://noctoc-noctoc.blogspot.com/

αγρικούσε=άκουγε αππώματα=καμώματα, πελλάνει=τρελλάνει, ελάμνησε=προχώρησε, βουριτός=τρεχάτος

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2010

«Ο Μικρός Πρίγκιπας» ζωντανεύει στο Νέο Ψηφιακό Πλανητάριο του Ιδρύματος Ευγενίδου

Σε ένα προσωπικό ταξίδι στη χαμένη παιδική αθωότητα, αυτή που λέγεται ότι όλοι οι «μεγάλοι» έχουμε καλά κρυμμένη μέσα μας, μας προσκαλεί ο «Μικρός Πρίγκιπας» του Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ. Αυτή τη φορά το συμβολικό του ταξίδι ξετυλίγεται στο θόλο του Νέου Ψηφιακού Πλανηταρίου του Ιδρύματος Ευγενίδου, μέσα από τη νέα ψηφιακή παράσταση με τον ομώνυμο τίτλο.
Οι προβολές ξεκινούν την Τετάρτη, 3 Φεβρουαρίου και θα γίνονται κάθε Σαββατοκύριακο (ώρες: 10:30, 13:30,16:30. Πληροφορίες στο τηλ.: 210 9469600).
Μισό και περισσότερο αιώνα μετά τη δημιουργία του παραμυθιού που έμελλε να συντροφεύσει τις προσωπικές αναζητήσεις τουλάχιστον 80 εκατομμυρίων ανθρώπων πάνω στη Γη -όσα δηλαδή και τα αντίτυπα που έχουν πουληθεί μέχρι σήμερα-, οι εικόνες και το κείμενο που χάρισε στην ανθρωπότητα ο Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ, ζωντανεύουν σε μια ψηφιακή παράσταση που σέβεται και ακολουθεί πιστά το έργο του μεγάλου συγγραφέα.
Η ψηφιακή παράσταση «Ο Μικρός Πρίγκιπας» έχει την υποστήριξη από μια ομάδα γνωστών ηθοποιών, οι οποίοι αγκαλιάζουν το έργο με ιδιαίτερη αγάπη, χαρίζοντας τις φωνές τους και δημιουργώντας μία υπέροχη παράσταση.
Ο Σπύρος Παπαδόπουλος στο ρόλο του πιλότου, η Ξένια Καλογεροπούλου στο ρόλο της αλεπούς, η Ζέτα Μακρυπούλια ως τριαντάφυλλο, ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος ως φίδι, ο Βασίλης Καΐλας ως Γεωγράφος και η Ντορίνα Θεοχαρίδου στο ρόλο του Μικρού Πρίγκιπα, δημιουργούν ένα αποτέλεσμα, το οποίο με τη σκηνοθεσία μεταγλώττισης του Αργύρη Παυλίδη, καθηλώνει το θεατή με ευαισθησία και τρυφερότητα.
Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι το βιντεοκλίπ του τραγουδιού «Ο Μικρός Πρίγκιπας», το οποίο, ενταγμένο στην ψηφιακή παράσταση, προβάλλεται επίσης στο θόλο, είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας του Μάριου Φραγκούλη, ο οποίος έγραψε την μουσική και τραγουδά, του Παρασκευά Καρασούλου, που έγραψε τους στίχους, ενώ η σκηνοθεσία είναι του Παναγιώτη Σιμόπουλου.

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Η ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΣΟΦΗ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ. ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΚΑΙ ...ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΥΣ

«Μια φορά και ένα σκοτεινό μεσονύχτι, ήταν μια κουκουβάγια που καθότανε πάνω στο κλαδί μιας βελανιδιάς. Δύο τυφλοπόντικες προσπάθησαν να γλιστρήσουν από δίπλα, απαρατήρητοι. «Γιού-χου!» είπε η κουκουβάγια. «Μας είδατε;» τραυλίσανε εκείνοι, φοβισμένοι και κατάπληκτοι, γιατί δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ήταν δυνατό κανείς να τους διακρίνει στο σκοτάδι. «Ου!» είπε η κουκουβάγια.. Οι τυφλοπόντικες τόβαλαν στα πόδια και είπανε στα άλλα ζώα του κάμπου και του δάσους ότι η κουκουβάγια ήταν το σπουδαιότερο και σοφότερο από όλα τα ζώα, επειδή μπορούσε να βλέπει στο σκοτάδι κι επειδή μπορούσε να απαντάει σε οποιαδήποτε ερώτηση. «Αυτό θα το δούμε», είπε ένα πουλί, ένας καρδινάλιος, και κάλεσε μια νύχτα την κουκουβάγια, όταν ήταν πάλι πολύ σκοτάδι. «Τι σχήμα φτιάχνω τώρα με τα δάχτυλά μου;» είπε ο καρδινάλιος. «Χι», είπε η κουκουβάγια, και λάθος δεν έκανε. «Μπορείτε να μου αναφέρετε λέξιν συνώνυμον του γελώ ή καγχάζω;» ρώτησε ο καρδινάλιος. «Χω», είπε η κουκουβάγια. «Διατί οι άνδρες επιμένουν συνήθως σε αποτυχημένους έρωτας;» «Χούι», είπε η κουκουβάγια..

Ο καρδινάλιος πέταξε στα άλλα ζώα και ανακοίνωσε ότι η κουκουβάγια ήτανε όντως το σπουδαιότερο και σοφότερο πλάσμα στον κόσμο, επειδή μπορούσε να βλέπει μέσα στο σκοτάδι και επειδή μπορούσε να απαντάει σε οποιαδήποτε ερώτηση. «Βλέπει και με το φως της ημέρας το ίδιο καλά άραγε;» ρώτησε μια κόκκινη αλεπού. «Ναι», πετάχτηκε σαν ηχώ ένας μασκαρδίνος. Και ένα κανίς: «Μπορεί να βλέπει και με το φως της ημέρας το ίδιο καλά;» Όλα τα άλλα ζώα ξέσπασαν σε γέλια με αυτή την ηλίθια ερώτηση και τα βάλανε με την κόκκινη αλεπού και την παρέα της και τους εξόρισαν από την περιοχή. Μετά στείλανε έναν αγγελιοφόρο στην κουκουβάγια και της ζητήσανε να γίνει ο ηγέτης τους.

Όταν η κουκουβάγια εμφανίστηκε στο πλήθος των ζώων ήταν καταμεσήμερο και ο ήλιος έλαμπε δυνατά. Ο ηγέτης περπατούσε πολύ αργά, πράγα που έκανε την παρουσία του εξαιρετικά μεγαλοπρεπή, και ατένιζε γύρω του καρφώνοντας εδώ και εκεί τα μεγάλα του μάτια, πράγμα που του έδινε έναν αέρα εντυπωσιακής σοβαρότητας. «Είναι Θεός!» στρίγκλισε μια κότα και οι άλλοι ενώσανε τις φωνές τους και ξανάπανε: «Είναι Θεός!».

Πιάσανε λοιπόν και τον ακολουθούσαν όπου και να πήγαινε, και όταν η κουκουβάγια άρχισε να σκοντάφτει σε διάφορα πράγματα, αρχίσανε και αυτοί να σκοντάφτουν σε πράγματα. Τέλος, εκείνος έφτασε σε μια ασφαλτοστρωμένη ωτοστράτα και άρχισε να βαδίζει στη μέση του καταστρώματος, και όλα τα άλλα πλάσματα από κοντά του. Τότε ένα γεράκι, που λειτουργούσε σαν μοτοσυκλετιστής συνοδείας, αντιλήφθηκε ένα φορτηγό να κατευθύνεται κατά πάνω τους με καμιά εκατοστή χιλιόμετρα την ώρα, και το ανέφερε στον καρδινάλιο, και αυτός το ανέφερε με τη σειρά του στην κουκουβάγια. «Υπάρχει κίνδυνος μπροστά», είπε ο καρδινάλιος. «Γιου-χου!» είπε η κουκουβάγια. Ο καρδινάλιος της λέει: «Δεν φοβόσαστε καθόλου;» «Ουχί», είπε η κουκουβάγια ήρεμα, γιατί δεν μπορούσε να δει το φορτηγό. «Είναι Θεός!» ξαναφώναξαν όλα τα ζώα, και ακόμα φωνάζανε όταν το φορτηγό έπεσε επάνω τους και τα σκόρπισε. Μερικά ζώα τραυματίστηκαν μονάχα, τα περισσότερα όμως, συμπεριλαμβανομένης της κουκουβάγιας, σκοτωθήκανε

Επιμύθιον: Μπορείς να εξαπατάς πάρα πολύ κόσμο επί μεγάλο χρονικό διάστημα».

Από το βιβλίο: «Μύθοι για την εποχή μας» του Τζέημς Θέρμπερ, εκδόσεις Οδυσσέας, 1982,