Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

“Aσαλάτου-αλαζάιν” - Αραβικό παραμύθι

Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας ράφτης φτωχός και λίγο περίεργος που προκαλούσε έκπληξη στους ανθρώπους με τη συμπεριφορά του. Αλλά αυτό που τους παραξένευε πιο πολύ ήταν ο τρόπος που δούλευε. Ανάμεσα σε δύο βελονιές άφηνε το μαγαζάκι του, πήγαινε στο τζαμί και ανέβαινε στο μιναρέ να κοιτάξει προσεκτικά στον ουρανό σαν κάτι να ’ψαχνε. Ύστερα κατέβαινε, γύριζε πίσω στο μαγαζάκι του να περάσει άλλη μια βελονιά και ξαναπήγαινε στο μιναρέ. Αυτό γινόταν όλη μέρα.
Γιατί άραγε; Ποια είναι η ιστορία του;

Λένε λοιπόν πως πολύ παλιά ο φτωχός ραφτάκος ζούσε μόνος του χωρίς γυναίκα και χωρίς παιδιά. Περνούσε τις μέρες του καθιστός να ράβει κελεμπίες και καφτάνια. Όταν κουραζόταν έπεφτε να κοιμηθεί για να ξυπνήσει με την αυγή, να καλέσει τους ανθρώπους για προσευχή, και ζητούσε απ’ τον Αλλάχ να του δώσει μια σύζυγο κι ένα ευτυχισμένο σπίτι.
Μια μέρα λοιπόν κι ενώ ο ράφτης δεν είχε ακόμη τελειώσει το κάλεσμα στην προσευχή, ένας μεγάλος αετός χαμήλωσε δίπλα του. Τον σήκωσε με τα γαμψά του νύχια ψηλά και πέταξαν μαζί.
Πέρασαν ερήμους, πέρασαν θάλασσες. Κάποια στιγμή ο αετός χαμήλωσε κι ακούμπησε το φτωχό ραφτάκο στην άκρη μιας μακρινής πόλης.
Κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν. Κανένας φτωχός και κανένας ζητιάνος δεν γύριζαν στους δρόμους της. Τα πρόσωπα των ανθρώπων ήταν φωτεινά και τα ρούχα τους καθαρά με ζωηρά χρώματα. Ακόμα και στην καρδιά του «σουκ», της αγοράς, δεν άκουγες φασαρία ούτε έβλεπες τσακωμό. Οι άνθρωποι αγόραζαν και πουλούσαν ειρηνικά επαναλαμβάνοντας τη φράση ασαλάτου-αλαζάιν μία ή περισσότερες φορές, έπαιρναν αυτό που ήθελαν κι έφευγαν ευτυχισμένοι και χαμογελαστοί.
Η έκπληξη του έγινε μεγαλύτερη στην παράξενη πόλη όταν στάθηκε μπροστά στο μαγαζάκι ενός ράφτη και είδε τον ιδιοκτήτη του ικανοποιημένο, ευτυχισμένο και καθόλου κουρασμένο να φτιάχνει τις κελεμπίες και τα καφτάνια του. Χαιρετάει και λέει στο αφεντικό του μαγαζιού: «Κι εγώ ράφτης είμαι όπως κι εσύ. Ήρθα στην πόλη σας από χώρα μακρινή. Μήπως έχεις δουλειά για μένα; Γιατί θέλω πολύ να ζήσω σ’ αυτή την ευτυχισμένη πόλη».
Και το αφεντικό τού απαντάει: «Κάθισε και βοήθα με. Η πληρωμή σου θα είναι πενήντα ασαλάτου-αλαζάιν κάθε βδομάδα».
Έτσι έμαθε ο ράφτης μας από τον ιδιοκτήτη του ραφτάδικου πως οι άνθρωποι της πόλης Ασαλάτου Αλαζάιν δεν γνωρίζουν τα χρήματα. Πουλάνε, αγοράζουν και δουλεύουν μόνο με τη φράση ασαλάτου-αλαζάιν. Κάθισε λοιπόν και δούλεψε στο ραφτάδικο και έμεινε έκπληκτος όταν το αφεντικό του άρχισε να του διηγείται τις συνήθειες της περίεργης αυτής πόλης. Όλα τα πράγματα εδώ γίνονται με το ασαλάτου-αλαζάιν, μέχρι και οι γάμοι. Κάθε Πέμπτη βγαίνουν τα κορίτσια της πόλης βόλτα στην παραλία. Κουβαλάνε όλες τους μια στάμνα με νερό και αν κάποιος θέλει να πάρει μια απ’ αυτές για γυναίκα του, δεν έχει παρά να της ζητήσει να πιει νερό από τη στάμνα της, προφέροντας τη φράση ασαλάτου-αλαζάιν. Αν εκείνη συμφωνήσει, τότε γίνεται γυναίκα του.
Περίμενε ο ράφτης ως την Πέμπτη και κατά το απόγευμα πάει στην παραλία. Μια από τις όμορφες κοπέλες συμφωνεί να τον ξεδιψάσει απ' τη στάμνα της, γίνεται γυναίκα του και αρχίζει τη ζωή της μαζί του στο όμορφο σπίτι που αγόρασαν οι δυο τους πληρώνοντας μερικά ασαλάτου-αλαζάιν. Κάθε μέρα που περνούσε, όταν τελείωνε την δουλειά του αγόραζε με τα ασαλάτου αλαζάιν ό,τι επιθυμούσε από την αγορά και βιαζόταν να γυρίσει στη γυναίκα του και στο ευτυχισμένο του σπίτι.
Μια μέρα όμως πηγαίνοντας ο ράφτης στην αγορά βλέπει ένα τεράστιο ψάρι. Δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του ψάρι όμοιο μ’ αυτό. Θέλοντας πολύ να το αποκτήσει λέει στον εαυτό του: «Μ’ αυτό το ψάρι θα φάμε μέχρι να σκάσουμε! Πόσο νόστιμο φαίνεται να είναι το κάτασπρο κρέας του! Η γυναίκα μου θα μου το μαγειρέψει με χίλιους τρόπους!»
Μπαίνει ο ράφτης στο σπίτι του κουβαλώντας το τεράστιο ψάρι του. Τρομάζει η γυναίκα του που τον βλέπει και του λέει: «Τι είναι αυτό που κουβαλάς στα χέρια σου; Σε τύφλωσε η απληστία! Το ψάρι αυτό είναι για να χορτάσουν δέκα άνθρωποι ενώ εμείς είμαστε μόνο δύο! Πήρες απ’ την αγορά πολύ περισσότερα απ’ όσα χρειαζόσουν. Από δω κι εμπρός δεν έχεις πια δικαίωμα να ζεις στην πόλη του Ασαλάτου αλαζάιν».

Ήρθε ο αετός, πήρε το ράφτη στα φτερά του και πέταξαν μακριά. Πέρασαν ερήμους, πέρασαν θάλασσες. Ύστερα τον εναπόθεσε μπροστά στο παλιό του μαγαζάκι κι ο φτωχός ράφτης πέρασε την υπόλοιπη ζωή του αναπολώντας τις όμορφες μέρες που έζησε στην πόλη του Ασαλάτου Αλαζάιν. Γύρισε πίσω στα καφτάνια και στις κελεμπίες του, μόνο που ανάμεσα σε δύο βελονιές, ανέβαινε στο μιναρέ και κοίταζε προσεχτικά τον ουρανό με την ελπίδα μήπως ξαναγυρίσει ο αετός και ξαναπετάξουν μαζί για άλλη μια φορά στη χώρα του Ασαλάτου-αλαζάιν...
Αλλά ο αετός δε γύρισε ποτέ!

ΠΗΓΗ: ioakenanid

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Το λιοντάρι κι η γίδα - Iνδικό Παραμύθι

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μια αγέλη από γίδια που πήγαινε κάθε μέρα για βοσκή, σ' ένα δάσος. Κάποια μέρα, ενώ επέστρεφαν σπίτι, ένα μέλος του κοπαδιού, μια γριά γίδα, κουράστηκε κι έμεινε πίσω. Άρχισε να πέφτει η νύχτα και μια και δεν μπορούσε να βρει το δρόμο της στο σκοτάδι, ζήτησε καταφύγιο σε μια σπηλιά που είδε εκεί κοντά. Αλλά, φανταστείτε την έκπληξή της, όταν μπαίνοντας μέσα βρήκε να κάθεται στο βάθος της ένα λιοντάρι. Τρομοκρατήθηκε και έμεινε ακίνητη για μια στιγμή, αλλά μετά μαζεύοντας όλο το θάρρος της, αναλογίστηκε τι θα μπορούσε να κάνει για να σωθεί. "Αν προσπαθήσω να τρέξω," σκέφτηκε, "το λιοντάρι θα με πιάσει, αλλά αν δείξω γενναιότητα και τσαμπουκά απέναντί του, ίσως καταφέρω να επιβιώσω."

Έτσι, περπάτησε με αναίδεια προς το μέρος του λιονταριού, χωρίς να δείξει το παραμικρό ίχνος φόβου. Το λιοντάρι την κοίταξε καλά, την κοίταξε και την ξανακοίταξε, αλλά δεν ήξερε τι να υποθέσει σχετικά με το θάρρος αυτής της συνηθισμένης γίδας, που δεν έμοιαζε με καμιά άλλη της φυλής της, αφού ούτε μία απ' αυτές δεν τόλμησε ποτέ να το πλησιάσει. Τελικά σκέφτηκε ότι αυτή δε θα μπορούσε να είναι γίδα, αλλά κάποιο άλλο παράξενο ζώο, που δεν ξαναείδε ποτέ.

"Ποια είσαι, γριά μου;" ρώτησε με ευγένεια.

"Είμαι η βασίλισσα των γιδιών," απάντησε, "Είμαι λάτρης του θεού Σίβα, και έχω πάρει όρκο να καταβροχθίσω εκατόν τίγρεις, είκοσι πέντε ελέφαντες και δέκα λιοντάρια προς τιμήν του. Έχω ήδη φάει τις εκατόν τίγρεις και τους είκοσι πέντε ελέφαντες και τώρα αναζητώ τα δέκα λιοντάρια."

Το λιοντάρι έγινε εξαιρετικά ανήσυχο ακούγοντας τα λόγια της γίδας, και πιστεύοντας ότι όντως αυτή ήρθε για να τον καταβροχθίσει, γλίστρησε έξω από τη σπηλιά λέγοντας σα δικαιολογία ότι ήθελε να πλύνει το πρόσωπό του στο ποτάμι.

Καθώς έσπευσε να απομακρυνθεί, συνάντησε ένα τσακάλι, που βλέποντας το βασιλιά των ζώων πανικόβλητο, τον ρώτησε τι συμβαίνει.

Το λιοντάρι μίλησε στο τσακάλι με λίγα λόγια για τη συνάντησή του μ' ένα παράξενο ζώο, που μοιάζει πολύ με γίδα, αλλά που δεν έχει κανένα ίχνος απ' τη δειλία της τελευταίας.

Το τσακάλι ήταν πολύ έξυπνο. Σύντομα μάντεψε ότι εκείνο που προκάλεσε όλο αυτό το σαματά ήταν απλά μια δυστυχής γριά γίδα. Και προσπάθησε να πείσει γι' αυτό το λιοντάρι, λέγοντάς του ότι όλη τούτη η ιστορία ήταν ένα κόλπο που εμπνεύστηκε ένα αδύναμο γέρικο ζώο, ώστε να σώσει το τομάρι του.

"Άντε, μάζεψε το θάρρος σου και έλα μαζί μου πίσω στη σπηλιά σου, και φτιάξε στον εαυτό σου ένα γεύμα απ' αυτήν την υποκρίτρια," εισηγήθηκε.

Το λιοντάρι ακολούθησε τη συμβουλή και επέστρεψε στη σπηλιά με το τσακάλι.

Μόλις η γριά γίδα είδε το λιοντάρι να επιστρέφει, κατάλαβε ότι το πονηρό τσακάλι, που ήταν μαζί του, ήταν υπεύθυνο γι' αυτή την εξέλιξη. Αλλά δεν έχασε το κουράγιο της. Περπάτησε προς το μέρος τους και, υιοθετώντας μια αξιοπρεπή στάση, είπε στο τσακάλι:

"Μ' αυτό τον τρόπο ακολουθείς τις διαταγές μου; Σ' έστειλα για να μου φέρεις δέκα λιοντάρια για να τα φάω όλα μαζί, και μου έφερες μόνο ένα. Θα σε γδάρω γι' αυτή σου την αμέλεια!"

Μόλις το λιοντάρι άκουσε αυτά τα λόγια, σκέφτηκε ότι προδόθηκε από το τσακάλι, κι έτσι του ρίχτηκε με φοβερή οργή και το καταβρόχθισε. Στο μεταξύ, η γίδα, κατάφερε να γλιστρήσει έξω από τη σπηλιά και έτσι να γλυτώσει απ' τα σαγόνια του λιονταριού.