Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μια αγέλη από γίδια που πήγαινε κάθε μέρα για βοσκή, σ' ένα δάσος. Κάποια μέρα, ενώ επέστρεφαν σπίτι, ένα μέλος του κοπαδιού, μια γριά γίδα, κουράστηκε κι έμεινε πίσω. Άρχισε να πέφτει η νύχτα και μια και δεν μπορούσε να βρει το δρόμο της στο σκοτάδι, ζήτησε καταφύγιο σε μια σπηλιά που είδε εκεί κοντά. Αλλά, φανταστείτε την έκπληξή της, όταν μπαίνοντας μέσα βρήκε να κάθεται στο βάθος της ένα λιοντάρι. Τρομοκρατήθηκε και έμεινε ακίνητη για μια στιγμή, αλλά μετά μαζεύοντας όλο το θάρρος της, αναλογίστηκε τι θα μπορούσε να κάνει για να σωθεί. "Αν προσπαθήσω να τρέξω," σκέφτηκε, "το λιοντάρι θα με πιάσει, αλλά αν δείξω γενναιότητα και τσαμπουκά απέναντί του, ίσως καταφέρω να επιβιώσω."
Έτσι, περπάτησε με αναίδεια προς το μέρος του λιονταριού, χωρίς να δείξει το παραμικρό ίχνος φόβου. Το λιοντάρι την κοίταξε καλά, την κοίταξε και την ξανακοίταξε, αλλά δεν ήξερε τι να υποθέσει σχετικά με το θάρρος αυτής της συνηθισμένης γίδας, που δεν έμοιαζε με καμιά άλλη της φυλής της, αφού ούτε μία απ' αυτές δεν τόλμησε ποτέ να το πλησιάσει. Τελικά σκέφτηκε ότι αυτή δε θα μπορούσε να είναι γίδα, αλλά κάποιο άλλο παράξενο ζώο, που δεν ξαναείδε ποτέ.
"Ποια είσαι, γριά μου;" ρώτησε με ευγένεια.
"Είμαι η βασίλισσα των γιδιών," απάντησε, "Είμαι λάτρης του θεού Σίβα, και έχω πάρει όρκο να καταβροχθίσω εκατόν τίγρεις, είκοσι πέντε ελέφαντες και δέκα λιοντάρια προς τιμήν του. Έχω ήδη φάει τις εκατόν τίγρεις και τους είκοσι πέντε ελέφαντες και τώρα αναζητώ τα δέκα λιοντάρια."
Το λιοντάρι έγινε εξαιρετικά ανήσυχο ακούγοντας τα λόγια της γίδας, και πιστεύοντας ότι όντως αυτή ήρθε για να τον καταβροχθίσει, γλίστρησε έξω από τη σπηλιά λέγοντας σα δικαιολογία ότι ήθελε να πλύνει το πρόσωπό του στο ποτάμι.
Καθώς έσπευσε να απομακρυνθεί, συνάντησε ένα τσακάλι, που βλέποντας το βασιλιά των ζώων πανικόβλητο, τον ρώτησε τι συμβαίνει.
Το λιοντάρι μίλησε στο τσακάλι με λίγα λόγια για τη συνάντησή του μ' ένα παράξενο ζώο, που μοιάζει πολύ με γίδα, αλλά που δεν έχει κανένα ίχνος απ' τη δειλία της τελευταίας.
Το τσακάλι ήταν πολύ έξυπνο. Σύντομα μάντεψε ότι εκείνο που προκάλεσε όλο αυτό το σαματά ήταν απλά μια δυστυχής γριά γίδα. Και προσπάθησε να πείσει γι' αυτό το λιοντάρι, λέγοντάς του ότι όλη τούτη η ιστορία ήταν ένα κόλπο που εμπνεύστηκε ένα αδύναμο γέρικο ζώο, ώστε να σώσει το τομάρι του.
"Άντε, μάζεψε το θάρρος σου και έλα μαζί μου πίσω στη σπηλιά σου, και φτιάξε στον εαυτό σου ένα γεύμα απ' αυτήν την υποκρίτρια," εισηγήθηκε.
Το λιοντάρι ακολούθησε τη συμβουλή και επέστρεψε στη σπηλιά με το τσακάλι.
Μόλις η γριά γίδα είδε το λιοντάρι να επιστρέφει, κατάλαβε ότι το πονηρό τσακάλι, που ήταν μαζί του, ήταν υπεύθυνο γι' αυτή την εξέλιξη. Αλλά δεν έχασε το κουράγιο της. Περπάτησε προς το μέρος τους και, υιοθετώντας μια αξιοπρεπή στάση, είπε στο τσακάλι:
"Μ' αυτό τον τρόπο ακολουθείς τις διαταγές μου; Σ' έστειλα για να μου φέρεις δέκα λιοντάρια για να τα φάω όλα μαζί, και μου έφερες μόνο ένα. Θα σε γδάρω γι' αυτή σου την αμέλεια!"
Μόλις το λιοντάρι άκουσε αυτά τα λόγια, σκέφτηκε ότι προδόθηκε από το τσακάλι, κι έτσι του ρίχτηκε με φοβερή οργή και το καταβρόχθισε. Στο μεταξύ, η γίδα, κατάφερε να γλιστρήσει έξω από τη σπηλιά και έτσι να γλυτώσει απ' τα σαγόνια του λιονταριού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου