Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Η ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΣΟΦΗ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ. ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΚΑΙ ...ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΥΣ

«Μια φορά και ένα σκοτεινό μεσονύχτι, ήταν μια κουκουβάγια που καθότανε πάνω στο κλαδί μιας βελανιδιάς. Δύο τυφλοπόντικες προσπάθησαν να γλιστρήσουν από δίπλα, απαρατήρητοι. «Γιού-χου!» είπε η κουκουβάγια. «Μας είδατε;» τραυλίσανε εκείνοι, φοβισμένοι και κατάπληκτοι, γιατί δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ήταν δυνατό κανείς να τους διακρίνει στο σκοτάδι. «Ου!» είπε η κουκουβάγια.. Οι τυφλοπόντικες τόβαλαν στα πόδια και είπανε στα άλλα ζώα του κάμπου και του δάσους ότι η κουκουβάγια ήταν το σπουδαιότερο και σοφότερο από όλα τα ζώα, επειδή μπορούσε να βλέπει στο σκοτάδι κι επειδή μπορούσε να απαντάει σε οποιαδήποτε ερώτηση. «Αυτό θα το δούμε», είπε ένα πουλί, ένας καρδινάλιος, και κάλεσε μια νύχτα την κουκουβάγια, όταν ήταν πάλι πολύ σκοτάδι. «Τι σχήμα φτιάχνω τώρα με τα δάχτυλά μου;» είπε ο καρδινάλιος. «Χι», είπε η κουκουβάγια, και λάθος δεν έκανε. «Μπορείτε να μου αναφέρετε λέξιν συνώνυμον του γελώ ή καγχάζω;» ρώτησε ο καρδινάλιος. «Χω», είπε η κουκουβάγια. «Διατί οι άνδρες επιμένουν συνήθως σε αποτυχημένους έρωτας;» «Χούι», είπε η κουκουβάγια..

Ο καρδινάλιος πέταξε στα άλλα ζώα και ανακοίνωσε ότι η κουκουβάγια ήτανε όντως το σπουδαιότερο και σοφότερο πλάσμα στον κόσμο, επειδή μπορούσε να βλέπει μέσα στο σκοτάδι και επειδή μπορούσε να απαντάει σε οποιαδήποτε ερώτηση. «Βλέπει και με το φως της ημέρας το ίδιο καλά άραγε;» ρώτησε μια κόκκινη αλεπού. «Ναι», πετάχτηκε σαν ηχώ ένας μασκαρδίνος. Και ένα κανίς: «Μπορεί να βλέπει και με το φως της ημέρας το ίδιο καλά;» Όλα τα άλλα ζώα ξέσπασαν σε γέλια με αυτή την ηλίθια ερώτηση και τα βάλανε με την κόκκινη αλεπού και την παρέα της και τους εξόρισαν από την περιοχή. Μετά στείλανε έναν αγγελιοφόρο στην κουκουβάγια και της ζητήσανε να γίνει ο ηγέτης τους.

Όταν η κουκουβάγια εμφανίστηκε στο πλήθος των ζώων ήταν καταμεσήμερο και ο ήλιος έλαμπε δυνατά. Ο ηγέτης περπατούσε πολύ αργά, πράγα που έκανε την παρουσία του εξαιρετικά μεγαλοπρεπή, και ατένιζε γύρω του καρφώνοντας εδώ και εκεί τα μεγάλα του μάτια, πράγμα που του έδινε έναν αέρα εντυπωσιακής σοβαρότητας. «Είναι Θεός!» στρίγκλισε μια κότα και οι άλλοι ενώσανε τις φωνές τους και ξανάπανε: «Είναι Θεός!».

Πιάσανε λοιπόν και τον ακολουθούσαν όπου και να πήγαινε, και όταν η κουκουβάγια άρχισε να σκοντάφτει σε διάφορα πράγματα, αρχίσανε και αυτοί να σκοντάφτουν σε πράγματα. Τέλος, εκείνος έφτασε σε μια ασφαλτοστρωμένη ωτοστράτα και άρχισε να βαδίζει στη μέση του καταστρώματος, και όλα τα άλλα πλάσματα από κοντά του. Τότε ένα γεράκι, που λειτουργούσε σαν μοτοσυκλετιστής συνοδείας, αντιλήφθηκε ένα φορτηγό να κατευθύνεται κατά πάνω τους με καμιά εκατοστή χιλιόμετρα την ώρα, και το ανέφερε στον καρδινάλιο, και αυτός το ανέφερε με τη σειρά του στην κουκουβάγια. «Υπάρχει κίνδυνος μπροστά», είπε ο καρδινάλιος. «Γιου-χου!» είπε η κουκουβάγια. Ο καρδινάλιος της λέει: «Δεν φοβόσαστε καθόλου;» «Ουχί», είπε η κουκουβάγια ήρεμα, γιατί δεν μπορούσε να δει το φορτηγό. «Είναι Θεός!» ξαναφώναξαν όλα τα ζώα, και ακόμα φωνάζανε όταν το φορτηγό έπεσε επάνω τους και τα σκόρπισε. Μερικά ζώα τραυματίστηκαν μονάχα, τα περισσότερα όμως, συμπεριλαμβανομένης της κουκουβάγιας, σκοτωθήκανε

Επιμύθιον: Μπορείς να εξαπατάς πάρα πολύ κόσμο επί μεγάλο χρονικό διάστημα».

Από το βιβλίο: «Μύθοι για την εποχή μας» του Τζέημς Θέρμπερ, εκδόσεις Οδυσσέας, 1982,

Ο κυρ-Λάζαρος κι οι δράκοι


Ήταν ένας μπαλωματής και τον έλεγαν Λάζαρο. Και μνια μέρα, όπου μπάλωνε, μαζώθηκαν πολλές μύγες, και τράβησε ένα μπάτσο και σκότωσε σαράντα μύγες. Τότες πήγε κι έφκιακ' ένα σπαθί κι έγραψε "Με μνια τραβησιά σκότωσα σαράντα ψυχές!". Κι αφού το έφκιασε το σπαθί, κίνησε και πήγε στην ξενιτιά. Και σαν πήγε δυο μέρες μακριά από τον τόπον του, ήβρε ένα πηγάδι κι έπεσε κι εκοιμήθηκε. Εκεί εκάθονταν οι δράκοι. Τότες ήρθεν ένας να πάρει νερό κι είδε το Λάζαρο, πού εκεοιμόνταν' είδε και κείνα, που ήταν γραμμένα στο σπαθί του, και πήγε κι είπε και των άλλων. Οι άλλοι του είπαν, να του πει να γένουν βλάμηδες. Πήγεν ο δράκος και τον εφώναξε και του είπε, αν έχει ευκαρίστηση να γένουν βλάμηδες. Ο Λάζαρος του είπε, πως θέλει, και γίνηκαν και κάθονταν αντάμα. Και του είπαν οι δράκοι να πηγαίνουν με την αράδα για νερό καθώς και για ξύλα.
Πήγαν οι δράκοι για ξύλα και για νερό. Ήρθε κι η αράδα του Λάζαρου να πάνει να φέρει νερό.
Ο Λάζαρος με μεγάλη δυσκολία πήγε το ασκί άδειο στο πηγάδι, κι επειδή δε μπορούσε να το φέρει το νερό, δεν το εγέμισε το ασκί, μον' έσκαφτε ολόγυρα το πηγάδι. Οι δράκοι σαν άργησε ο Λάζαρος, εφοβήθηκαν κι έστειλαν έναν, να πάει να ιδεί τι γίνηκε. Ο δράκος πήγε και του είπε: "Τί κάνεις αυτού κυρ-Λάζαρε;" "Δε μπορώ, του λέει, κάθε μέρα να έρχομαι να παίρνω νερό' να φέρω μνια φορά όλο το πηγάδι να ξεγλιτώσω!" "Για όνομα του Θεού, κυρ-Λάζαρε, μη, γιατί ψοφούμε από τη δίψα, πηγαίνουμε εμείς στην αράδα σου."
Του ήρθε του Λάζαρου να φέρει και ξύλα, κι επειδή δεν μπορούσε να φορτωθεί ένα δένδρο καθώς οι άλλοι δράκοι, έδενε όλα τα δέντρα με πέτσες. Και σαν άργησε ως το βράδυ. έστειλαν πάλι οι δράκοι ένα δράκο να ιδεί τι κάνει. "Τί κάνεις αυτού κυρ-Λάζαρε;" του είπε. "Θέλω να φέρω όλο το ρουμάνι μνια φορά για να ξεγλιτώσω.", του λέει. "Μη κυρ-Λάζαρε, γιατί θα ψοφήσουμε απ'το κρύο.
Θα πηγαίνουμε εμείς στην αράδα σου." Και πήρε ο δράκος το δέντρο και το πήγε.
Ύστερ'από κάμποσον καιρό είπαν οι δράκοι να τον σκοτώσουν, κι αποφάσισαν το βράδυ να τον χτυπήσουν όλοι από μνια τσεκουριά. Ο Λάζαρος τα άκουσ'αυτά, και το βράδυ έβαλ'ένα κούτσουρο και το εσκέπασε με την κάπα του. Το βράδυ εχτύπησαν το κούτσουρο όλοι από μνια τσεκουριά και το έκαναν κομμάτια, και πάντεχαν, πως το εσκότωσαν. Αφού αποκοιμήθηκαν οι δράκοι, ο Λάζαρος πήρε το κούτσουρο και τό'ριξε όξω και πλάγιασε και προς τα ξημερώματα εβούγκηξε, και τον άκουσαν οι δράκοι και τον ρώτησαν "Τί έχεις;" Κι αυτός τους είπε ότι κάμποσοι ψύλλοι τον ετσίμποησαν.
Οι δράκοι πάντεχαν, ότι ψύλλους ενόμιζε τις τσεκουριές, και την άλλη μέρα του είπαν, αν έχει παιιδιά, γυναίκα, κι αν θέλει, να του δώσουν ένα ταγάρι φλουριά, και να πηγαίνει στο σπίτι του. Ο Λάζαρος τους είπε, πως έχει ευκαρίστηση να πάρει κι ένα δράκο από αυτούς να του φέρει τα φλουριά στο σπίτι του. Πήρε το δράκο φορτωμένο το φλουρί και πήγε στο σπίτι του.
Στο δρόμο, όπου πήγαινε, του είπε του δράκου: "Στάσου, να πηγαίνω να δέσω τα παιδιά μου, να μη σε φαν!" Πήγε κι έδεσε τα παιδιά του με κάτι σχοινιά παλιά και τους είπε: "Όντας ιδείτε το δράκο, να φωνάζετε 'κρέας από δράκο'." Κι όντας επλησίασ' ο δράκος, εφώναξαν τα παιδιά "Κρειάτο από δράκο!". Ο δράκος με μεγάλη τρομάρα άφηκε τα φλουριά κι έφυγε.
Στο δρόμο όπου πήγαινε ο δράκος, ήβρε μνια αλωπού, και τον ρώτησε, γιατί είναι τρομοκρατημένος τόσο. Κι αυτός της είπε πως τη γλίτωσε, θα τον έτρωγαν τα παιδιά του κυρ-Λάζαρου. "Απ'τα παιδιά του κυρ-Λάζαρου εσκιάχτηκες; Αυτός είχε δυο κότες και τη μνια του την έφαγα εψές, και την άλλη θα πάω να του την φάω τώρα. Κι αν δεν πιστεύεις, έλα κοντά μου να ιδείς, δέσου απ'την ουρά μου." Εδέθηκε ο δράκος απ'την ουρά της αλωπούς, και πήγε να ιδεί. Όντας επλησίασαν το σπίτι του Λάζαρου, ο Λάζαρος εφύλαε με το ντουφέκι, γιατί εσκιαζόνταν απ'τους δράκους. Σαν είδε την αλωπού, όπου έρχονταν μαζί με το δράκο, της είπε: "Δε σου είπα να φέρεις μόνον αυτόν τον δράκο, μούν' να τους φέρεις όλους." Αυτό ακούοντας ο δράκος έγινε άφαντος, κι από τη μεγάλη τη βία, οπού έπαιρνε την αλωπού, εψόφησε. Κι αφού ελευτερώθηκε από τους δράκους ο κυρ-Λάζαρος, έφκιασε το σπίτι του λαμπρό κι έζησε καλά.

από τα "Παραμύθια του λαού μας" (επιμέλεια:Γιώργος Ιωάννου, εικονογράφηση: Ράλλης Κοψίδης)

Η ΑΛΕΠΟΥ, ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΣ

Στα πρώτα και τα παλιά τα χρόνια όλα τα ζώα μαζεύτηκαν σ'έναν τόπο κ' έκαμαν συμβούλιο, για να εκλέξουν βασιλέα. Όλα τα ζώα συμφώνησαν, ότι απ'όλα πιο αντρειωμένο είναι το λιοντάρι και αυτό πρέπει να είναι ο βασιλέας τους. Έβαλαν λοιπόν το στεφάνι στο κεφάλι του λιονταριού και έγινε βασιλέας.
Με χρόνια πολλά το λιοντάρι αρρώστησε και κείτονταν στο στρώμα. Όλα τα ζώα πήγαν και είδαν το βασιλέα τους, που ήταν άρρωστος.
Μια μέρα ο λύκος, ένας άσπρος λύκος, πήγαινε να ιδεί το λιοντάρι. Κει που πήγαινε, βρίσκει στο δρόμο την αλεπού και της λέει:
- Αλεπού, άιντε πάμε να ιδούμε τι κάνει ο πολυχρονεμένος ο βασιλιάς μας είναι άρρωστος.
- Πήγαινε, σαν θέλεις, είπεν η αλεπού ' μήπως είναι εκείνος καλύτερος από μένα και θα πάω εγώ στα πόδια του; Ας έρθει εκείνος στα δικά μου τα πόδια.
Ο λύκος δεν της είπε τίποτε. Εχάρηκε μάλιστα που θα πάει και θα πει στο λιοντάρι "αυτό κι αυτό είπεν η αλεπού", και θα φανή αυτός καλός με το λιοντάρι. Χαιρόταν και πήγαινε στο δρόμο. Η αλεπού πάλι πήγαινε από πίσω του σιγά-σιγά, να ιδή τι θα ειπεί στο λιοντάρι.
Πήγεν ο λύκος, μπήκε μέσα κ' έκατσε κοντά στο λιοντάρι. Η αλεπού στάθηκε πίσω από μια κουρτίνα και άκουε τι λένε.
Σε λίγο λέει το λιοντάρι στο λύκο:
-Αυτή η αλεπού πολύ μας περηφανεύτηκε και δεν είπε: "Ο Βασιλέας είναι άρρωστος, ας πάω να ιδώ τι κάνει".
Του λέει κι ο λύκος:
- Ο Θεός να σε πολυχρονίζει βασιλέα μου. Όταν ερχόμουν, την είδα την αλεπού και της είπα: "Άιντε να πάμε στο βασιλέα τον πολυχρονεμένο, να ιδούμε τι κάνει" και μου είπε: "εγώ δεν θα πάω" μήπως είναι καλύτερος από μένα;"
Είπε τότε το λιοντάρι:
- Ε και νά έπεφτε από πουθενά στα χέρια μου! ήξερα εγώ τι να την έκανα.
Τη στιγμή εκείνη μπήκε μέσα η αλεπού κ' επροσκύνησε τον βασιλέα.
- Αλεπού, της λέει, πού ήσουνα ως τώρα και δεν ήρθες να με δεις;
- Αχ βασιλέα μου, λέει η αλεπού, δεν ξέρεις εγώ που ήμουν! Άκουσα πως ήσουν άρρωστος και ρώτησα που μπορώ να βρω έναν καλό γιατρό και μου είπαν, στο Μπαγδάτι είναι ένας γιατρός ξακουσμένος κι αμέσως ξεκίνησα κ' επήγα στο Μπαγδάτι, για να τον φέρω να σε γιατρέψη. Εκείνος μου είπε: "Εγώ για να πάω δεν είναι ανάγκη. Εγώ ξέρω την αρρώστια του βασιλέα σας. Να σου πω το γιατρικό του και, σαν πας, κάμετέ το: Να κόψετε στη μέση ένα λύκο, έναν άσπρο λύκο, και με το πετσί του να τυλίξετε το βασιλέα σας ' αν δεν το κάμετε αυτό, θα πεθάνει." Εγώ πάλι καθόλου δε στάθηκα" μέσα σε μιαν ημέρα ήρθα.
Ο λύκος καθόταν εκεί δα. Ευθύς το λιοντάρι πρόσταξε κ' έκοψαν το λύκο κ' ετύλιξαν στο πετσί του το λιοντάρι και γιατρεύτηκε.
Τότε είπε το λιοντάρι:
- Ω, του σκύλου το γυιό, το λύκο! Η αλεπού τόσο καλό μου έκαμε κι αυτός πολεμούσε να της κάνει κακό!"
("Ελληνικά Παραμύθια", εκλογή: Γ.Α.Μέγα, εικόνες: Ράλλη Κοψίδη και Φώτη Κόντογλου)

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

Το Χρυσαλιφούρφουρο

Από το ΤΑΞΙΔΙ ΜΕ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ
Το χρυσαλιφούρφουρο

Φίλοι μου, γεια σας και πάλι.

Το ΄χω πει τόσες φορές από αυτή τη στήλη: Η ομορφιά στο τραγούδι, στη μουσική, στην τέχνη γενικότερα βρίσκονται στην απλότητα. Καλή είναι σκέψη, ο «ψαγμένος» στίχος, τα μουσικά τερτίπια, οι συγχορδίες και οι πλούσιες ενορχηστρώσεις, αλλά η απλή μελωδία και ο απλός στίχος, αν κερδίσουν τον ακροατή, αποδεδειγμένα αξίζουν. Τι είναι οι στίχοι; Νήματα που πλέουν στον αιθέρα. Μπορείς ν΄αρπάξεις κάποιο και να δεις πως το νήμα οδηγεί σε ολόκληρο κουβάρι ή σε υφαντό. Μπορείς όμως να πάρεις και διάφορα νήματα και να φτιάξεις μια δική σου εικόνα για τον κόσμο, τη ζωή, τους ανθρώπους.

Τι είναι οι ήχοι; Ίσως να είναι ο αιθέρας. Ίσως να είναι οι φωνές από τα νήματα.

Τι είναι το τραγούδι; Ίσως είναι ένα λουλούδι. Σαν το Χρυσαλιφούρφουρο:

Στα λαγκάδια της Λιλιπούπολης βγαίνει ένα λουλουδάκι
που το λεν Χρυσαλιφούρφουρο και μοιάζει με χρυσό τριανταφυλλάκι.
Φύσα, φύσα το Χρυσαλιφούρφουρο φύσα το την άνοιξη να φέρεις.
Κι αν πετάξει σα φτερό και πούπουλο,κάποιος σ΄ αγαπάει και δεν το ξέρεις.
Χρυσαφένια φλουράκια κρέμονται κάτω από τα πέταλά του.
Και στου Ζέφυρου το παιχνίδισμασα να κουδουνίζει κάπου κάπου.
Φύσα, φύσα το Χρυσαλιφούρφουρο που κρατάς την Άνοιξη στο χέρι.
Και αχ! Αν γίνει σκόνη και χρυσόσκονη, κάποιον αγαπάς και δεν το ξέρει.

Το λουλούδι που φυτρώνει στα λαγκάδια της Λιλιπούπολης, εκτός από όμορφο είναι και μαγικό. Έχει μαντικές ιδιότητες. Μπορεί να σου πει αν κάποιος σε αγαπά, αν κάποιος σε σκέφτεται, να σου φανερώσει μια χαρά που δεν τη γνωρίζεις και δεν την περιμένεις. Μπορεί όμως να σου πει κάτι και για τον εαυτό σου. Να σε ωθήσει να ανακαλύψεις πράγματα που δεν γνώριζες ότι νιώθεις ή ότι μπορείς να νιώσεις.

Ίσως, λέω εγώ, ο κόσμος μας, αυτή η πόλη, η γειτονιά, οι γύρω μας, να είναι κι αυτοί Χρυσαλιφούρφουρα. Ίσως να είμαστε κι εμείς. Δεν θα αρνιόμουν ένα ταξίδι στη Λιλιπούπολη πάντως.

Θοδωρής Σίδερης (άρθρο στο http://www.musicwave.gr/

ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΄ΝΑΙ Η ΝΕΡΑΪΔΑ

Νίκος Καζαντζάκης
“… Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη.
Πηγαινόρχουνταν σαν πνεύμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σα να ‘χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη.
Μπορεί και να ‘ναι η νεράιδα, συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς τη σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε στο παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντιλο, κι από τότε την έφερε σπίτι και την έκαμε γυναίκα του. Κι ολημέρα τώρα πάει κι έρχεται η μάνα μέσα στο σπίτι και ψάχνει να βρει το κεφαλομάντιλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει.
Την κοίταζα να πηγαινοέρχεται, ν’ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω από το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρει το μαγικό κεφαλομάντιλο της και γίνει άφαντη…”
Νικος Καζαντζάκης

“Αναφορά στον Γκρέκο” (απόσπασμα)

Από: http://www.librofan.com/

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

Ο Βοριάς κι ο Ήλιος (Μύθος του Αισώπου)

Μια φορά, ο Ήλιος κι ο Βοριάς έπιασαν μια μεγάλη συζήτηση για το ποιος από τους δυο ήταν ο δυνατότερος.
- Εγώ, έλεγε ο Ήλιος.
- Όχι, εγώ, έλεγε ο Βοριάς.
Κι είχαν τόσο πείσμα, ώστε κανένας τους δεν υποχωρούσε μπροστά στον άλλον.
Έτσι όμως, δεν έβγαινε συμπέρασμα, ούτε θα 'βγαινε ποτέ, τόσο πεισματάρηδες που ήταν κι οι δυο τους.
- Σου προτείνω ένα στοίχημα! είπε τέλος ο Βοριάς.
- Τι στοίχημα; ρώτησε ο Ήλιος.
- Να διαλέξουμε στην τύχη έναν άνθρωπο κι όποιος από τους δυο μας καταφέρει και τον γδύσει, εκείνος θα 'ναι ο δυνατότερος .
- Το δέχομαι το στοίχημα! είπε ο Ήλιος.
Σε λίγο, φάνηκε στον κάμπο ένας άνθρωπος, που πήγαινε ολομόναχος.
Άρχισε τότε, ο Βοριάς, να φυσάει δυνατά.
Ο διαβάτης έσκυψε το κεφάλι του και σταύρωσε τα χέρια του, πάνω στο στήθος, για να προφυλαχτεί από τον αέρα.
Ο Βοριάς φύσηξε πιο δυνατά κι ο διαβάτης, κούμπωσε το ρούχο του κι επειδή ο Βοριάς δυνάμωνε το φύσημά του, ο καημένος ο άνθρωπος έβγαλε μια μάλλινη κουβέρτα, που την κουβαλούσε σ' ένα σακί, και τυλίχτηκε μ' αυτήν, για να μην ξεπαγιάσει.
Όσο πιο δυνατά φυσούσε ο Βοριάς, τόσο πιο σφιχτά τυλιγότανε στην κουβέρτα του ο διαβάτης.
Στο τέλος, ο Βοριάς βαρέθηκε κι έπαψε να φυσάει. Γύρισε στον Ήλιο και του είπε:
- Η σειρά σου τώρα να δοκιμάσεις να τον γδύσεις.
Ο Ήλιος πρόβαλε στον ουρανό, μόλις σταμάτησε να φυσάει ο Βοριάς, κι αμέσως ο διαβάτης έβγαλε από πάνω του την κουβέρτα και την έβαλε στο σακί.
Δυνάμωσε τη λάμψη του ο 'Ηλιος κι ο διαβάτης ξεκούμπωσε το ρούχο του.
Αλλά ο Ήλιος δυνάμωνε όλο και πιο πολύ τη λάμψη του κι ο διαβάτης, που είχε αρχίσει να ιδρώνει, άρχισε να βγάζει ένα-ένα τα ρούχα του, ώσπου, στο τέλος απόμεινε ολόγυμνος και κοιτούσε δεξιά κι αριστερά, μήπως δει κανένα δέντρο για να πάει να ξαπλώσει στον ίσκιο του.
Επειδή όμως δεν έβρισκε δέντρο, έπεσε στο ποτάμι, που περνούσε εκεί κοντά κι έμεινε στο νερό, ώσπου ο Ήλιος, σιγά-σιγά, λιγόστεψε τη λάμψη του.
- Εσύ είσαι ο δυνατότερος! παραδέχτηκε ο Βοριάς, αποχαιρετώντας τον Ήλιο.