Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Ο στύλος της γης και οι Καλικάτζαροι (ελληνική παράδοση για τις γιορτές)

 

Κάτω από τη Γη υπάρχει ένα μεγάλο δένδρο, ωσάν στύλος πελώριος, και γερός, και βαστάει τη γη. Έτσι έλεγαν οι παλαιότεροι. Εκεί κάτω ευρίσκονται όλο το χρόνο οι Καλικάντζαροι και δουλεύουν νύκτα και ήμερα.
Προσπαθούν να κόψουν τον στύλο πού βαστάει τη Γη, γιατί θέλουν να την ιδούν να γκρεμίζεται και να γελούν. Κτυπούν λοιπόν με μικρά τσεκουράκια και πριονίζουν με πριονάκια. Κάθε χρόνο, μόλις ζυγώνουν να το κόψουν, να σου και έρχονται και τα Χριστούγεννα..
-"Άιντε, πάμε τώρα να γλεντήσομε λίγο επάνω στη γη, πειράζοντας τους ανθρώπους, γιορτές ημέρες πού ήρθαν", λένε. "Πάμε, και στο γυρισμό μας το αποκόβομε".
Έρχονται λοιπόν κοντά μας. Τρώνε πίνουν και γλεντούν και πειράζουν τους ανθρώπους κάνοντας ζημιές: Τρυπάνε τα τσουβ΄λια με το αλεύρι, ανοίγουν την κάνουλα στο βαρέλι με το κρασί, τρομάζουνε τα ζωντανά, σκορπίζουν τη στάχτη από το τζάκι, τρομάζουνε τις κακόμοιρες τις γριές και κάνουν κάθε είδους σκανταλιές. Μόλις έρχεται η παραμονή των Φώτων και βγαίνει ο παπάς με την αγιαστούρα τρομάζουν και φεύγουν! Τρέχουν να συνεχίσουν το πριόνισμα του δέντρου που βαστάει τη Γη και να ολοκληρώσουν το σκοπό τους. Στο γυρισμό τους όμως ευρίσκουν το δένδρο να έχει θρέψει. Και τότε αρχίζουν ξανά μανά απ' την αρχή!
Ευτυχώς πού είναι κουτούτσικοι οι Καλικάντζαροι, για τούτο κάθε χρόνο πάντα τα ίδια κάμνουν και πάντα τα ίδια παθαίνουν με τούτο το θεόρατο δένδρο, που κρατάει τη γη ολόκληρη με τα χωριά της και με τις πολιτείες της.

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

"ΔΩΡΟ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ". Χριστουγεννιάτικη ιστορία


Εδώ και πολλά χρόνια ο κόσμος γιόρταζε τα Χριστούγεννα με περισσότερη κατάνυξη. Σ’ ένα μακρινό χωριό, λοιπόν, ο παπάς έκανε κάθε χρόνο μια φάτνη στη μέση της εκκλησίας, την παραμονή των Χριστουγέννων.
Οι κάτοικοι πήγαιναν πρώτα πρώτα στην εκκλησία, για ν’ ακούσουν τη θεία λειτουργία, γονάτιζαν κι άναβαν το κεράκι τους μπροστά στη φάτνη. Κάθε κεράκι έπρεπε να σβήσει από μόνο του, λιώνοντας σιγά σιγά, γι’ αυτό γύρω από τη φάτνη ήταν αμέτρητα κεράκια, όσα και οι πιστοί, κι η εκκλησία λαμποκοπούσε κι έφεγγε σαν να ήταν ο ήλιος μέσα της. Όταν η λειτουργία τελείωνε, ο κόσμος πήγαινε στα γύρω κεντράκια, για να φάει και να πιει, να γλεντήσει τη χαρά του για τη γέννηση του Χριστού.
 
Οι χωριανοί άρχιζαν τις προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα εβδομάδες πριν. Οι νοικοκυρές έψηναν κουλούρια, πίτες και γλυκά κι οι άντρες έβαφαν την πλατεία του χωριού, την εκκλησία και τα σπίτια τους. Ο παπάς με τα παιδιά του σχολείου και τους δασκάλους σκάλιζε τα ζώα της φάτνης στο ξύλο, τους τρεις μάγους, τους βοσκούς, το αστέρι, την Παναγία και το Χριστό.
Το βράδυ της παραμονής όλα ήταν έτοιμα κι οι άνθρωποι ντυμένοι τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησιά κι άφηναν μπροστά στη φάτνη ένα δώρο για το Χριστό, ό,τι μπορούσε ο καθένας.
Η Μαρία, που ήταν έξι χρονών, πήγαινε κι αυτή κάθε χρόνο με τους γονείς της στην εκκλησία κρατώντας το καλαθάκι με τα κουλούρια που είχε φτιάξει για το νεογέννητο Χριστό. Εκείνο το χρόνο, όμως, η μητέρα της αρρώστησε, κι ο πατέρας της ταξίδεψε σε μια μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά και να τα βγάλει πέρα με τα φάρμακα και τα άλλα έξοδα. Ούτε δραχμή δεν τους περίσσευε, για ν’ αγοράσουν δώρο στο Χριστό.
Πώς να πάει στην εκκλησία η Μαρία με άδεια χέρια;
Την ώρα που χτύπησαν οι καμπάνες, η Μαρία μπήκε δειλά δειλά στην εκκλησία και κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα. Δεν ήθελε να τη δει κανείς με τα χέρια αδειανά. Οι άλλοι προσκυνούσαν το Χριστό, άναβαν το κεράκι τους και του πρόσφεραν το δώρο τους.
Εκείνη γονάτισε κοιτάζοντας τη φάτνη από μακριά και ψιθύρισε:
- Αχ, Παναγίτσα μου, φέτος δε θα έρθω στη λειτουργία. Δεν έχω να χαρίσω τίποτε στο παιδί σου που γεννήθηκε. Η μητέρα μου αρρώστησε. Δεν έχουμε καθόλου χρήματα. Θα το εξηγήσεις στο Χριστό γιατί δεν του έφερα δώρο;
Ο κόσμος είχε αρχίσει να ψάλλει μαζί με τον παπά το «Χριστός γεννάται σήμερον». Τα μάτια της Μαρίας θόλωσαν από τα δάκρυα, βγήκε από την κρυψώνα της κι έτρεξε προς ...