Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Ο ΔΡΑΚΟΣ ΚΑΙ Η ΛΥΓΕΡΗ

ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Μιαν βολάν τζ΄έναν καιρόν, ένας δράκος κακός και πονηρός, φύλαγε την πηγή και δεν άφηνε το νερό να τρέξει να ποτίσει το χωριό. Εξεράναν οι τόποι κι εστραγκίσαν οι βρύσες και οι λάκκοι. Oι άνθρωποι και τα δεντρά περνούσαν δυστυχίαν μεγάλην.

Οι χωριανοί έτρεμαν τον δράκον γι’ αυτό και ό,τι τους εζήτα του το έκαναν, μα και πάλι ο δράκος όλο παραπάνω ήθελεν.

Μια μέρα, τράβηξε η όρεξη του να φάει τη ζωή έξι λεβέντηδων και μιας κοπέλας. Έπεψεν* μυνήματα και χαμπάρια, πως αν δεν του κάμναν το θέλημα του δεν θα άφηνε το νερό να τρέξει.

Όταν τ΄ άκουσε το μαύρο μαντάτο η μάνα της λυγερής, ότι προορίζαν το παιδί της για τα δόντια του θηρίου, ήθελε να πεθάνει από τον καημό της. Επήγεν ο μουχτάρης* με το δάσκαλο και εξηγήσαν της μάνας της λυγερής πως το θηρίο δέν ήθελε να την φάει. Ήθελε την της είπαν για παρέα και πως άμα του πέρναγε η μοναξιά, η λυγερή θα ερχόταν πάλε πίσω.

Η μάνα της λυγερής που εκτιμούσε τη γνώμη και του δασκάλου και του μουχτάρη, τους άκουσε για το καλό του χωριού.

Κατά τη δύση του ηλίου, ακούστηκε ένας κρότος από τη μεριά του βουνού. Εσειστήκαν οι ουρανοί, εσειστήκαν και οι καμινάδες. Τότε το νερόν ήρτεν ορμητικό και χορτάσαν νερό ούλοι οι χωριανοί, και τα χτηνά*, και τα δεντρά.

Η μάνα, εκαρτέρα την λυγερή να’ ρθει πριν να πιει νερό, μα η λυγερή δεν φάνηκε. Πήγε ο μουχτάρης να την παρηγορήσει:
− Πάψε να κλαίς ορή και η λυγερή περνά καλά εκεί που πήγε. Αγάπησε το θεριό κι έμεινε μαζί του. Ζει μες το παλάτι του ευτυχισμένη.
Η μάνα δεν έβγαλε μιλιά. Από τότε τα δάκρυα της τα φυλάει και τα κάμνει κόμπο. Τα αφήνει μόνο να τρέξουν μες την ρίζα μιας πικροδάφνης που φύτεψε για να θυμάται το παιδί της.

Οι χωριανοί ούλοι ακούσαν την ιστορίαν, μα κανένας δεν ετόλμησεν να την πει της μάνας. Ελαλούσαν πως η λυγερή, όταν είδε το θεριόν εφοβήθηκεν κι ανέβηκε στην κορφή ενός κυπαρισσιού να γλυτώσει. Τo θεριόν την κατάλαβε μα έκαμε πως εν την είδε. Έχασαν πρώτα την ζωήν τους οι έξι νέοι. Τα κορμιά τους τα άφηκε εκεί κατάχαμα. Μετά εφύσησε τη φωτιάν του προς την κορυφή του κυπαρισσιού και έριξεν την λυγερή κάτω σαν το πουλί το πετούμενο. Τρεις πιθαμές πριν να φτάσει το κορμί της στο χώμα, εμφανίστηκε ένας αϊτός κι άρπαξε την ψυχή της και την εγλύτωσεν από το θεριόν. Το κορμί της έμεινεν κια χαμαί με τα κορμιά των νέων. Ο αετός πέταξε κι εχάθηκε πάνω στα βουνά. Από την ημέρα εκείνη, νιώθει η ψυχή του ότι νιώθει και η ψυχή των πλασμάτων. Μα τα πουλιά αποστρέφουνται* την αδικία και το ψέμα, για κείνο και ο αετός δεν ξανακατέβηκε πια εις το χωριό.

Τριάντα δυο χρόνους ύστερα, ο αετός ήρθε στον ύπνο μιας γειτόνισσας που ήξερε την ιστορία. Πρωί – πρωί πήγε αυτή βιαστική στη μάνα της Λυγερής:

− Το παιδί σου γειτόνισσα ....
ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΤΕ  ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ

Λεξιλόγιο: Έπεψεν= έστειλε
Μουχτάρης= Κοινοτάρχης