Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

Ποιο είναι το γληγορότερο πράγμα του κόσμου; Λαϊκό παραμύθι

Μια φορά ήταν δυο αδέρφια κι είχαν μαζί ένα κτήμα. Ο ένας απ’ τους δυο ήταν έξυπνος, ο άλλος ήταν κουτός.
Μια μέρα λέει ο έξυπνος του κουτού:
– Αδερφέ, θέλω να μοιράσομε το κτήμα.
– Να το μοιράσωμε, αδερφέ μου, λέει ο καημένος ο κουτός.
Πάει λοιπόν κάποια μέρα ο έξυπνος και μοιράζει το κτήμα και διαλέγει κιόλα. Το χωράφι δεν ήταν όλο καλό· το μισό ήταν πρώτης γραμμής γη και τ’ άλλο ήταν ένα παλιοχώραφο. Ο έξυπνος διάλεξε και πήρε το καλό κι αφήκε τ’ αλλουνού το άχρηστο, το παλιοχώραφο.
Ο καημένος ο κουτός ήθελε κι εκείνος το καλό κι αφού δεν μπορούσε να κάμει αλλιώς, φεύγει και πάει στο βασιλιά. Κι ο βασιλιάς στέλνει ευθύς ένα στρατιώτη και καλεί τον άλλο αδερφό κι εκοίταξε να τους τα συμβιβάσει, μα αυτοί τίποτε! Ήθελαν και οι δυο το καλό. Τους λέει τότε να μοιράσουν το κτήμα αλλιώτικα, να πάρουν κι οι δυο κι από το καλό κι από τ’ αχαμνό. Μα αυτοί τίποτε! ήθελαν και οι δύο το καλό.
Αφού είδε την επιμονή τους, ο βασιλιάς εσκέφθηκε να τους πει ένα λόγο κι όποιος τον εξηγήσει, να παίρνει το καλό χωράφι. Τους λέει λοιπόν: «Για να μη μαλώνετε, θα σας πω ένα λόγο κι όποιος τον εξηγήσει, θα παίρνει το καλό χωράφι».
Είπαν κι οι δυο «ναι».
Ο έξυπνος όλος χαρά σκέφτηκε: Ο αδερφός μου είναι κουτός· εγώ θα το εξηγήσω.
Τους λέει λοιπόν ο βασιλιάς: «Θέλω να μου πείτε, ποιο είναι το γληγορότερο πράμα του κόσμου, και σας δίνω διορία οχτώ μέρες να σκεφθείτε».
Φεύγουν αυτοί, πάνε στα σπίτια τους. Αρχίζει ο έξυπνος να σκέπτεται. Λέει: αυτό είναι, εκείνο είναι, τ’ άλλο είναι… Ό,τι κι αν υπάρχει πια στον κόσμο πες πως είναι κείνο.
Ο καημένος ο κουτός δεν ήταν άξιος να σκεφθεί τίποτε. Στενοχωριόταν λοιπόν κι αναστέναζε όλη μέρα κι όλη νύχτα.
Αυτός είχε μια θυγατέρα που η ομορφιά της δεν είχε ταίρι στον κόσμο και τον ερώτησε:
– Τι έχεις, πατέρα, κι αναστενάζεις;
Της λέει λοιπόν την ιστορία, πως τους είπε ο βασιλιάς να του εξηγήσουν ένα λόγο κι όποιος τον εξηγήσει, θα παίρνει το καλό χωράφι.
– Και τι είν’ ο λόγος αυτός, πατέρα;
Θέλει να του πούμε ποιο είναι το γληγορότερο πράμα του κόσμου.
– Μη στενοχωριέσαι, πατέρα μου, του λέει, και την ημέρα που θα ’ναι για να πας, θα σου πω εγώ τι να πεις και θα κερδίσεις.
Επήρε αέρα ο άνθρωπος.
Επέρασαν οι μέρες, ήρθεν η ώρα που θα πηγαίνανε στο βασιλιά. Πάει τότε κι ερωτά τη θυγατέρα του, κι εκείνη του λέει: «Θα πεις, πατέρα, πως

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΥΠΗΡΧΕ ΕΝΑΣ ΠΟΤΑΜΟΣ.... ΙΝΔΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ


Μια φορά κι έναν καιρό ένας ποταμός, λέει μια παλιά Ινδική παράδοση, έτρεχε ήρεμα πάνω στην καλοβολεμένη από λάσπη κοίτη του. Τα νερά του ήταν θολά και μέσα τους ζούσαν βαριά και μολυβένια ψάρια, απ' αυτά που αναζητούν την τροφή τους στη λάσπη.
Επειδή ήταν ρηχός, κανένας δεν είχε την ιδέα να κάνει γέφυρα και έτσι όλοι αρκούνταν στο να ρίχνουν μέσα του μερικές μεγάλες πέτρες και να «σχεδιάζουν» δρόμους, που μόλις βρέχονταν από τα ήρεμα και αργά νερά.
Τα ζώα του δάσους τον περνούσαν στα μέρη που ήταν λιγότερο βαθιά, ανακατεύοντας τα σπλάχνα του με τα πόδια τους. Για να πιούν νερό πήγαιναν στη κοντινή λίμνη, γιατί τα νερά του ποταμού ήταν σκοτεινά και δύσοσμα.
Αλλά μια μέρα ο Θεός Ίντρα, που όλα τα βλέπει, λυπήθηκε τον δαίμονα του ποταμού, γιατί χωρίς να είναι χαζός, ενεργούσε σαν τέτοιος, έτσι που ήταν παγιδευμένος, ναρκωμένος από την αδράνεια και το βόλεμα. Είχε συνηθίσει να πατούν το σώμα του, που ήταν υγρό και δύσοσμο και γλοιώδες σαν νεκρό φίδι.
Με το πέρασμα του χρόνου, ο ποταμός είχε βολευτεί με τους εύκολους δρόμους και απόφευγε τις απότομες διαδρομές.
Είχε γίνει άσχημος, μουγγός και οι όμορφες νεράιδες και τα ξωτικά των ακτών δεν τον πλησίαζαν ούτε καν τις νύχτες με πανσέληνο, για να φτιάξουν τους μαγικούς καθρέφτες τους.
Ένας από τους υπηρέτες του Ιντρα στέγνωσε τη γη μπροστά του και την ανύψωσε με τέτοιο τρόπο που τον ανάγκασε να εκτραπεί.
Ο ποταμός στην αρχή φοβήθηκε, άρχισε ν' αναστενάζει, αλλά γρήγορα ανακάλυψε την ηδονή του να πηδάει πάνω από τους βράχους, και μ' ένα μουγκρητό άρχισε να ισοπεδώνει δέντρα και ν' ανοίγει δρόμους, πηδώντας πάνω από αβύσσους και ορμώντας ενάντια σε τρομερούς βράχους.
Το νερό του έγινε καθαρό, αφού φιλτραριζόταν μέσα από την άμμο και τις πέτρες. Η κοίτη του έγινε πέτρινη και μερικές φορές μεταλλική και έλαμπαν οι φλέβες μέσα του. Από τα σπλάχνα του, που πρώτα ήταν σκοτεινά και κατηφή, γεννήθηκε ο άσπρος αφρός, γιατί η ασπράδα δεν εμφανίζεται, αν δεν υπάρχει μάχη, αν δεν υπάρχει εξαγνισμός.
Το ποτάμι γέμισε τότε με χρωματιστά ψάρια, απ' αυτά που ανεβαίνουν στα βουνά και οι καθαρές λιμνούλες που άφηνε στα πλάγια του, στολισμένες με τρομερούς βράχους, έγιναν η απόλαυση των Στοιχείων των νερών. Με την ιριδένια ανταύγεια των άστρων έκαναν οι Νύμφες τα μαγικά τους χτένια και έβγαλαν τους μαγικούς καθρέφτες από το βυθό των λιμνών.
Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν πια να τον πατήσουν, αλλά ύψωσαν θριαμβευτικές αψίδες πάνω του, που τις ονόμασαν γέφυρες. Τα ζώα τον διέσχιζαν κολυμπώντας και ύστερα σχολίαζαν τη δύναμη του ποταμού. Στο τέλος όταν έφτασε στη θάλασσα, τον υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα τα άλλα νερά, που αγκαλιαζόντουσαν με τα δικά του, φωνάζοντας από χαρά.

Και βλέποντας όλα αυτά και πολλά ακόμα, που δεν σας διηγούμαι, σκέφτομαι τους πολλούς ανθρώπους που δεν χρησιμοποιούν τις δυνατότητές τους, τις ευκαιρίες τους και εξακολουθούν να είναι αργοί ποταμοί και λασπώδεις, χωρίς ανδρεία και χωρίς δόξα.

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

ΤΟ ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙ - ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΑΠΩΝΙΑ


Κάποτε σε ένα χωριό δίπλα στη θάλασσα ζούσε ένας σοφός γέροντας. Του άρεσε να κάθεται στη βεράντα του και να κοιτά τη θάλασσα. Για να μη νιώθει μοναξιά είχε κρεμάσει ένα ασημένιο κουδουνάκι στη σκεπή της βεράντας. Μόλις φυσούσε λίγο ο αέρας το ασημένιο κουδουνάκι χτυπούσε χαρούμενα.
Ο γέροντας περνούσε ώρες και ώρες στη βεράντα του. Χάζευε τη θάλασσα,άκουγε το κουδουνάκι και χαμογελούσε ευτυχισμένος.
Στο ίδιο χωριό ζούσε κι ένας φαρμακοποιός. Ήταν πολύ δυστυχισμένος γιατί οι δουλειές του δεν πήγαιναν καλά κι ήταν τόσο λυπημένος που δεν ήξερε τι να κάνει.
Αποφάσισε λοιπόν να πάει στο γέροντα και να ζητήσει τη συμβουλή του. Όταν έφτασε σπίτι του τον είδε να κάθεται ευτυχισμένος δίπλα στη θάλασσα. Μόλις άκουσε το γλυκό ήχο του κουδουνιού κατάλαβε το γιατί.
Έτσι ζήτησε από τον γέροντα να του δανείσει για λίγο το κουδουνάκι. Γιατί όχι; -είπε εκείνος- Σε παρακαλώ όμως να μου το επιστρέψεις γιατί χωρίς αυτό είμαι δυστυχισμένος.
Ο φαρμακοποιός τον ευχαρίστησε και υποσχέθηκε να του φέρει το κουδουνάκι την άλλη μέρα.
Όταν πήγε σπίτι του έβαλε το κουδουνάκι στο κήπο του κι ο ήχος του ήταν τόσο χαρούμενος που ο φαρμακοποιός χαλάρωσε, η ζωή του φάνηκε όμορφη και άρχισε μονομιάς να χορεύει....
Την επόμενη μέρα ο φαρμακοποιός δε φάνηκε από το σπίτι του γέροντα και εκείνος είχε κιόλας χάσει το κέφι του χωρίς το κουδουνάκι του.... Κάθε λίγο και λιγάκι έβγαινε στο δρόμο και κοιτούσε μήπως ερχόταν κανείς αλλά που.
Έτσι όταν πήγε πια μεσημέρι ο γέροντας φώναξε ένα μαθητή του, τον Τσιάο και του είπε:
Πήγαινε μέχρι το σπίτι του φαρμακοποιού σε παρακαλώ. Χτες του δάνεισα το ασημένιο κουδουνάκι μου μα ξέχασε να μου το επιστρέψει. Πες του πως τον περιμένω με μεγάλη ανυπομονησία!
Ο Τσιάο έτρεξε στο σπίτι του φαρμακοποιού αλλά μόλις μπήκε στο κήπο άκουσε τη γλυκιά μελωδία από το κουδουνάκι. Είδε το φαρμακοποιό να χορεύει και αισθάνθηκε τόσο χαρούμενος που άρχισε κι αυτός να χορεύει!
Εν τω μεταξύ είχαν περάσει κιόλας τόσες ώρες και στο σπίτι του γέροντα δεν είχε φανεί ούτε ο φαρμακοποιός ούτε ο Τσιάο.
Ο γέρο σοφός θυμωμένος φώναξε ένα άλλο μαθητή του, τον Κοτάρο και του είπε:Τρέχα στο σπίτι του φαρμακοποιού και πες του να μου φέρει αμέσως το ασημένιο μου κουδουνάκι. Κι αν συναντήσεις στο δρόμο τον Τσιάο πες του πως πρέπει να ντρέπεται που δεν ακούει το δάσκαλο του.
Ο Κοτάρο πήγε στο σπίτι του φαρμακοποιού όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Όταν έφτασε εκεί είδε έκπληκτος τον Τσιάο και το φαρμακοποιό να χορεύουν χαρούμενοι στον κήπο. Και πριν καλά καλά το καταλάβει αισθάνθηκε τόσο ευτυχισμένος που άρχισε να χορεύει κι εκείνος.
Ο ήλιος κόντευε να δύσει και ο γέροντας ακόμα περίμενε το ασημένιο κουδουνάκι του.
Τον έπιασε μια βαθιά μελαγχολία χωρίς τον ήχο του αγαπημένου του κουδουνιού. Τελικά δεν άντεξε άλλο και πήγε ο ίδιος να δει τι συνέβαινε.
Σαν έφτασε επιτέλους στο σπίτι άκουσε τον ήχο του ασημένιου κουδουνιού και είδε στον κήπο,ανάμεσα στα λουλούδια, τον φαρμακοποιό και τους δυό του μαθητές να χορεύουν χαρούμενα.
Ο γέροντας απόρησε και δεν ήξερε τι εξήγηση να δώσει. Δεν έμεινε όμως πολύ ώρα έτσι. Η λύπη του εξαφανίστηκε και ένιωσε την επιθυμία να χορέψει.
Πιάστηκε χέρι-χέρι με το φαρμακοποιό, τον Τσιάο και τον Κοτάρο και ευτυχισμένοι συνέχισαν να χορεύουν όλοι μαζί.
Κι όποιος περνούσε απ το σπίτι του φαρμακοποιού το έριχνε κι αυτός στο χορό.
Κι αν τύχει και περάσεις ποτέ από κει, ίσως τους δεις ακόμα, όλους μαζί να χορεύουν. Μα δεν ξέρω αν θα γυρίσεις πίσω γιατί μπορεί κι εσύ να μείνεις εκεί και να χορέψεις μαζί τους
http://hamomilaki.blogspot.com

Από 28 έως 31 Ιανουαρίου η Έκθεση Παιδικού και Εφηβικού Βιβλίου

Στην HELEXPO στο Μαρούσι

Θα γίνουν πάνω από 200 εκδηλώσεις
Η διάδοση της αγάπης για την ανάγνωση, τόσο στα παιδιά όσο και στους έφηβους, μέσα από την ενημέρωση των γονέων και των εκπαιδευτικών είναι ο στόχος των οργανωτών της έκθεσης Παιδικού και Εφηβικού βιβλίου, η οποία ξεκινά την Πέμπτη 28 Ιανουαρίου, στις εγκαταστάσεις της HELEXPO στο Μαρούσι.Η Διευθύντρια του ΕΚΕΒΙ Κατρίν Βελισσάρη, σε συνέντευξη Τύπου τόνισε -μεταξύ άλλων- ότι: «το παιδικό βιβλίο είναι ένας τομέας που η κρίση αγγίζει λιγότερο. Συνεχίζει να πουλάει το παιδικό βιβλίο, απλώς τα δύο τελευταία χρόνια, το 2009 και το 2010, οι εκδότες περιόρισαν τη βιβλιοπαραγωγή τους και τώρα πλέον, γυρίζουμε σε ένα μέγεθος της τάξης των 1.500 τίτλων ανά χρόνο. Είναι ένας αριθμός φυσιολογικός για την ελληνική αγορά, ακόμη πολύ υψηλός, αφού ένα στα πέντε βιβλία που εκδίδονται στη χώρα μας εξακολουθεί να απευθύνεται στα παιδιά και τους εφήβους».
Στη διάρκεια της διοργάνωσης θα πραγματοποιηθούν 200 εκδηλώσεις -πέρυσι ήταν 130- για παιδιά και εφήβους αλλά και για γονείς και εκπαιδευτικούς , κυρίως παρουσιάσεις βιβλίων, συζητήσεις, ημερίδες, σεμινάρια, λογοτεχνικά εργαστήρια, μουσικά, εικαστικά και θεατρικά δρώμενα κ.λ.π με τη συμμετοχή συγγραφέων, εικονογράφων, πανεπιστημιακών και καλλιτεχνών.
Για πρώτη φορά φέτος, στην έκθεση θα συμμετάσχουν και Μουσεία. Ειδικότερα, θα υπάρχουν δύο εργαστήρια για τα παιδιά με θέμα τη γνωριμία με την καθημερινότητα των αρχαίων Ελλήνων αλλά και τα αρχαία ελληνικά παιχνίδια, τα οποία επιμελείται το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και δύο εργαστήρια για εφήβους -δημιουργικής γραφής και βιωματικής συζήτησης των θεμάτων που αφορούν στην εφηβεία μέσα από τους κώδικες του θεάτρου.
Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Οδυσσέα Ελύτη, το ΕΚΕΒΙ έχει σχεδιάσει ένα ειδικά διαμορφωμένο περίπτερο προκειμένου να δώσει στους επισκέπτες την ευκαιρία να γνωρίσουν έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές της χώρας, μέσα από μια έκθεση επιλεγμένων βιβλίων του, αλλά και φωτογραφικό και ηχητικό υλικό από τη ζωή και το έργο του νομπελίστα Έλληνα ποιητή.
Τα παιδιά που δεν έχουν τη δυνατότητα να επισκεφθούν την Έκθεση, θα μπορούν να παρακολουθήσουν τις εκδηλώσεις με γενικό τίτλο «Παραμυθο-δρώμενα», σε 12 βιβλιοπωλεία της Αθήνας και του Πειραιά, τα Σάββατα 22 και 29 Ιανουαρίου.
Την έκθεση συνδιοργανώνουν το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου και το υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού με τη συνεργασία των εκδοτών παιδικού και εφηβικού βιβλίου και του Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου.

Οι πύλες της έκθεσης θα κλείσουν στις 31 Ιανουαρίου.