Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

"Ένα δέντρο, μια φορά" διήγημα από τον Ευγένιο Τριβιζά.


Αποτέλεσμα εικόνας για ΔΕΝΤΡΟ
Εικόνα:  Το Δέντρο της Ζωής-The-Tree-of-Life_Gustav-Klim

Σ’ ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο
παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε.
Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα
φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει από καιρό κι είχε απομείνει
γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.
Ποτέ δεν είχε γνωρίσει του δάσους τη δροσιά. Δεν είχαν κελαηδήσει ποτέ
στα φύλλα του πουλιά, με δυσκολία να το άγγιζε πού και πού κάποια
πονετική ηλιαχτίδα που γλιστρούσε στα κρυφά ανάμεσα στις μουντές και
άχαρες πολυκατοικίες που το περιστοίχιζαν.
Οι περαστικοί διάβαιναν δίπλα του με αδιαφορία, βλοσυροί και βιαστικοί,
χωρίς να του δίνουν καθόλου σημασία, μερικοί μάλιστα πετούσαν
αποτσίγαρα, φλούδια από κάστανα και λερωμένα χαρτομάντηλα κι άλλοι
φτύνανε στο χωμάτινο τετραγωνάκι γύρω από τη ρίζα του.
Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, κατάλαβε από κάτι μηχανικούς με σκούρες
καμπαρντίνες και κρεμαστά μουστάκια, που έσκυβαν και μουρμούριζαν κι όλο
 μετρούσαν σκυθρωποί, ότι θα πλάταιναν το δρόμο πλάι του. Κι αν
συνέβαινε αυτό, τι τύχη το περίμενε; Θα το πελέκιζαν, θα το ξερίζωναν;
Θα το πετούσαν μήπως στα σκουπίδια;
Εκείνο το χριστουγεννιάτικο δειλινό το δέντρο αισθανόταν πιο
παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ. Στα ολόφωτα παράθυρα γύρω του
διέκρινε ανάμεσα από τις κουρτίνες χριστουγεννιάτικα έλατα, που χαρωπά
παιδιά τα στόλιζαν με κόκκινα κεριά, καμπανούλες, αγγελούδια, ασημένια
πέταλα και γιορτινές γιρλάντες και ζήλευε.
Ζήλευε πολύ. Πόσο θα ήθελε να είναι έτσι κι αυτό. Χριστουγεννιάτικο
έλατο στη θαλπωρή ενός σπιτιού. Να το φροντίζουν, να το στολίζουν, να το
 καμαρώνουν…

Το παιδί

Ήταν κι ένα παιδί. Τις μέρες έκανε δουλειές του ποδαριού. Τα βράδια
κοιμόταν στο πάτωμα ενός κρύου πλυσταριού στην αυλή ενός
εγκαταλελειμμένου κτιρίου με ετοιμόρροπα μπαλκόνια. Κανείς δεν το
πρόσεχε.
Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα
μάγουλά του είχαν χλωμιάσει, τα χέρια του είχαν ροζιάσει, τα μάτια του
είχαν γεμίσει θλίψη.
Ποτέ δεν είχε γνωρίσει τη ζεστασιά μιας αγκαλιάς, τη θαλπωρή ενός
αληθινού σπιτιού.
Εκείνο το κρύο χριστουγεννιάτικο βράδυ το αγόρι αισθανόταν πιο
παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ, γιατί είχε μάθει ότι μετά τις
γιορτές θα κατεδάφιζαν το μιζεροκτίριο με το πλυσταριό και δεν θα ‘χε
πού να μείνει.
Τυλιγμένο στο τριμμένο του παλτό, κοιτούσε απ’ τα φωτισμένα παράθυρα τα
λαμπερά σαλόνια με τα γκι και τα μπαλόνια, τις φρουτιέρες με τα ρόδια
και τα χρυσωμένα κουκουνάρια, έβλεπε γελαστά αγόρια και κορίτσια να
κρεμούν στα χριστουγεννιάτικα δέντρα πλουμίδια αστραφτερά και ζήλευε.
Ζήλευε πολύ, πόσο θα ‘θελε να στόλιζε κι αυτό ένα έλατο σε κάποιου
τζακιού το αντιφέγγισμα, με τα δώρα υποσχέσεις μαγικές ολόγυρά του…
Πώς το ‘φερε η τύχη έτσι κι εκείνο το χριστουγεννιάτικο βράδυ και
συναντήθηκαν κάποια στιγμή το δέντρο εκείνο κι εκείνο το παιδί…

H συνάντηση

Εκείνο το δειλινό το παιδί γυρνούσε άσκοπα στους δρόμους της πολύβουης
πολιτείας. Κάθε τόσο σταματούσε σε κάποια βιτρίνα.
Κόλλαγε τη μύτη του στο τζάμι και κοιτούσε με μάτια εκστατικά όλα εκείνα
 τα λαχταριστά, σε μια βιτρίνα λόφοι από μελομακάρονα, κουραμπιέδες και
πολύχρωμα τρενάκια φορτωμένα με σοκολατάκια, σε μια άλλη ζαχαρένιοι
Αγιο-Βασίληδες με μύτες από κερασάκια και μια παραμυθένια πριγκίπισσα
από πορσελάνη να κοιτάζει από το αψιδωτό παράθυρο ενός φιλντισένιου
κάστρου και λίγο παρακάτω, σε μια άλλη βιτρίνα, μια ονειρεμένη τρόικα με
 έναν πρόσχαρο αμαξά, μολυβένια στρατιωτάκια με κόκκινες στολές καβάλα
σε άλογα πιτσιλωτά να καλπάζουν στοιχισμένα στη σειρά και στο βάθος ένα
οπάλινο παλάτι σε μια χιονισμένη στέπα.
Έτσι όπως περπατούσε με τα μάτια στραμμένα στις καταστόλιστες βιτρίνες,
έπεσε άθελά του πάνω σ’ έναν περαστικό με καμηλό παλτό και γκρενά κασκόλ
 που γύριζε στο σπίτι του φορτωμένος με σακούλες και πακέτα που φύγανε
από τα χέρια του, σκόρπισαν στο δρόμο εδώ και κεί.
Το παιδί έχασε την ισορροπία του, γλίστρησε, το κεφάλι του χτύπησε με
φόρα στο πεζοδρόμιο, ένιωσε μια σκοτοδίνη. Ο περαστικός του ‘βαλε
οργισμένος τις φωνές, το κατσάδιασε για τα καλά.
Το αλητάκι σηκώθηκε, το ‘βαλε στα πόδια, κατηφόρισε παραπατώντας ένα
σοκάκι με μια υπαίθρια αγορά, έστριψε ένα δυο στενά και βρέθηκε στο
δρόμο με το παραμελημένο δέντρο. Σταμάτησε λαχανιασμένο να πάρει ανάσα,
από τα φωτισμένα παράθυρα, τα χνωτισμένα, αχνοφαίνονταν τα γιορτινά
σαλόνια με τα έλατα τα στολισμένα.
– Όμορφα δεν είναι; Ακούει τότε μια φωνή.
Ήταν το δέντρο του δρόμου.
– Πολύ. Αποκρίθηκε το παιδί, χωρίς να παραξενευτεί καθόλου που ένα
δέντρο μιλούσε, του άρεσε να του μιλάει κάποιος χωρίς να το σπρώχνει,
χωρίς να το κατσαδιάζει, χωρίς να το αποπαίρνει.
– Στόλισέ με! – ψιθύρισε το δέντρο – Στόλισέ με και εμένα έτσι!
– Μακάρι να μπορούσα! Πικρογέλασε το παιδί.
– Προσπάθησε, σε παρακαλώ. Ίσως αυτά, ξέρεις, να ‘ναι τα στερνά μου
Χριστούγεννα, να μην δω άλλα
– Γιατί το λες αυτό;
– Άκουσα ότι θα πλατύνουν το δρόμο, πελέκι ή ξεριζωμός με περιμένει, ένα
 από τα δύο… Δεν είμαι σίγουρο ακόμα.
Το παιδί σκέφτηκε ότι θα κατεδάφιζαν το ετοιμόρροπο κτίριο με το
ξεχαρβαλωμένο πλυσταριό, το καταφύγιό του. Σε λίγο δεν θα ‘χε ούτε
‘κείνο πού να μείνει. Σε κάποιο χαρτόκουτο ίσως;
– Στόλισε με! Παρακάλεσε άλλη μια φορά το δέντρο. Το παιδί κοίταξε
ολόγυρά του.
– Με τι; Απόρησε.
– Ό,τι να ‘ναι… κάτι θα βρεις εσύ!! Δεν μπορεί.
– Καλά… Αφού το θέλεις τόσο πολύ, κάτι θα βρω να σε στολίσω…
Συμφώνησε το παιδί κι άρχισε να ψάχνει.

Τα στολίδια

Εκείνη τη στιγμή, λες και κάτι ψυχανεμίστηκε ο ουρανός, έπιασε να
χιονίζει, το χιόνι έπεφτε πυκνό… Χάδι απαλό σκέπαζε ανάλαφρα με
πάλλευκες νιφάδες στα ολόγυμνα κλωνιά του παραμελημένου δέντρου.
Πήρε τότε το μάτι του παιδιού κάτι να αστράφτει λίγο παραπέρα. Μια παρέα
 πλουσιόπαιδα, που είχαν περάσει από το δρόμο λίγο νωρίτερα, είχαν
πετάξει χρωματιστά χρυσόχαρτα από τις καραμέλες που έτρωγαν με λαιμαργία
 τη μια μετά την άλλη.
Το αγόρι μάζεψε ένα ένα τα πεταμένα χρυσόχαρτα, τα μάλαξε με τα δάχτυλά
του και έπλασε αστραφτερές πράσινες μπλε και βυσσινόχρωμες μπαλίτσες,
μετά ξήλωσε τα κουμπιά του φθαρμένου παλτού και με τις κλωστές κρέμασε
τις φανταχτερές μπαλίτσες στα χιονοσκέπαστα κλωνιά του δέντρου.
– Ευχαριστώ! Είπε το δέντρο, ανατριχιάζοντας απ’ τη χαρά του.
– Με τι άλλο άραγε να το στολίσω; Μονολόγησε το παιδί.
Λες κι είχε ακούσει τα λόγια του, μια νοικοκυρά τρεις δρόμους παρακάτω
άδειασε με φόρα απ’ το παράθυρο μιας κουζίνας μια λεκάνη με σαπουνάδα σε
 μια πλακόστρωτη αυλή.
Ο άνεμος πήρε ένα πανάλαφρο σύννεφο από σαπουνόφουσκες και τις ταξίδεψε
παιχνιδίζοντας μαζί τους, το αγόρι τις είδε να πλησιάζουν
στραφταλίζοντας στο φεγγαρόφωτο, τις κοίταξε με τέτοια λαχτάρα που
εκείνες, λες και κατάλαβαν την επιθυμία του, άφησαν τον άνεμο να τις
φέρει ένα – δυο γύρους και να τις κρεμάσει στα κλωνιά του δέντρου.
– Όσο πάω κι ομορφαίνω! Καμάρωσε το δέντρο.
– Σίγουρα ομορφαίνεις! Συμφώνησε το αγόρι σφίγγοντας γύρω του το παλτό
γιατί έκανε πολύ, πάρα πολύ κρύο…
– Κοίτα! Έρχονται!
Ένα φωτεινό σύννεφο πλησίαζε τρεμοπαίζοντας στο σκοτάδι.
– Ελάτε! Τις κάλεσε με το βλέμμα το παιδί.
Και οι πυγολαμπίδες, λάμψεις αλλόκοσμες, τρεμοσβήνοντας ονειρικά,
κάθισαν νεραϊδένιες γιρλάντες στα κλωνιά του δέντρου.
Το κρύο γινόταν όσο πήγαινε πιο τσουχτερό. Το χιόνι έπεφτε ολοένα πιο
πυκνό. Το αγόρι σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και τότε το είδε! Είδε
το πεφταστέρι κι εκείνο, λες και συνάντησε το βλέμμα του, διέγραψε στο
σκοτάδι μια φαντασμαγορική χρυσαφένια τροχιά και ακούμπησε απαλά στην
κορφή του δέντρου.
Και ήταν τώρα πράγματι όμορφο το δέντρο λουσμένο στο φεγγαρόφωτο με τα
χρυσαφένια μπαλάκια να στραφταλίζουν, τις σαπουνόφουσκες να σιγοτρέμουν,
 τις πυγολαμπίδες να αναβοσβήνουν κέντημα δαντελένιο στα χιονισμένα του
κλωνιά και το πεφταστέρι ν’ ανασαίνει χρυσαφένιο φως στην κορφή του.
– M’ έκανες τόσο, μα τόσο όμορφο – είπε το δέντρο στο παιδί – Σ’
ευχαριστώ πολύ. Σ’ ευχαριστώ αληθινά… Πόσο θα ‘θελα να μπορούσα να σου
χάριζα κι εγώ ένα δώρο…
– Μπορείς! Αποκρίθηκε το παιδί χουχουλίζοντας τα χέρια – Άσε με, σε
παρακαλώ, να καθίσω στη ρίζα σου για λίγο. Νιώθω τόσο, μα τόσο
κουρασμένο, πονάω… και δεν έχω πού να πάω…
– Αμέ! Έλα, κάθισε. Κάθισε στη ρίζα μου όσο θέλεις. Είπε το δέντρο.
– Και να δεις… Θα κάνω εγώ μια ευχή για σένα.
Το παιδί σήκωσε το γιακά, τυλίχτηκε στο παλιό του πανωφόρι, κάθισε στο
χιονοσκέπαστο πεζοδρόμιο, αγκάλιασε το κορμί του δέντρου και σφίχτηκε
όσο μπορούσε πιο κοντά του.

Το ταξίδι

Το χιόνι έπεφτε γύρω του. Πάνω του πυκνό. Όλο του το σώμα έτρεμε, τα
χέρια του είχαν μουδιάσει, τα δόντια του χτυπούσαν.
Έκλεισε τα μάτια για να τα προστατέψει από τις ριπές του χιονιού, όταν
ξαφνικά – τι παράξενο – άκουσε εκείνον τον ήχο… Τον ήχο τον χαρμόσυνο!
Κουδουνάκια τρόικας! Ένα μαστίγιο ακούστηκε να κροταλίζει, άλογα να
καλπάζουν ρυθμικά.
Άνοιξε τα μάτια. Απίστευτο! Στα μελανιασμένα χείλη του άνθισε ένα
χαμόγελο. Από βάθος του δρόμου, θαμπά στην αρχή, αλλά όλο και πιο
ξεκάθαρα, την είδε. Είδε την παραμυθένια τρόικα με τα ασημένια
κουδουνάκια να πλησιάζει φορτωμένη δώρα διαλεχτά.
Την οδηγούσε ένας ροδομάγουλος αμαξάς με γούνινο σκούφο, κόκκινη μύτη
και πυκνή κυματιστή γενειάδα. Πίσω από την τρόικα κάλπαζαν στρατιώτες με
 πορφυρές στολές, καβάλα σε περήφανα άλογα στολισμένα με χρυσαφένιες
φούντες…
Παραξενεύτηκε το παιδί. Πώς βρέθηκε εδώ αυτή η τρόικα φορτωμένη τόσα
δώρα; Και οι καβαλάρηδες; Κάπου τους ήξερε. Κάπου τους είχε ξαναδεί!
H τρόικα σταμάτησε μπροστά του, τα άλογα χρεμέτισαν, ο αμαξάς
χαμογέλασε, από το παράθυρο της άμαξας πρόβαλε το πρόσωπο της
πριγκιποπούλας.
– Τι όμορφο δέντρο! – Χαμογέλασε – Ποιος να το στόλισε άραγε;
– Εγώ! Αποκρίθηκε το παιδί.
– Αλήθεια;
– Ναι.
– Έλα μαζί μου τότε. Έλα να στολίσεις έτσι όμορφα και το έλατο του
βασιλιά, να ζήσεις στο παλάτι μας παντοτινά.
– Δεν πάω πουθενά χωρίς το δέντρο μου! Απάντησε το αγόρι.
H πριγκιποπούλα έδωσε τότε εντολή και οι στρατιώτες του βασιλιά έσκαψαν
βαθιά, πήρανε το δέντρο μαζί με τις ρίζες του και το φύτεψαν σε μια
πορσελάνινη γλάστρα, μετά το φόρτωσαν στην τρόικα.
Γελώντας πρόσχαρα, ο αμαξάς άπλωσε το χέρι του, βοήθησε το παιδί να
ανέβει στην άμαξα να κάτσει πλάι του, τα άλογα στράφηκαν, τον κοίταξαν
με τα μεγάλα τους μάτια και ρουθούνισαν ανυπόμονα.
Όλα τα κτίρια, όλα τα φανάρια, όλες οι βιτρίνες, τα πάντα, είχαν τώρα
εξαφανιστεί. Μπροστά τους ανοιγόταν μια απέραντη στέπα κι εκεί στο βάθος
 μέσα από τα διάφανα πέπλα του χιονιού αχνοφαίνονταν μαγευτικοί οι
μεγαλόπρεποι τρούλοι κι οι αψιδωτές πύλες του οπάλινου παλατιού!
Ο ροδομάγουλος αμαξάς τράβηξε τα γκέμια. Κροτάλισε το μαστίγιο, τα άλογα
 χύθηκαν χλιμιντρίζοντας μπροστά, καλπάζοντας όλο και πιο γοργά… λες κι
είχανε φτερά… Σε λίγο η τρόικα κι η ακολουθία της είχαν χαθεί στο βάθος
της χιονισμένης στέπας.
Το χιόνι που συνέχισε ολοένα πιο πυκνό το σιωπηλό χορό του έσβησε σχεδόν
 αμέσως τα ίχνη από τις ρόδες και τα πέταλα των αλόγων..

Λένε οι παλιοί…
Λένε οι παλιοί ότι το πεζοδρόμιο εκείνο ήταν κάποτε κάπως πιο φαρδύ, ότι
 φύτρωνε κάποτε κάποιο δέντρο εκεί.
Διηγούνται επίσης οι παλιοί ότι ένα χριστουγεννιάτικο πρωί βρήκαν στη
ρίζα του δέντρου ξεπαγιασμένο ένα παιδί σκεπασμένο από το χιόνι,
τυλιγμένο σ’ ένα τριμμένο παλτό χωρίς κουμπιά, με ένα γαλήνιο χαμόγελο,
ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
Λένε ακόμα ότι από τότε κάθε παραμονή Χριστουγέννων, γύρω στα μεσάνυχτα,
 κάτι παράξενο συμβαίνει, κάτι που κανείς δεν μπορεί να το εξηγήσει.

Ένα σμάρι πυγολαμπίδες τριγυρνούν επίμονα τρεμοσβήνοντας σε εκείνο το
σημείο, λες και κάτι αναζητούν, λες και γυρεύουνε να θυμηθούνε κάτι, ότι
 ένας άνεμος αναπάντεχος φέρνει, ποιος ξέρει από πού, ανάλαφρες
σαπουνόφουσκες και χρυσόχαρτα αστραφτερά, ενώ την ίδια στιγμή ένα
υπέροχο πεφταστέρι διαγράφει στον ουρανό μια φαντασμαγορική τροχιά και
πέφτει στο σημείο ακριβώς εκείνο.
Έτσι λένε…
Ποιος ξέρει;

Ευγένιος Τριβιζάς, «Ένα δέντρο, μια φορά». Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα
ΤΑ ΝΕΑ, 7/2007
Από: http://users.uoa.gr/

Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Το παραμύθι που δεν είχε τέλος (του Κώστα Βάρναλη)

Ζούσε κάποτε πέρα στην Ανατολή ένας τεμπέλης βασιλιάς. Δεν έκανε καμιά δουλειά. Ολημερίς ξαπλωμένος σε ντιβάνι με πολλά μαλακά μαξιλάρια, έβαζε να του λένε παραμύθια κι αυτός άκουε μαχμουρλίδικα.
  Αμολούσε σ’ όλο του το βασίλειο πλήθος αυλικούς να μαζεύουνε και να στέλνουνε στο παλάτι όσους ξέρανε παραμύθια, άντρες ή γυναίκες, γέρους ή νέους, ντόπιους ή ξένους. Γιατί δε χόρταινε ν’ ακούει. Όταν τέλειωνε το παραμύθι, έπεφτε σε βαθιά πλήξη και δυστυχία. Γι’ αυτό ήθελε πάντα το ένα παραμύθι ν’ ακολουθάει το άλλο. Ακόμα κι όταν έτρωγε κι έπινε ή έπαιρνε το μπάνιο του στη χαβούζα* του παλατιού, ήθελε ν’ ακούει παραμύθια. Μονάχα αργά πολύ, μετά τα μεσάνυχτα, όταν τον έπαιρνε ο ύπνος, τότε σιωπούσανε κι οι παραμυθάδες και, πατώντας στα νύχια τους απάνω στα παχιά κιλίμια, φεύγανε σιγά σιγά να πάνε να ξεκουραστούνε κι αυτοί, οι βασανισμένοι!
  Όσο πιο μεγάλο και μπερδεμένο ήταν το παραμύθι, τόσο περισσότερο του άρεσε. Ήταν παραμύθια που βαστούσανε μέρες και βδομάδες ολάκερες. Μα όσο μεγάλα και να ήτανε, ερχότανε επιτέλους η ώρα τους να τελειώσουν. Ε, τότε ο βασιλιάς γινότανε τρομερά δυστυχής. Αρρωστούσε, που έλεγες πως θα πεθάνει.
  Είδε κι απόειδε αυτός, η δωδεκάδα του (το συμβούλιό του) κι ο γιατρός του, αποφασίσανε όλοι μαζί να στείλουνε τελάληδες* σ’ όλες τις επαρχίες και σε όλα τα χωριά του βασιλείου, να διαλαλήσουνε:
  – Όποιος ξέρει ένα παραμύθι που να μην τελειώνει ποτέ, ας παρουσιαστεί να το πει του πολυχρονεμένου βασιλιά, κι αυτός θα του δώσει ένα σακί φλουριά και την κόρη του για γυναίκα.
  Όσοι ακούγανε αυτά τα λόγια, αστράφτανε τα μάτια τους από τον πόθο να γίνουνε πολύ πλούσιοι και να παντρευτούν τη βασιλοπούλα. Κι όλοι νομίζανε πως θα τα καταφέρνανε να διηγηθούνε παραμύθι χωρίς τέλος. Το κάτω της γραφής, αν αποτυχαίνανε, δε θα είχανε να χάσουνε τίποτα.
  Μα οι τελάληδες προσθέτανε στο τέλος:
  – Όποιος όμως δε τα καταφέρει να διηγηθεί το ατέλειωτο παραμύθι, τότε ο βασιλιάς θα του κόψει το κεφάλι!
  Όταν ακούγανε αυτήν την ποινή, τους έπιανε τρόμος και φόβος. Τότε νιώθανε πως ο βασιλιάς δε ζητούσε εύκολο πράμα. Και λέγανε συναμεταξύ τους:
  – Αδύνατα πράγματα ζητάει.
  Ωστόσο παρουσιαστήκανε στο βασιλιά δυο τρεις αποφασισμένοι ή να κερδίσουνε το στοίχημα ή να χάσουνε το κεφάλι τους. Ο πρώτος, που δοκίμασε να πει το ατέλειωτο παραμύθι, μπόρεσε να το βαστάξει τρεις μήνες. Μα ύστερα η φαντασία του είχε στερέψει. Μασούσε τα λόγια του, δεν έβρισκε τίποτα να πει και έτσι έχασε το κεφάλι του.
  Τότε οι άλλοι δυο φοβηθήκανε κι ούτε καν τολμήσανε ν’ αρχίσουνε. Φύγανε, κι ευχαριστούσανε μάλιστα το Θεό που γλυτώσανε απ’ του Χάρου τα δόντια.
  Πέρασε πολύς, πάρα πολύς καιρός, και κανένας δεν ερχόταν στο παλάτι γι’ αυτή τη δουλειά.
  Όπου νά σου μια μέρα και παρουσιάζεται ένας ξένος –από πού ήταν, κανένας δεν ήξερε. Μα η εξυπνάδα του και το θάρρος του ήταν μεγάλα.
  – Μεγάλε βασιλιά, είπε, αφού έκανε τον απαραίτητο τεμενά.* Άκουσα πως δίνεις μεγάλη αμοιβή σε κείνον που θα σου διηγηθεί ένα παραμύθι χωρις τέλος. Του δίνεις ένα σακί φλουριά και τη βασιλοπούλα. Είναι αλήθεια;
  – Αλήθεια, απάντησε ο βασιλιάς. Αν όμως δεν πετύχει, τότε του παίρνω το κεφάλι.
  – Το ξέρω κι αυτό, είπε ο ξένος. Κι είμαι αποφασισμένος να σου διηγηθώ εγώ μια ιστορία που δεν τελειώνει.
  – Περιμένω ν’ αρχίσεις, είπε ο βασιλιάς και ξαπλώθηκε στον καναπέ απάνω στα πολλά μαξιλάρια.
  Τότε ο ξένος στρογγυλοκάθισε στο πάτωμα απάνω στο κιλίμι μπροστά στο βασιλιά κι άρχισε:
  «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μεγάλος βασιλιάς, που μάζεψε όλο το σιτάρι της απέναντι χώρας του και το κλείδωσε σε μιαν αποθήκη τόσο μεγάλη, που για να πας από την μιαν άκρη της έως την άλλη θα έπρεπε να περπατάς από το πρωί ίσαμε το βράδυ.
  »Μια μέρα έπεσε στην πρωτεύουσα ένα μαύρο σύννεφο ακρίδες τόσο μεγάλο, που σκοτείνιασε ο ήλιος κι όλοι νομίσανε πως ήρθε η συντέλεια του κόσμου. Γιατί γεμίσανε οι δρόμοι, τα σπίτια, ο αέρας, από ακρίδες τόσο πυκνές, που δεν μπορούσες ν ’ανασάνεις.
  »Αυτές οι αμέτρητες ακρίδες, αφού φάγανε όλα τα αμπέλια και τα δάση και δε χορτάσανε, μυριστήκανε τελευταία και την αποθήκη του σιταριού. Μα η αποθήκη ήταν πολύ καλά κλεισμένη από παντού, κι όχι μονάχα δεν είχε παράθυρα ή καμινάδες, μα ούτε και καμιά σκισμάδα για να μπορέσουνε να τρυπώσουνε μέσα και να φάνε το σιτάρι.
  »Κάμποσες μέρες φέρνανε βόλτα γύρω στην αποθήκη και κοιτάζανε με προσοχή όλες τις μεριές, μπας και βρεθεί πουθενά καμιά τρυπίτσα ή καμιά χαραμάδα. Μα επιτέλους μια τυχερή ακρίδα ανακάλυψε στην ανατολική πλευρά της αποθήκης μια μικρούλα σκισμάδα, που μόλις χωρούσε μοναχή της. Μπήκε το λοιπόν μέσα, πήρε ένα σπειρί σιτάρι και βγήκε.
  »Άμα βγήκε αυτή, μπήκε μια δεύτερη ακρίδα, πήρε κι αυτή ένα δεύτερο σπειρί σιτάρι και βγήκε. Άμα βγήκε κι αυτή, μπήκε μια τρίτη ακρίδα, πήρε κι αυτή ένα τρίτο σπειρί σιτάρι και βγήκε. Ύστερα μπήκε μια τέταρτη ακρίδα και πήρε ένα τέταρτο σπειρί σιτάρι, κι άμα βγήκε κι αυτή, μπήκε μια πέμπτη ακρίδα κτλ…»
  Περάσανε μέρες, βδομάδες, μήνες, χρόνια, κι ο ξένος αξακολουθούσε να λέει από το πρωί ώς το βράδυ το ίδιο πράμα:
  «Ύστερα μπήκε μια άλλη ακρίδα και πήρε άλλο σπειρί σιτάρι. Άμα βγήκε αυτή, μπήκε άλλη ακρίδα και πήρε ένα άλλο σπειρί σιτάρι…»
  Περάσανε έτσι δυο χρόνια κι ο ξένος έλεγε και ξανάλεγε από το πρωί ώς το βράδυ το ίδιο χαβά.* Ο βασιλιάς στενοχωριότανε πολύ, ώσπου μια μέρα τονε ρώτησε θυμωμένος:
  – Δε μου λες, πόσον καιρό αυτές οι ακρίδες θα μπαίνουνε και θα βγαίνουνε;
  – Μα, βασιλιά μου πολυχρονεμένε, ώς τώρα οι ακρίδες αδειάσανε μια πιθαμή σιτάρι από την αποθήκη. Και μένουνε ακόμα τριακόσιες πιθαμές και μιλιούνια ακρίδες. Ίσως μετά εξακόσια χρόνια θα κατορθώσουν να μπούνε στην αποθήκη όλες οι ακρίδες μια μια και ν’ αδειάσουνε το σιτάρι. Και πάλι βλέπουμε…
  Τότε πια ο βασιλιάς δε βάσταξε. Γούρλωσε τα μάτια του, τινάχτηκε από το ντιβάνι και ξεφώνισε με όλη του τη δύναμη:
  – Καταραμένε άνθρωπε. Θα με τρελάνεις! Άι στο καλό! Έχασα το στοίχημα! Πάρε το σακί τις λίρες και την κόρη μου κι άφησέ με ήσυχο.
  Έτσι ο έξυπνος αυτός ξενοτοπίτης πήρε τα χρήματα, πήρε τη βασιλοπούλα κι έγινε και διάδοχος του θρόνου.
  Ο βασιλιάς είχε γεράσει πολύ κι ευχαριστιότανε τώρα ν’ ακούει παραμύθια κι ιστορίες που είχανε τέλος. Κάθε τόσο συνήθιζε να λέει:
  – Είμαι ευχαριστημένος, που έμαθα πως μονάχα οι ιστορίες που τελειώνουν είναι όμορφες κι έχουνε ενδιαφέρον.
  Άμα πέθανε, έγινε βασιλιάς ο έξυπνος γαμπρός του. Και το κράτος ευτύχησε. Μα οι ιστορικοί δε συμφωνήσανε ακόμα από ποιον τόπο ήταν αυτός ο ξένος.



* χαβούζα: δεξαμενή.
* τελάλης: κήρυκας.
* ο τεμενάς: η υπόκλιση.
* χαβάς: τραγούδι, τα ίδια λόγια.


(Aπό το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)

Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

Γιατί ο Φεβρουάριος έχει 29 ημέρες κάθε 4 χρόνια;




Κάθε τέσσερα χρόνια, ο Φεβρουάριος έχει 29 μέρες αντί για τις συνήθεις 28 και έτσι το έτος θεωρείται δίσεκτο. Γιατί όμως αυτό συμβαίνει;

Η ανάγκη να προστεθεί μια μέρα ανά τετραετία προκύπτει από την απόκλιση του ισχύοντος γρηγοριανού ημερολογίου από το φυσικό ηλιακό/αστρονομικό ημερολόγιο. Ενώ το πρώτο χρησιμοποιεί 365 μέρες, στην πραγματικότητα μια πλήρης περιστροφή της Γης γύρω από τον Ήλιο, δηλαδή ένα αστρονομικό έτος, διαρκεί 365,2422 μέρες.

Εξαιτίας αυτής της διαφοράς, έχει αποφασισθεί να προσμετράται άλλη μια μέρα τον Φεβρουάριο ανά τετραετία, έτσι ώστε να συγχρονίζεται καλύτερα τ ο ιστορικό ημερολόγιο με το αστρονομικό, με άλλα λόγια προκειμένου ο χρόνος να βρίσκεται σε συγχρονισμό με την περιστροφή του πλανήτη μας.

Το ρωμαϊκό ημερολόγιο είχε 355 μέρες και πρόσθετε έναν μήνα 22 ημερών ανά διετία, ώσπου ο Ιούλιος Καίσαρας, όταν έγινε αυτοκράτορας, έδωσε εντολή στον αστρονόμο Σωσιγένη να βελτιώσει το όλο σύστημα. Ο Σωσιγένης τότε αποφάσισε σε ένα έτος διάρκειας 365 ημερών να προσθέτει μια μέρα ανά τέσσερα χρόνια και έτσι «γεννήθηκε» η 29η Φεβρουαρίου.

Το κακό για όσους γεννιούνται εκείνη τη μέρα εδώ και χιλιετίες, είναι ότι... χάνουν τα γενέθλιά τους για τρία χρόνια, ώσπου να τα ξαναβρούν το τέταρτο -και δίσεκτο- έτος. Μερικοί επιλέγουν να γιορτάζουν την 28η Φεβρουαρίου ή την 1η Μαρτίου (για να μην χάνουν και τα δώρα!). Από στατιστική άποψη, η πιθανότητα γέννησης την 29η Φεβρουαρίου είναι μία στις 1.461.

Ανάμεσα στις παραδόσεις που συνοδεύουν τη δίσεκτη 29η Φεβρουαρίου, είναι ότι τα ζευγάρια αποφεύγουν να παντρεύονται αυτή τη μέρα, θεωρώντας την γρουσούζικη.

Τέλος, υπενθυμίζεται ότι η 29η Φεβρουαρίου, ως σπάνια μέρα η ίδια, έχει καθιερωθεί ως η Παγκόσμια Ημέρα Σπάνιων Ασθενειών.

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

"Το δώρο" Μια γλυκιά ταινία μικρού μήκους που αξίζει να δείτε

Ένα αγόρι παίζει απορροφημένο κάποιο βίντεο-παιχνίδι, μέχρι η που η μαμά του μπαίνει στο σπίτι και αφήνει μπροστά του μια χάρτινη κούτα.
Αυτό που κρύβεται μέσα στην κούτα θα είναι το έναυσμα για να επιστρέψει ο πιτσιρικάς της ιστορίας στην πραγματική ζωή.
Η τετράλεπτη ταινία είναι μια απ’ τις πιο γλυκές και έξυπνες ταινίες που έχουμε δει, αφού δεν φοβάται να κάνει τον ήρωά της αντιπαθή και με τον πιο ευρηματικό τρόπο να τον αποκαταστήσει στα μάτια μας λίγο πριν το τέλος.
Το ταινιάκι βασίστηκε σε κόμικ του Βραζιλιάνου σκιτσογράφου Fabio Coala και έχει αποσπάσει περισσότερες από 50 διακρίσεις και βραβεία. Δείτε την ταινία με το αναπάντεχο τέλος παρέα με τα παιδιά –δεν θα το μετανιώσετε: