Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

Οι εννιά αγριόκυκνοι και η ωραία Ελένη

 


Μια φορά και έναν καιρό ήτανε μία βασίλισσα και είχε εννιά γιους και μία κοπέλα. Πέθανε η βασίλισσα και έμειναν τα παιδιά ορφανά. Παντρεύτηκε ο βασιλιάς και πήρε μια άλλη γυναίκα, πολύ κακή, που δε μπορούσε ούτε να βλέπει τα παιδιά.

Κάποια μέρα πήγε στη νέα βασίλισσα μια γριά μάγισσα και της είπε πως μπορεί να μαγέψει τα παιδιά να γίνουνε πουλιά, να φεύγουν και να μη βρίσκονται συνέχεια στα πόδια της.

 Έτσι κι έγινε. Την πρόσταξε η βασίλισσα και τα μάγεψε κι έγιναν όμορφοι αγριόκυκνοι. Όλη μέρα γύριζαν στον κόσμο και το βράδυ πήγαιναν σπίτι. Όμως και πάλι, όταν έβλεπε η βασίλισσα ήθελε να τα χαλάσει.

Μια μέρα οι κύκνοι πλέξανε ένα στρώμα από ψαθί και βάλανε μέσα την αδερφή τους, Ελένη τη λέγανε, και φύγανε μακριά. Ο ένας πήγαινε πάντα πάνω από την κοπέλα να της κάνει ίσκιο με τα φτερά του, να μην την καίει ο ήλιος. Πήγαιναν πάνω από τη θάλασσα, λιγώσαμε και κάτσανε να ξεκουραστούν σε ένα μικρό νησάκι. Τόσο μικρό ήταν αυτό το νησάκι, που μόλις τους έπαιρνε με το στανιό, τον έναν δίπλα στον άλλο. Περάσανε εκεί τη νύχτα και την αυγή σηκωθήκανε, πήραν το στρώμα από τις τέσσερις άκρες και φύγανε. Πήγαιναν, πήγαιναν και φτάσανε σε ένα άγριο μέρος. Εδώ, είπανε, είναι καλά να κάτσουμε. Κάτσανε και αρχίσανε να γυρεύουν κατοικία. Βρήκανε μία σπηλιά κοντά στο βουνό που ήταν γεμάτη αγκάθια. Την πάστρεψαν, την έφκιασαν και βάλανε την όμορφη Ελένη να κάθεται εκεί μέσα. Εκείνοι όλη μέρα γυρίζανε και φρόντιζαν να πηγαίνουν φαΐ στην αδερφή τους.

Η Ελένη περνούσε πολύ ωραία, αλλά η λύπη της ήτανε που δεν μπορούσε να σώσει τους αδερφούς της και να τους κάνει πάλι ανθρώπους. Μια νύχτα που κοιμόταν είδε στον ύπνο της μία γριά και βάσταγε στο χέρι της μία τσουκνίδα και της λέει: «Θέλεις να σώσεις τους αδερφούς σου; Εδώ γύρω στη σπηλιά είναι πολύ τσουκνίδα. Να βγεις να μαζώξεις και να την πατήσεις ξυπόλητη, να την κάνεις κλωστή και μ’ αυτή να κάνεις εννιά φορέματα να τα φορέσουνε οι αδερφοί σου και έτσι θα τους γλιτώσεις. Θα ξαναγίνουν παλικάρια. Αλλά άκουσε να σου πω: δεν θα μιλήσεις καθόλου, γιατί αν μιλήσεις χάθηκες. Θα πεθάνουν τα αδέρφια σου». Και της δίνει μία με την τσουκνίδα κι έφυγε.

Από τον πόνο η Ελένη ξύπνησε κι άρχισε αμέσως τη δουλειά. Βγήκε, μάζεψε ένα σωρό τσουκνίδες και άρχισε να τις πατεί με τα πόδια της. Απ’ της τσουκνίδας τ’ αγκάθια τα χέρια και τα πόδια της γέμισαν φουσκάλες και πληγές. Το βράδυ γύρισαν τ’ αδέρφια της και την είδανε που δούλευε, αλλά εκείνη δεν τους μίλησε. Μόλις παρατηρήσανε τα χέρια και τα πόδια της, αρχίσανε να κλαίνε και τα δάκρυά τους, που πέφτανε πάνω στις πληγές, τις γιατρεύανε.

Μια μέρα ο βασιλιάς πήρε τους υπηρέτες του και πήγε για κυνήγι. Τα σκυλιά τον πήγανε προς στη σπηλιά που ήτανε η Ελένη και αρχίσανε να αλυχτάνε. Ο βασιλιάς πήγε κοντά και βλέπει τη σπηλιά, μπαίνει μέσα και τί να δει: Μία όμορφη κόρη να εργάζεται. Της μίλησε κι αυτή δεν του μίλησε. Τότε ο βασιλιάς είπε με το νου του πως θα είναι μουγκή, αλλά τόσο όμορφη ήτανε, που είπε στους υπηρέτες του να την πάρουνε στο παλάτι.

Την πήρανε και την πήγαν στο παλάτι, μα πήρε η Ελένη μαζί της τα φορέματα που είχε φτιαγμένα και την κλωστή που είχε μαζεμένη. Άμα την πήγανε στου βασιλιά το παλάτι, τη βάλανε να κάτσει σε μία κάμαρα που έβλεπε κατά το περιβόλι. Εκείνη άρχισε πάλι τη δουλειά της κι έβγαινε τη νύχτα και μάζευε τσουκνίδες και τις έκανε κλωστή για να ’χει να υφαίνει την ημέρα τα φορέματα για τους κύκνους.

Ένα βράδυ που μάζευε τσουκνίδα την είδε μία υπηρέτρια και πάει στον βασιλιά και του λέει: «Η γυναίκα σου είναι μάγισσα, βγαίνει τη νύχτα και κάνει μάγια στο φεγγάρι με τα χόρτα».  Ο βασιλιάς δεν την πίστεψε κι ένα βράδυ την παραμόνεψε. Κι αλήθεια, την είδε ο βασιλιάς να μαζεύει χόρτα. Την πήρε και την έβαλε στη φυλακή και την άλλη μέρα διέταξε να την κάψουν, όπως κάνανε στις μάγισσες τον παλιό καιρό.

Η Ελένη ήθελε να τελειώσει δύο φορέματα ακόμη κι ακόμα και στη φυλακή συνέχισε αμίλητη να δουλεύει. Την άλλη μέρα άρχισαν να διαλαλούν στη χώρα για το θάνατο της μάγισσας. Τ’ ακούσαμε και τ’ αδέρφια της και κινήσανε κι εκείνα να πάνε να δούνε. Στην πλατεία ετοίμασαν σωρούς ξύλα για να την κάψουν. Την άλλη μέρα μαζεύτηκε κόσμος και κοσμάκης να τη δει την τιμωρία της Ελένης. Εκείνη πήρε μαζί της και τα φορέματα. Όταν ήταν έτοιμοι να βάλουν τη φωτιά, άκουσαν μία μεγάλη βουή να έρχεται από μακριά. Κοιτάζουνε και τί να δούνε; Οι εννιά αγριόκυκνοι να ’ρχονται και πήγανε και κάτσανε κοντά στο μέρος που ήθελαν να κάψουν τη μάγισσα. Εκείνη μόλις τους είδε πέταξε πάνω στ’ αδέρφια της τα ρούχα που είχε κάνει και τα πουλιά αμέσως έγιναν άνθρωποι όπως πρώτα.

Εκείνη έπειτα μίλησε και είπε όλη την περιπέτεια που πέρασε για να σώσει τα αδέρφια της. Τα ξύλα δε, που είχαν για να την κάψουν, έγιναν τριανταφυλλιές που μοσχοβολούσαν σε όλο το μέρος. Τότε ήρθε και ο βασιλιάς, πήρε την Ελένη και τ’ αδέρφια της και πήγαν στο παλάτι και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!


Μαριέττα Μινώτου, Λαϊκά Παραμύθια της Ζακύνθου,εκδ. Τρίμορφο, Ζάκυνθος 2012.