Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

Συνταγή για ψωμί. Φτιάξτε το δικό σας νόστιμο ψωμί εύκολα και γρήγορα!

(Από τη φίλη μας την Αντωνία, 11 ετών)
Το να φτιάξεις φρέσκο, λαχταριστό, νόστιμο ψωμί είναι λιγότερο δύσκολο από όσο φαντάζεσαι! Δοκίμασε να το κάνεις και θα δεις! (Πάντα με τη βοήθεια ενός μεγάλου)
Υλικά: 1 φακελάκι ξηρή μαγιά, 1,5 κουταλάκι του γλυκού αλάτι, 1 κουταλάκι ζάχαρη, 2 κούπες νερό χλιαρό και περίπου 750 γραμμάρια αλεύρι.
Εκτέλεση: Βάζω τη μαγιά, το αλάτι, τη ζάχαρη και το νερό σε μια λεκάνη με λίγο από το αλεύρι (περίπου 200 γραμμ.) και τα ανακατεύω καλά. Προσθέτω σιγά - σιγά το υπόλοιπο αλεύρι, μέχρι να γίνει μια ωραία ζύμη που δεν κολλάει στα χέρια. Ίσως χρειαστεί λίγο αλευράκι ακόμη ή μπορεί και να περισσέψει λίγο.
Παίρνω ένα στρογγυλό ταψί και το αλείφω με λίγο λαδάκι για να μην κολλήσει το ψωμί. Αν υπάρχει λαδόκολλα, αντί να το λαδώσω, στρώνω στο ταψί τη λαδόκολλα (κι έτσι γλυτώνω και την πολλή φασαρία στο πλύσιμο του ταψιού).
Βάζω την κουζίνα στους 40ο-50οC και αφήνω το ταψί με το ψωμί για μία ώρα μέχρι να φουσκώσει. ΠΡΟΣΟΧΗ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΩΡΑ ΔΕΝ ΑΝΟΙΓΩ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ ΓΙΑΤΙ Η ΖΥΜΗ ΘΑ ΞΕΦΟΥΣΚΩΣΕΙ.
Μόλις περάσει η 1 ώρα βάζω την κουζίνα στους 180 βαθμούς και ψήνω για 45 λεπτά περίπου μέχρι να πάρει το ψωμί ένα ωραίο καστανό χρώμα.

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

Το γλυκό

Από την Ελένη Θεοχάρη-Περράκη

Ο μπαρμπα-Μυτούσης αγαπά πολύ τα δυο του ανεψούδια: τον Κλούβιο και την Σουβλίτσα. Πρέπει όμως να ’χει μεγάλη υπομονή και με τους δυο. Η Σουβλίτσα είναι άτακτη, ακατάστατη και σκανταλιάρα – ένα μικρό ζιζάνιο.
Ο Κλούβιος είναι λίγο τεμπέλης. Του αρέσει να ξαπλώνεται στα μαξιλάρια και στους καναπέδες, όπως τα γατάκια. Είναι και λίγο φοβιτσιάρης. Μπουμ! να του κάνει η Σουβλίτσα, ξαφνιάζεται. Φοβάται τα σκοτάδι, τα ποντίκια, τις βροντές.
Η Σουβλίτσα δεν φοβάται τίποτα. Κι έτσι μπορεί να τον πειράζει με όλα αυτά. Όταν είναι οι δυο τους στο σπίτι, ο μπαρμπα-Μυτούσης στήνει πάντοτε αυτί. Μόλις καθίσει και φορέσει τα γυαλιά του για να διαβάσει την εφημερίδα, κάτι θα γίνει, ένας κρότος, κάποια φασαρία. Πρέπει να σηκωθεί και να τρέξει να δει τι συμβαίνει… Νά! όπως τώρα. Τι θόρυβος είν’ αυτός; Από ποια μεριά έρχεται; Από την κουζίνα; Ίσως να ’ναι η γάτα… Όχι! Τώρα νιαούριζε στην αυλή. Ο μπαρμπα-Μυτούσης είναι ανήσυχος. Περίεργο! Θα ’λεγε κανείς πως έπεσε το μισό σπίτι… Η πόρτα της κουζίνας κλειστή. Προσπάθησε να την ανοίξει.
– Σουβλίτσα… φωνάζει. Ξεκλείδωσε γρήγορα την πόρτα της κουζίνας.
– Μπαρμπούλη μου, δεν είναι κλειδωμένη. Στάσου… έπεσε το σκαμνί στην πόρτα, γι’ αυτό δεν ανοίγει. Μπλέχτηκα πάλι.
Μα πώς να μην μπλεχτεί. Τίποτε όρθιο δεν είχε μείνει στην κουζίνα.
Ο μπαρμπα-Μυτούσης μισάνοιξε την πόρτα και κοίταζε.
Η Σουβλίτσα έτριβε μια το γόνατό της και μια τον αγκώνα της.
Ο Κλούβιος κρυμμένος κάτω από το τραπέζι. Γύρω του όλα κάτω. Ο τρίφτης, η σχάρα, το τρυπητό, η κουτάλα. Ο μπαρμπα-Μυτούσης ξύνει το κεφάλι του. (Έτσι κάνει πάντα όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά.)
– Σουβλίτσα, λέει. Τι είναι εδώ μέσα;
– Μπαρμπούλη, κουζίνα ήτανε. Μη μου θυμώνεις, θα ξαναγίνει πάλι.
– Εκεί κάτω από το τραπέζι κάποιος κουνιέται. Μήπως είναι η γάτα;
– Εγώ είμαι, Μπαρμπούλη, ο…ο…Κλούβιος…
– Σήκω επάνω, έβγα από την κρυψώνα τέλος πάντων. Σουβλίτσα! αυτό το σπασμένο βάζο με το γλυκό, τι είναι;
Η Σουβλίτσα κομπιάζει. Κατεβάζει το κεφαλάκι της. Μια κοιτάζει το βάζο, μια τον μπαρπα-Mυτούση, μια τον Kλούβιο.
– Mπαρμπούλη μου... Aυτό το βάζο, αυτό το βάζο… μα γι’ αυτό το βάζο έγινε όλη η ιστορία.
Άρχισε η Σουβλίτσα να τα μπερδεύει.
– Είναι ένας μήνας τώρα που μας το ’στειλε απ’ το χωριό η θεία Βγενή. Το είχα ξεχασμένο. Ξαφνικά το θυμήθηκα. Ήτανε πολύ καλά κρυμμένο στο πάνω ράφι μέσα στο γουδί. Όλο αυτόν τον καιρό δεν κάναμε και καμιά σκορδαλιά βλέπεις…
Ξερόβηξε ο Μπαρμπούλης, αλλά η Σουβλίτσα δε σταμάτησε. Ανέβηκα στο τραπέζι, που λες, να το πάρω. Τεντώθηκα να το φτάσω. Όλα πηγαίνανε καλά ώς εκεί. Τη στιγμή που έπιανα το γουδί, άκουσα φτέρνισμα… Έκανα πίσω να δω ποιος είναι… και πάρ’ την κάτω την Σουβλίτσα μαζί με το βάζο και ό,τι άλλο ήταν στο ράφι.
Καλά να πάθει… φώναξε ξαφνικά Ο Κλούβιος. Καλά να πάθει γιατί θα το ’τρωγε όλο μονάχη της.
– Και τι κατάλαβες; Μήπως έφαγες εσύ τώρα; του λέει η Σουβλίτσα.
Ο μπαρμπα-Μυτούσης χτυπάει ανυπόμονα το πόδι του… Δεν είναι καθόλου ευχαριστημένος.
– Σουβλίτσα, έμενα να κοιτάς κι όχι τον Κλούβιο τώρα που σου μιλώ. Δεν μου λες, γιατί το έκρυψες;
– Να σου πω, Μπαρμπούλη. Νά! όταν έχουμε γλυκό το τρώνε οι ξένοι… Έρχεται ο κυρ Χρίστος. Λες: «Φέρτε του κυρ Χρίστου μια κουταλιά γλυκό με το νερό…» Πάει μια κουταλιά. Έρχεται η κυρα-Φρόσω· της λες: «Μη φύγεις, Φρόσω μου, πριν φας ένα γλυκό…» Πάει δεύτερη κουταλιά… Έρχεται ο Γιαννάκης· λες: «Δώστε στο παιδί μια μεγάλη κουταλιά γλυκό». Μια…δυο…τρεις… αδειάζει το βάζο με το γλυκό…
Όσο τα ’λεγε αυτά, είχε φουντώσει η Σουβλίτσα, τα μαγουλάκια της κοκκίνισαν, αλλά δεν έπαψε να μιλά.
– Γλυκό από εδώ, γλυκό από εκεί, εμείς μόνο το βάζο βλέπουμε.
Ο Μπαρμπούλης έγινε σκεπτικός. Μήπως είχε κάποιο δίκιο η Σουβλίτσα; Ναι… αλλά…αλλά γιατί να κρύψει το γλυκό. Ύστερα μπορούσε να χτυπούσε σαν έπεφτε. Κούνησε το κεφάλι, κοίταξε και τους δυο και είπε:
– Σουβλίτσα…
Κι εκείνη, παραπονεμένα:
– Ναι, Μπαρμπούλη, δεν ήτανε βλέπεις τυχερό να φάω πάλι γλυκό.

(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος πρώτο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΓΙΑΤΡΟΣ


Του Ευγένιου Σπαθάρη

(H παράσταση αρχίζει με το χορό του Kαραγκιόζη και της οικογένειάς του).
KAPAΓKIOZHΣ: E!... E ρε γλέντια!
KOΛΛHTHPHΣ: Ώπα, ώπα, γεια σου, μπαμπάκο!...
KAPAΓKIOZHΣ: Γεια σου, ξυπόλυτη οικογένεια! E ρε γλέντια! Mπράβο όρεξη για χορό που 'χα! Λοιπόν, αξιότιμοι κύριοι, κυρίες και παιδιά, η παράσταση αρχίζει με τον Kαραγκιόζη γιατρό.
(Mουσική. O Kαραγκιόζης φεύγει από τη σκηνή. Eμφανίζονται ο πασάς και ο τούρκος Σουκρή).
ΠAΣAΣ: Kαλώς τον εφέντη το Σουκρή. Tι έκανες, βρήκες κομπογιανίτη γιατρό;
ΣOYKPH: Mάλιστα, πασά μου, αυτόν που μας είπε ο Xατζηαβάτης. Λέγεται Kαραγκιόζης, αλλά αρνείται ότι είναι γιατρός.
ΠAΣAΣ: E, θα χάσω το παιδί μου, εφέντη Σουκρή! Όλοι οι γιατροί είπαν πως εβουβάθη για πάντα, δε θα ξαναμιλήσει πια...
ΣOYKPH: Hσύχασε, πασά μου, και θα πάρω δυο στρατιώτες με ξύλα της φωτιάς.
(O πασάς απομακρύνεται. Eμφανίζονται δυο στρατιώτες).
ΣOYKPH: Πώς σας λένε, στρατιώτες;
ΣTPATIΩTHΣ A΄: Eμένα Γούσα...
ΣTPATIΩTHΣ B΄: Kι εμένα Mοσούλια.
ΣOYKPH: Θα κρυφτείτε πίσω από αυτή την παράγκα και θα παρουσιαστείτε, όταν σας φωνάξω.
ΣTPATIΩTEΣ: Διαταγές, αγά!
(Έξω από την παράγκα του Kαραγκιόζη).
(O Σουκρή χτυπά την πόρτα).
ΣOYKPH: (χτυπάει) Kύριε γιατρέ! Kύριε γιατρέ!
KOΛΛHTHPHΣ: (από μέσα) Mπαμπάκο, χτυπάνε την πρότα.
ΣOYKPH: Kύριε γιατρέ!
KOΛΛHTHPHΣ: Kουνιέται η παράγκα, μπαμπάκο. Πω πω! αρέας που πήγε στα ποράρια μου!
KAPAΓKIOZHΣ: E! σιγά και θα μου ρίξεις την παράγκα! Tι θέλεις;
ΣOYKPH: Tο γιατρό.
KAPAΓKIOZHΣ: Eκάνατε λάθος στην πόρτα. Eδώ δεν είναι ιατρείον, εδώ είναι λορδοκομείον.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ:

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ: Η ΤΙΤΑΝΟΜΑΧΙΑ

Από την ιστοσελίδα: http://www.mythologia.8m.com/

Ο Δίας πριν εδραιώσει την εξουσία του και γίνει ο απόλυτος κυρίαρχος του Κόσμου είχε να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες. Πάντοτε βέβαια είχε στο πλευρό του τα αδέρφια του τα οποία ελευθέρωσε από το στομάχι του παιδοφάγου Κρόνου. Έτσι σε λίγο καιρό οι Τιτάνες χολωμένοι από την ήττα του Κρόνου και επειδή δε θεωρούσαν σωστό να εξουσιάζει ένας θεός νεότερος απ' αυτούς, κήρυξαν πόλεμο ενάντια στους Ολύμπιους. Οι αθάνατοι χωρίστηκαν σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα. Οι Τιτάνες από τη μια πλευρά, με αρχηγό τους τον Κρόνο, χρησιμοποίησαν για οχυρό τους το όρος Όθρη• η ομάδα του Δία από την άλλη είχε για προκάλυμμά της τον Όλυμπο.
Παλιοί και νέοι θεοί, αρσενικά και θηλυκά, πήραν μέρος σ' αυτόν τον πόλεμο. Όμως από την Τιτανογενιά δεν ήταν όλοι με το μέρος του Κρόνου. Η φοβερή Ωκεανίδα Στύγα μαζί με τα τέσσερα παιδιά της, το Κράτος, τη Βία, τον Ζήλο και τη Νίκη έσπευσαν στο πλευρό του Δία. Αλλά και ο ίδιος ο πατέρας της, ο Ωκεανός, ο πρωτότοκος γιος του Ουρανού, λένε πως βοήθησε τον ανιψιό του ή τουλάχιστον πως έμεινε ουδέτερος σ' αυτή τη φοβερή θεομαχία. Επίσης, ο Προμηθέας, ο γιος του Τιτάνα Ιαπετού, σ' αυτόν τον πόλεμο έγινε πρωτοπαλίκαρο και συμβουλάτορας του Δία.
Το πιο σημαντικό όμως για την παράταξη των Ολυμπίων ήταν πως η μάνα Γη, αυτή η παγκόσμια θεά της γονιμότητας, δεν υποστήριξε τα παιδιά της, αλλά στάθηκε στο πλευρό του εγγονού της, δίνοντάς του πολύτιμες συμβουλές σε κάθε δύσκολη στιγμή. Επιπλέον, από τις Τιτανίδες δεν έλαβαν μέρος στον πόλεμο η Θέμιδα και η Μνημοσύνη, που έγιναν αργότερα σύζυγοι του Δία και τιμήθηκαν στον Όλυμπο.Δέκα ολόκληρα χρόνια κρατούσε η φοβερή αναμέτρηση, μα ο αγώνας ήταν αμφίρροπος. Άλλοτε η πλάστιγγα έγερνε προς την πλευρά των Τιτάνων και άλλοτε προς την πλευρά των Ολυμπίων. Το σύμπαν ολόκληρο ταραζόταν, μα την τελική νίκη δεν την κέρδιζε καμιά παράταξη.
Σε μια πολύ δύσκολη στιγμή για την ομάδα του, ο Δίας έτρεξε γεμάτος αγωνία στη γιαγιά του, τη Γαία. Φίλησε τα χέρια της με σεβασμό και ζήτησε τη συμβουλή της. Τότε αυτή ...
Από την ιστοσελίδα: www.mythologia.8m.com

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

Ο Βραχμάνος, η Τίγρη και το Τσακάλι - Ινδικό Παραμύθι

Μια φορά κι ένα καιρό, ένας Βραχμάνος κίνησε να πάει σ' ένα προσκύνημα. Στο δρόμο του, είδε μια τίγρη κλειδωμένη μέσα σ' ένα κλουβί να ξαπλώνει νωχελικά. Βλέποντας το καημένο το θηρίο το λυπήθηκε, που ήταν αιχμάλωτο. Αλλά μετά, σκεφτόμενος τι μεγάλο κίνδυνο θα αποτελούσαν τα άγρια ζώα αν δεν ήταν φυλακισμένα, αποφάσισε να συνεχίσει την πορεία του.

"Ω Βραχμάνε, ω ευγενή Βραχμάνε," τον κάλεσε η τίγρη, που είχε διακρίνει τη συμπάθεια στο βλέμμα του άγιου περιπλανητή, "λυπήσου με. Ελευθέρωσέ με προτού φύγεις. Είμαι διψασμένη και θέλω να πάω σ' εκείνο το ρυάκι να πιω νερό."

"Δεν θα τολμούσα να σε αφήσω ελεύθερη," είπε ο Βραχμάνoς, κατευθύνοντας τα βήματά του πίσω στο κλουβί. "Όχι, δεν θα τολμούσα να σε αφήσω ελεύθερη, επειδή θα με έτρωγες προτού να πας για να πιεις νερό στο ρυάκι. Όχι, φοβάμαι ..."

"Ω άγιε βασιλιά, ω αληθινά αφοσιωμένε πατέρα," ικέτευσε η τίγρη με δάκρυα στα μάτια, "σε παρακαλώ, λυπήσου με. Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ πολύ, δείξε οίκτο για μένα. Δε θα μπορούσα να είμαι τόσο αγνώμων ώστε να σε φάω ως αντάλλαγμα για την καλοσύνη σου. Ω, πως μπόρεσες να σκεφτείς κάτι τέτοιο;"

Ο Βραχμάνος συγκινήθηκε πολύ από την ικεσία της τίγρης, και έτσι ...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΕΔΩ:

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010

Οι δώδεκα μήνες. Λαϊκό παραμύθι

Μια φορά κι έναν καιρό μια χήρα γυναίκα και πολύ φτωχιά είχε πέντε παιδιά κι ήταν τόσο φτωχιά, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Και δεν έβρισκε και δουλειά για να δουλέψει, μόνο μια φορά την εβδομάδα την φώναζε μια αρχόντισσα γειτόνισσά της, και της ζύμωνε το ψωμί της και της έδινε για τον κόπο της μηδεκάν ένα γωνιάδι ψωμί να πάει στα παιδιά της να φάνε· μόν’ έφευγε η καημένη με τα ζυμάρια στα χέρια κι ερχότανε στο σπίτι της κι εκεί τα έπλυνε με παστρικό νερό και κείνο το νερό το έβραζε και γινόταν κομμάτι σαν χυλός και τρώγανε τα παιδιά της. Και μ’ αυτόν το χυλό ήταν όλη την εβδομάδα χορτάτα, όσο να ξαναζυμώσει πάλι η μάνα τους στην αρχόντισσα και νά ’ρθει πάλι η μάνα τους με τ’ άνιφτα τα χέρια και να τους κάνει πάλι χυλό.
Και τα παιδιά της αρχόντισσας με τόσα και τόσα φαγιά, πολλά και παχιά, και με το αφράτο το ψωμί δε θρεβότανε, μόν’ ήτανε σαν τσίροι. Τα παιδιά όμως της φτωχιάς θρεβότανε και παχαίνανε και ήτανε σαν μπαρμπουνάκια. Και σάστιζε η αρχόντισσα και το ’κανε κουβέντα στις φιλενάδες της κι οι φιλενάδες της τής είπαν:
Διαβάστε τη συνέχεια του παραμυθιού πατώντας εδώ:

Το χρυσόψαρο. Λαϊκό παραμύθι

Μια φορά ήταν ένας φτωχός ψαράς, κι όλη νύχτα αγωνιζόταν να πιάσει ψάρι και ψάρι δεν έπιανε. Κόντεψε τέλος η αυγή, έριξε πάλι τ’ αγκίστρι του κι έλεγε απομέσα του: «Ω, Θεέ μου, δυστυχία! σήμερα θα πεθάνουν τα παιδιά μου απ’ την πείνα».
Του φάνηκε τότε πως τσίμπησε ψάρι και τράβηξε τ’ αγκίστρι. Τι να δει! Ένα ψαράκι χρυσό! Έκανε να το βγάλει απ’ τ’ αγκίστρι κι άκουσε μια φωνή να του λέει: «Ρίξε το ψαράκι το χρυσό στο γιαλό, και θα δεις καλό».
– Ε, λέει με το νου του, να το ρίξω! έτσι κι έτσι δεν θα μου κάμει τίποτε ένα ψαράκι.
Και το ’ριξε στη θάλασσα. Πάλι ακούει την ίδια φωνή να του λέει:
– Τι καλό θέλεις να σου κάμω;
– Ε, λέει, να πάω στο σπίτι μου και να βρω ψωμιά και φαγιά.
Σαν πήγε στο σπίτι του, τα ήβρεν όλα όπως του είπε η φωνή. Είπε την ιστορία όλη στη γυναίκα του.
– Αχ, καλέ, του λέει αυτή, αντί να ζητήσεις, τίποτε καλό, ζήτησες ψωμιά και φαγιά;
– Ε, καλά, της λέει αυτός. Αν το ξαναπιάσω, τι θέλεις να του ζητήσω;
Η γυναίκα τού είπε να ζητήσει παλάτια!
Επήγεν ο καημένος ο ψαράς, έριξε το δίχτυ κι έπιασε πάλι το χρυσόψαρο. Έκανε να το βγάλει πάλι απ’ τ’ αγκίστρι και άκουσε τη φωνή: «Ρίξε το ψαράκι το χρυσό στο γιαλό, και θα δεις καλό».
Το έριξε, κι άκουσε πάλι τη φωνή: «Τι καλό θέλεις να σου κάμω;» κι αυτός εζήτησε παλάτια.
Πάει στο σπίτι του και τι να δει; παλάτια ωραιότατα!
– Αχ, του λέει η γυναίκα του, να πά’ να το ξαναπιάσεις και να του ζητήσεις συ να γίνεις βασιλιάς κι εγώ βασίλισσα.
Επήγε πάλι κι έκαμεν όπως έκαμνε και τις άλλες φορές, άκουσε τη φωνή και ζήτησε ό,τι του είπε η γυναίκα του. Μα πάει κατόπι στο σπίτι του, και τι να δει; Μια καλύβα όπως πρώτα, και τα παιδιά του πεινασμένα.

(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος πρώτο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2010

Το Παιδί του Γεφυριού : Κυπριακό Παραμύθι

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας άνθρωπος που είχε έναν υπηρέτη. Ότι του έλεγε έκαμνε, ήταν έμπιστος πολλά. Ο άνθρωπος όμως τούτος, ο άρχοντας, δεν έκαμνε παιδί. Έκαμνε τάματα στους αγίους, έκαμνε ελεημοσύνες, πολλά καλά, βοηθούσε τα ορφανά, τες χήρες, του γέρους...
Ήταν ένας ποταμός κοντά στο χωριό τους. Άμα έβρεχε, κατέβαινε ο ποταμός, ορμητικός, πλατύς, και δεν μπορούσαν οι ανθρώποι να τον περάσουν, περίμεναν μέχρι να ησυχάσει και μετά. Λέει ο άνθρωπος μέσα του:
- Θα κτίσω κι ένα γιοφύρι να περνούν τα πλάσματα, να πηγαίνουν στη δουλειά τους και ίσως μου πέμψει ο Θεός ένα παιδί.

Πράγματι, έκτισε ένα μεγάλο γιοφύρι, ώσπου να χειμωνιάσει, ήταν τελειωμένο. Ότις κι ετελέψαν το κτίσιμο, λέγει στον υπηρέτη, τον μισθωτό του:
- Να πας να μπεις κάτω από το γιοφύρι, ν' αγροικήσεις τι θα λαλούν εκείνοι που θα περνούν από πάνω.
Ο υπηρέτης επήγε, ενέβην κι έκατσε κάτω από το γιοφύρι. Περνούσαν τα πλάσματα ένας - ένας κι έλεγαν:
- Έκαμε πολλά καλά τούτος ο άνθρωπος, μα τούτο το γιοφύρι είναι το καλύτερο πράγμα που μας έκαμε. Περνάς χαρά σου, μήτε να φοβηθείς τον ποταμό, μήτε τίποτε. Ο Θεός να του χαρίνει τη γυναίκα του και να του χαρίσει κι ένα παιδί.
Πέρασε αρκετή ώρα, περνούσαν άλλοι, άλλοι, τα ίδια λαλούσαν, κι εύχονταν υπέρ του ανθρώπου. Ύστερα ήρθαν τρεις - ήταν η Αγία Τριάδα. Ακούμπησαν πάνω στα κάγκελα του γιοφυριού και λαλεί η Αγία Τριάδα:
- Για τούτο το καλό και για όλα τα καλά που έκαμε ο άνθρωπος τούτος θα του πέμψει ο Θεός ένα παιδί, που άμα γίνει πέντε χρονών, ότι πει θα γίνεται.
Ο υπηρέτης άκουσε, φθόνησεν όμως η ψυχή του κι όταν νύχτωσε, αντί να πάει να πει στον αφέντη του τι άκουσε, πήγε και του είπεν άλλα:
- Περνούσαν τα πλάσματα, στέκονταν κι έλεγαν: "Ε, και τούτος... έκτισε ένα γιοφύρι και νομίζει ότι είναι κάμποσος. Τούτα όλα που κάμνει είναι αππώματα, καμώματα και κάμποσες περιχάρισες". Δεν είπαν τίποτε καλό για σένα.
Λυπήθηκε ο άνθρωπος, όμως δεν είπε τίποτε. Στο μεταξύ, έμπα μέρα, έβγα μέρα, εγκαστρώθη η γυναίκα του. Ήρθε η ώρα γέννησε, πήραν το μωρό οι γειτόνισσες, το περιποιήθηκαν, το τύλιξαν και το έβαλαν στην κούνια. Φρόντισαν και την μάνα του κι έφυγαν. Η γυναίκα κουρασμένη εκοιμήθη. Πάει τότε ο υπηρέτης, πιάνει το μωρό και το παίρνει έξω του χωριού, σε μια γυναίκα που ανάγιωνε τα μωρά, άμα πέθαινε η μάνα τους. Της λέει:
- Πάρε τούτο το μωρό να το αναγιώσεις κι ότι δαπανήσεις κι ότι θέλεις θα σε πλωρώσω. Έβγαλε μάλιστα κι της έδωσε κι ένα πεντόλιρο.
- Ε, μείνε ήσυχος, γιέ μου, εγώ αυτή τη δουλειά κάμνω.
- Α! Να το φροντίζεις ώσπου να γίνει πέντε χρονών.
Αφήνει το μωρό στη γυναίκα και πάει βουριτός πίσω στο σπίτι του αφεντικού του. Πιάνει, έσφαξε μιαν όρνιθα, παίρνει το γαίμα της και το βάλει πάνω στα χείλη και στα στήθη και στα χέρια της λεχώνας.
Σηκώνεται ο άντρας της λεχώνας το πρωΐ, πάει να δει το μωρό, δεν υπάρχει μωρό.
- Παναγία μου, Κυκκώτισσα μου! Μα τι έγινε το μωρό μας;
- Έρχεται τότε ο υπηρέτης κοντά:
- Μα τι έπαθες, αφέντη;
- Παναγία μου, χάθηκε το μωρό!
- Δεν βλέπεις, ά... φεντη πως το έφαγε η μάνα του; Δεν καταλαβαίνεις καθόλου ότι το έφαγε η γυναίκα σου; Δες, το έφαγε. Δες τα χείλη της, τα χέρια της, τα στήθη της... το έφαγε.
- Γυρίζει ο καημένος ο άνθρωπος και λέει στη γυναίκα του που στο μεταξύ είχε ξυπνήσει από τες φωνές :
- Τι έκαμες βρα; Έφαγες το μωρό μας, κόρη ασυγχώρητη;
Η γυναίκα έμεινε με ενοικτό το στώμα.
- Δεν καταλαβαίνω τίποτε. Για τ΄όνομα του Θεού και της Παναγίας, είναι δυνατό να φάω το μωρό μου; Φώναζε, έκλαιε, δεν ήξερε τι να κάμει, ήταν για να πελλάνει.
Έρχεται στο μεταξύ η Αστυνομία, την έπιασαν και την επήραν έτσι λεχώνα όπως ήταν στο νοσοκομείο κι άμα έγιανε την έβαλαν στη φυλακή.
Ο καημένος ο άντρας της έμεινε μόνος του, δεν ήξερε τι να κάμει, ήθελε να ποθάνει από το μαράζι του. Πήγαινε κάθε μήνα στη φυλακή κι έβλεπε τη γυναίκα του.
Όμως, να τους αφήκομεν τούτους και να πάμε στο παιδί.
Έμπα μέρα, έβγα μέρα, έγινε πέντε χρονών. Πήγε ο υπηρέτης εκείνος, πλήρωσε τη γυναίκα που το έγλεπε, και πήρε το παιδί. Πήγε τότες και κάθισε απέναντι των σπιτιών του βασιλέα και λέει στο παιδί :
- Να πεις να γίνει ένα σπίτι καλύτερο από το σπίτι του βασιλιά, επιπλωμένο όπως ένι τα πράγματα που έχει ο βασιλιάς.
- Ε, να γίνει ένα σπίτι καλύτερο από το σπίτι του βασιλιά, είπε το παιδί.
Πράγματι, έγινεν ένα παλάτι θαύμα, με τα πράγματα μέσα, ότι χρειαζόταν. "Να πεις να΄χει ψωμιά, να πεις να΄χει λεφτά, να πεις να' χει...", πρόστασσε συνέχεια εκείνος ο υπηρέτης και το παιδί έλεγε και γένονταν όλα.
Μια μέρα ο υπηρέτης πήγε και ζήτησε την κόρη του βασιλιά. "Να μου δώκεις την κόρη σου, έχω και παράδες πολλούς, αμέτρητους, κι ότι θέλεις. Να τα σπίτια μου και τα πράγματα μου...".
Του την έδωκε ο βασιλιάς και την πήρε στο σπίτι του. Ήταν όμως ένας σκυλόκακος... πήγαινε κι έπινε και μεθούσε κι έλεμνε την κόρη του βασιλιά μέρα - νύχτα.
Μια νύχτα, ο υπηρέτης έλειπε πάλι, πήγε να πιει. Το παιδί σκέφτηκε: θα' ρθει πάλι τώρα και θ΄αντακώσει φωνές, θα πάω να κρυφτώ κάτω από την μονή". Μπήκε κάτω από τη μονή. Γύρω - γύρω η μονή είχε ρούχο (όπως τα σκλουβέρκα) ως κάτω χαμαί και δεν φαινόνταν. Ο υπηρέτης ήρθε τα μεσάνυχτα μεθυσμένος, αρχίνησε τες φωνές, ενά κακό....
- Είσαι τέλεια πελλός, λαλεί του η βασιλοπούλα. Στο φρενοκομείο έπρεπε να σε πάρουν αντί να σε παντρέψουν μ΄ εμένα να με βασανίζεις. Φρενοκομείο ήθελες.
- Φρενοκομείο εγώνι; Να' ξερες τι κατάφερα εγώνι!
Και της είπε την ιστορία από την αρχή, όταν έκατσε κάτω από το γιοφύρι. Το παιδί στο μεταξύ αγροικούσε.
- Ήμουν από κάτω ΄κει όταν ήρθαν τρία πλάσματα και είπαν ότι ο αφέντης μου θα κάμει ένα μωρό που άμα γινεί πέντε χρονών, ότι πει θα γένεται. Κι ότις και γέννησεν πήγα κι πήρα το μωρό κι άλειψα τη μάνα του κάμποσο γαίμα της όρνιθας. Εγώ και ο άντρας της είπαμε πως το' φαγε, και την πήρε η Αστυνομία και την έβαλε στη φυλακή. Μετά από πέντε χρόνια, ανάλαβα το κοπελούδιν, κι είπε κι εγίνη τούτο το παλάτι. Γίνηκε το ένα, γίνηκε το άλλο. Εγώνι τα κατάφερα μια χαρά κι εσούνι θα μου πεις πως είμαι πελλός;".
Άμα κι άκουσε όλα τούτα, το παιδί εξέβην από την μονή και λέει του υπηρέτη:
- Η μάνα μου είναι στη φυλακή κι ο κύρης μου μαραζώνει; Να γίνεις ένας σκύλος αλυσοδεμένος!
Ξαφνικά ο υπηρέτης έγινε ένας σκύλος αλυσοδεμένος κάτω στο πάτωμα, κι έλασσε.
Λαλεί της κοπελούδας το παιδί:
- Να πάεις στον κύρη σου, γιατί δεν είναι πλάσμαν τούτο και θα γενεί πάλι τούτος ο τόπος εδώ έρημος.
Παίρνει τότε η κοπελούδα ότι είχε δικό της κι έφυγε.
Λέει τότες το παιδί:
- 'Οπως ήταν πριν χωράφι, χωράφι να γενεί πάλι τούτος ο τόπος. Εγίνη! Πιάνει τότε το σκύλο από την αλυσίδα κι ελάμνησε.
- Λάμνε, λάμνε, πήγε και βρήκε το χωριό του. Ρώτησε, βρήκε το σπίτι του, ενέβην έσω, βρήκε τον κύρη του, λαλεί του:
- Ίντα κάμνεις εδώ;
- Ίντα να κάμω ο κακότυχος; Κλείω τη μοίρα μου.
- Γιατί είσαι κακότυχος;
- Έτσι κι έτσι πάθαμε.
- Θωρείς τούτον το σκύλο; Είναι ο υπηρέτης σου.
- Ο υπηρέτης μου;
- Ναι, ήρθαν πάνω στο γιοφύρι τρία πλάσματα ενώ ο υπηρέτης σου ήταν από κάτω κι αγροίκαν. Αυτά τα τρία πλάσματα ήταν η Αγία Τριάδα κι είπε ότι θα κάμεις ένα μωρό που άμα γινεί πέντε χρονών, ότι πει θα γένεται. Κι έκαμες εμένα. Τούτος ο υπηρέτης, έσφαξε μια όρνιθα κι έχρισε τη μάνα μου γαίμα, τάχα πως μ' έφαγε. Και πού ένι η μάνα μου τώρα;
- Ένι στην φυλακή. Λάμνε να πάμε να την εύρομεν.
Σηκώνουνται, πήγαν και την ηύραν, λαλεί της ο άντρας της:
- Δες το μωρό που έκαμες.
- Το μωρό που έκαμα; Κυρι΄ελέησον, Παναγία μου Δέσποινα!
Της είπαν κι εκείνης ότι έγινε, την έβγαλαν από τη φυλακή και πήγαν εις τα σπίτια τους. Τότε ο άνθρωπος εκείνος λέγει:
- Έλεγε πως ήταν έμπιστος, και τόν επίστευα, μα δες κακό που μου΄καμε! Να τον Σκοτώσομε!
- Όχι πατέρα, λαλεί του το παιδί, τώρα θα δεις, θα πω να χαθεί, να μην ευρεθεί πια. Α! Τούτος ο σκύλος να χαθεί να πάει στ΄άγρια όρη, να μην έρθει πια ποτέ στον κόσμο.
Αμέσως χάθηκε ο σκύλος.
Έμεινε ο άνθρωπος εκείνος με τη γυναίκα του και το παιδί τους κι επέρασαν ζωή χαρισάμενη.

Κυπριακό Παραμύθι  (από την ιστοσελίδα http://noctoc-noctoc.blogspot.com/

αγρικούσε=άκουγε αππώματα=καμώματα, πελλάνει=τρελλάνει, ελάμνησε=προχώρησε, βουριτός=τρεχάτος

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2010

«Ο Μικρός Πρίγκιπας» ζωντανεύει στο Νέο Ψηφιακό Πλανητάριο του Ιδρύματος Ευγενίδου

Σε ένα προσωπικό ταξίδι στη χαμένη παιδική αθωότητα, αυτή που λέγεται ότι όλοι οι «μεγάλοι» έχουμε καλά κρυμμένη μέσα μας, μας προσκαλεί ο «Μικρός Πρίγκιπας» του Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ. Αυτή τη φορά το συμβολικό του ταξίδι ξετυλίγεται στο θόλο του Νέου Ψηφιακού Πλανηταρίου του Ιδρύματος Ευγενίδου, μέσα από τη νέα ψηφιακή παράσταση με τον ομώνυμο τίτλο.
Οι προβολές ξεκινούν την Τετάρτη, 3 Φεβρουαρίου και θα γίνονται κάθε Σαββατοκύριακο (ώρες: 10:30, 13:30,16:30. Πληροφορίες στο τηλ.: 210 9469600).
Μισό και περισσότερο αιώνα μετά τη δημιουργία του παραμυθιού που έμελλε να συντροφεύσει τις προσωπικές αναζητήσεις τουλάχιστον 80 εκατομμυρίων ανθρώπων πάνω στη Γη -όσα δηλαδή και τα αντίτυπα που έχουν πουληθεί μέχρι σήμερα-, οι εικόνες και το κείμενο που χάρισε στην ανθρωπότητα ο Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ, ζωντανεύουν σε μια ψηφιακή παράσταση που σέβεται και ακολουθεί πιστά το έργο του μεγάλου συγγραφέα.
Η ψηφιακή παράσταση «Ο Μικρός Πρίγκιπας» έχει την υποστήριξη από μια ομάδα γνωστών ηθοποιών, οι οποίοι αγκαλιάζουν το έργο με ιδιαίτερη αγάπη, χαρίζοντας τις φωνές τους και δημιουργώντας μία υπέροχη παράσταση.
Ο Σπύρος Παπαδόπουλος στο ρόλο του πιλότου, η Ξένια Καλογεροπούλου στο ρόλο της αλεπούς, η Ζέτα Μακρυπούλια ως τριαντάφυλλο, ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος ως φίδι, ο Βασίλης Καΐλας ως Γεωγράφος και η Ντορίνα Θεοχαρίδου στο ρόλο του Μικρού Πρίγκιπα, δημιουργούν ένα αποτέλεσμα, το οποίο με τη σκηνοθεσία μεταγλώττισης του Αργύρη Παυλίδη, καθηλώνει το θεατή με ευαισθησία και τρυφερότητα.
Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι το βιντεοκλίπ του τραγουδιού «Ο Μικρός Πρίγκιπας», το οποίο, ενταγμένο στην ψηφιακή παράσταση, προβάλλεται επίσης στο θόλο, είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας του Μάριου Φραγκούλη, ο οποίος έγραψε την μουσική και τραγουδά, του Παρασκευά Καρασούλου, που έγραψε τους στίχους, ενώ η σκηνοθεσία είναι του Παναγιώτη Σιμόπουλου.