Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

"Το μάτι". Παραδοσιακό παραμύθι από την Ήπειρο (Πάργα)


Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας ψαράς. Μια μέρα από τις πολλές, πήγε στην ακροθαλασσιά κι έριξε τα δίχτυα του, αλλά δε έπιασε ούτε λέπι.  Κίνησε να γυρίσει σπίτι του καταστενοχωρημένος που δε μπόρεσε να βγάλει ψάρια να ταΐσει τα παιδιά του. Στο δρόμο της επιστροφής πέρασε μπροστά από το παλάτι του βασιλιά κι έβγαλε έναν μεγάλο αναστεναγμό:
-Αχ! Τι δυστυχισμένος άνθρωπος που είμαι!
Ο βασιλιάς, που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στον εξώστη, άκουσε τον ψαρά και τον φώναξε να τον φέρουν μπροστά του. Όταν του τον έφεραν τον ρώτησε:
- Γιατί άνθρωπέ μου βαριαναστενάζεις και λες πως είσαι πολύ δυστυχισμένος;
- Αναστέναξα αφέντη βασιλιά μου, είπε ο ψαράς, γιατί πήγα στη θάλασσα να ψαρέψω, αλλά δε μπόρεσα να πιάσω τίποτε κι έτσι δε θα έχω ψωμί να ταΐσω τα παιδιά μου.
- Ξαναπήγαινε στη θάλασσα, είπε ο βασιλιάς, κι ό,τι πιάσεις, ψάρι, πέτρα φύκι, οτιδήποτε, φέρτο σε μένα και θα σου δώσω το βάρος του σε φλουριά. Με τη συμφωνία όμως, πως θα κρατήσω εγώ αυτό που θα ψαρέψεις.
Γυρνάει ο ψαράς στην ακροθαλασσιά, έριξε και ξανάριξε τα δίχτυα του, αλλά δεν έπιασε τίποτε άλλο παρά ένα μάτι ψαριού! Απογοητευμένος το πάει στον βασιλιά.
- Πραγματικά είσαι άτυχος άνθρωπέ μου, του λέει ο βασιλιάς, γιατί αυτό δε ζυγίζει ούτε όσο ένα φύλλο. Παίρνει ο βασιλιάς το μάτι, το βάζει πάνω στον ένα δίσκο μιας ζυγαριάς και στον άλλο δίσκο βάζει ένα χρυσό φλουρί και με έκπληξη βλέπει ότι το μάτι ήταν βαρύτερο από το φλουρί! Βάζει και δεύτερο φλουρί και τρίτο, μα το μάτι ακόμη φαινόταν βαρύτερο. Βάζει μια χούφτα φλουριά, μα ο δίσκος με το μάτι δεν έλεγε να ανέβει τον ανήφορο! Γεμίζει το δίσκο της ζυγαριάς ως επάνω με φλουριά, μα τίποτα! Και τότε ακόμα το μάτι ήταν βαρύτερο!
 Ο βασιλιάς έμεινε απορημένος και κάλεσε όλους τους σοφούς του τόπου και τους είπε:
- Έχω ένα ερώτημα να σας βάλω και έχετε προθεσμία έναν μήνα να μου απαντήσετε. Αν βρείτε την εξήγηση θα σας γεμίσω δώρα, διαφορετικά θα σας πάρω το κεφάλι. Και να ποιο είναι το ερώτημα... Και τους έδειξε τη ζυγαριά με το μάτι και τα χρυσά φλουριά.
Οι σοφοί έβαλαν τα δυνατά τους, μα εξήγηση δε μπορούσαν να δώσουν. Οι μέρες περνούσαν, τέλειωνε ο μήνας και είχαν πλέον απελπιστεί γιατί η απειλή του βασιλιά ήταν πάνω από τα κεφάλια τους. Έφτασε η τελευταία μέρα και σκέφτηκαν να καλέσουν έναν γέρο καλόγερο, που είχε τη φήμη του σοφού και τίμιου, για να τους βοηθήσει.
Αυτός πράγματι προθυμοποιήθηκε να τους βοηθήσει. Έβαλε πάνω από το ράσο ρούχα σαν αυτά που φορούσαν οι σοφοί, για να μην τον πάρουν χαμπάρι στο παλάτι, παίρνει τη ζυγαριά με το μάτι κι ένα σακούλι με χώμα και παρουσιάζεται μπροστά στον βασιλιά που περίμενε να λάβει την απάντηση.
Ο καλόγερος παίρνει από το σακούλι του λίγο χώμα και πασπαλίζει το μάτι κι αμέσως η ζυγαριά από το μέρος του ματιού σηκώθηκε λίγο. Βάζει λίγο ακόμη χώμα από το μέρος του ματιού και η ζυγαριά έγειρε κι άλλο προς το μέρος των φλουριών. Βάζει κι άλλη φορά χώμα στο μάτι κι ο δίσκος των φλουριών κάθισε κάτω, ενώ του ματιού ελάφρυνε και σηκώθηκε πάνω. Ενώ πριν, θυμάστε, γινόταν το ανάποδο.
- Το μάτι βασιλιά μου, έδωσε την εξήγηση ο καλόγερος είναι η πηγή της αχορτασιάς και της φιλαργυρίας. Πριν το μάτι σμίξει με το χώμα ήταν καθαρό, γι' αυτό ηταν βαρύ. Τώρα που έσμιξε με το χώμα, ενώ έπρεπε να ζυγιάζει περισσότερο, τώρα είναι ελαφρύτερο απ' ότι ήταν πριν.
Έτσι και ο άνθρωπος. Όλη του τη ζωή καταγίνεται να μαζέψει πλούτη αλλά ποτέ δε χορταίνει. Όταν όμως πεθαίνει και πια γίνει ένα με το χώμα, ό,τι έχει μάσει με την πλεονεξία του τον αφήνει. Όπως αυτό το μάτι: Όσο ήταν καθαρό ζύγιαζε πλιότερο, γιατί δε χορταινε το χρυσάφι. Όταν λερώθηκε με το χώμα και θόλωσε, το χρυσάφι δεν τόβλεπε πια και γι' αυτό κι ελάφρυνε. Το  χώμα αφέντη βασιλιά μου τα νικάει όλα!
-Εύγε! είπε ο βασιλιάς στον καλόγερο. Η εξήγηση που μου έδωσες μ' έκανε να καταλάβω πολλά πράγματα. Θα σας ανταμείψω πλουσιοπάροχα! Κι έτσι έδωσε στον σοφό καλόγερο και στους υπόλοιπους, ανάμεσά τους και στον φτωχό ψαρά, το μισό του βασίλειο. Και όλοι ζήσανε καλά κι μείς καλύτερα!

«Το πιο γλυκό ψωμί» – Λαϊκό παραμύθι

Σχετική εικόνα

Κάποτε ήταν ένας βασιλιάς πολύ πλούσιος, που είχε ό,τι επιθυμούσε η ψυχή του και είχε χορτάσει τα πάντα. Κι όλα τα καλά του κόσμου θρονιασμένα στη ζωή του ήταν κι όλοι τον θαύμαζαν για τα πλούτη του κι έλεγαν ότι δεν υπάρχει άνθρωπος πιο ευτυχισμένος σ’ ολόκληρη τη γης. Ώσπου μια μέρα κάτι παράξενο συνέβηκε. Ο βασιλιάς έχασε την όρεξή του και τίποτα δεν ήθελε να βάλει στο στόμα του.
Μέρα με τη μέρα όλο και πιο χλωμός φαινόταν, αδύνατος σαν βέργα ξεραμένη. Όλα του φταίγανε και γκρίνιαζε με το παραμικρό.
Γιατροί από παντού προστρέξαν να τον δουν και για τον άρρωστο βασιλιά τα καλύτερα δοκίμαζαν μαντζούνια και γιατρικά. Τίποτα! Όλα χαμένα πήγαιναν. Η ανορεξία του βασιλιά συνεχιζόταν αμείωτη κι όλο και χειροτέρευε. Κάθε μέρα του έφερναν μπροστά του δίσκους με τα πιο καλομαγειρεμένα, μοσχοβολιστά φαγητά. Μα τίποτα δεν τον συγκινούσε.
Περνούσε ο καιρός ώσπου μια μέρα έτυχε να περνάει από το παλάτι του ένας γέροντας φτωχός, ασπρομάλλης και ξερακιανός, που ήξερε από γιατρικά και όλοι τον έλεγαν σοφό.
Τον ζύγωσε ο γέροντας κι άρχισε να του κάνει ερωτήσεις:
-Μήπως κουράζεσαι πολύ, βασιλιά μου; τον ρώτησε.
-Τι λες, γιατρέ μου, του λέει ο βασιλιάς.
-Όλη μέρα ξαπλωμένος στο θρόνο μου είμαι, το μικρό μου δαχτυλάκι δεν κουνώ.
-Μήπως έγνοιες και σκοτούρες για το λαό σου έχεις;
-Κάθε άλλο. Καρφί δεν μου καίγεται για κανέναν, σκοτούρα δεν έχω καμιά.
-Μήπως επιθύμησες ποτέ σου κάτι και δεν τ’ απέκτησες;
-Ούτε αυτό! Βασιλιάς είμαι, μην το ξεχνάς. Κι ο,τι γυρέψω, έρχεται μπροστά μου.
Σκέφτηκε, σκέφτηκε ο γέροντας κι υστέρα γυρίζει και λέει του βασιλιά:
-Άκουσε, βασιλιά μου… Καθώς βλέπω, τίποτα το σοβαρό δε σου συμβαίνει. Εκείνο που φταίει και δεν έχεις όρεξη είναι το ψωμί που σου δίνουν οι μάγειροί σου στο παλάτι! Να διατάξεις τώρα να σου φέρουν το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου για να φας. Αν μπορέσεις να το ’χεις αυτό, τότε θα γιατρευτείς!
Αμέσως ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στους μαγείρους του παλατιού να ζυμώσουν και να του ψήσουν το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!
Έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά οι ψωμάδες ποιος θα φτιάσει το πιο γλυκό ψωμί για το βασιλιά! Ζύμωσαν κάθε λογής ψωμιά, έβαζαν μέσα ζάχαρες, μέλια και σιρόπια και του τα ’φεραν στο παλάτι να τα δοκιμάσει. Μα πάλι δεν ήθελε να τα φάει. Το να του μύριζε, τ’ άλλο του έφταιγε. Τότε ο βασιλιάς, έστειλε ανθρώπους του να πάνε να βρούνε το γέροντα και να τον ξαναφέρουνε μπροστά του. Έτσι λοιπόν κι έγινε.
-Θα σε κρεμάσω, που με ξεγέλασες! του φώναξε ο βασιλιάς μόλις τον είδε.
-Γιατί, βασιλιά μου; τον ρώτησε ο γέροντας.
-Γιατί το γλυκό ψωμί, που είπες να μου φτιάξουνε να φάω, δε μου έκαμε τίποτα!
-Μπα; Φαίνεται πως το ψωμί που σου ζύμωσαν, δεν ήταν τόσο γλυκό όσο έπρεπε!
Ο βασιλιάς ήταν πάλι έτοιμος ν’ αγριέψει, μα είδε το γέρο που κάτι συλλογιζότανε, και περίμενε.
-Άκουσε, βασιλιά μου, του λέει ο γέροντας ύστερα από λίγο.
-Αν θέλεις να δοκιμάσεις το ψωμί που θα σε γιατρέψει, πρέπει να ’ρθεις μαζί μου για τρεις μέρες μονάχα και να κάνεις ό,τι σου λέω. Αν δε γίνεις καλά, είσαι ελεύθερος να μου πάρεις το κεφάλι!
Κι ο βασιλιάς, δέχτηκε να πάει μαζί με τον παράξενο γέροντα, εκεί που του ’λέγε. Φόρεσε κι αυτός φτωχικά ρούχα, φόρεσε και κάτι παλιοπάπουτσα, πήρε κι ένα μπαστούνι στα χέρια του κι έφυγε κρυφά από το παλάτι, μακριά, κι επήγανε στον κάμπο, να μείνουν στην καλύβα του γέροντα, μέσα σ’ ένα χωράφι σπαρμένο.
Ξημερώνοντας, ο γέροντας έδωσε στο βασιλιά ένα δρεπάνι και του λέει:
-Έλα να θερίσουμε! Έπιασε ο βασιλιάς και θέριζε μες στο λιοπύρι ολάκερη μέρα. Έκαμε καμιά σαρανταριά δεμάτια στάχυα. Ήρθε το βράδυ, κι έπεσαν κατάκοποι να κοιμηθούνε, νηστικοί.
Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ξύπνησε ο γέροντας το βασιλιά και του λέει:
-Σήκω τώρα, να πάρουμε όλ’ αυτά τα δεμάτια, να τα πάμε στ’ αλώνι να τ’ αλωνίσουμε!
Κουβάλησε στην πλάτη του ο βασιλιάς ένα σωρό δεμάτια, κι ύστερα όλη μέρα, τα κοπάνιζε με το δάρτη, ώσπου κάμανε το στάρι σωρό, τ’ ανεμίσανε και το βάλανε στο σακί. Κι όλη μέρα την περάσανε πάλι νηστικοί κι οι δυο τους, μόνο λίγο νερό ήπιανε από τη στέρνα, που ήτανε κοντά στην καλύβα.
Πέσανε πάλι κουρασμένοι το βράδυ και κοιμηθήκανε.

Την τρίτη μέρα, χαράματα σχεδόν, ο γέροντας σήκωσε το βασιλιά:
-Ξύπνα τώρα, βασιλιά μου, να πάμε το στάρι μας στο μύλο να τ’ αλέσουμε! Πάρ’ το εσύ στην πλάτη σου και πάμε εκεί, στην κορφή του βουνού που είναι ο μύλος. Τι να κάμει ο βασιλιάς, πήρε το σακί στην πλάτη και παρά την κούρασή του, το κουβάλησε στην κορφή του βουνού. Τώρα αρχίνησε και να πεινάει, μα ντρεπόταν να το πει. Αλέσανε το στάρι τους, και για να μην τα πολυλογούμε, γυρίσανε κατά το μεσημέρι στην καλύβα, πάλι ο βασιλιάς φορτωμένος τ’ αλεύρι.
– Έλα τώρα να ζυμώσουμε, του λέει ο γέρος κι έβαλε το βασιλιά να ζυμώνει.
Ύστερα τον έστειλε στο λόγγο να κόψει ξύλα, και κατά το βραδάκι βάλανε να ψήσουνε στο φούρνο 3-4 καρβέλια. Ο βασιλιάς τώρα πεινούσε κι ανυπομονούσε πότε να ψηθούν τα ψωμιά, για να φάει!
-Πεινάω πολύ», λέει του γέρου.
-Περίμενε και θα φας! του απάντησε κείνος.
Σε λίγο βγήκανε από το φούρνο τα καρβέλια, αχνιστά και ροδοψημένα. Τότε ο βασιλιάς άρπαξε το καρβέλι, το έκοψε με τα χέρια του κι άρχισε να το τρώει με μανία . Μα με την πρώτη μπουκιά που κατάπιε, φώναξε γεμάτος χαρά:
-Μάλιστα! Αυτό είναι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου! Κι όμως ούτε μια κουταλιά ζάχαρη δεν έριξα στο ζυμάρι του!
Τότε ο γέροντας χαμογέλασε και του είπε:
-Βασιλιά μου, πρέπει να ξέρεις πως η ζάχαρη στο ψωμιού σου ήταν ο ιδρώτας που έχυσες για να το φτιάξεις. Τώρα είσαι ελεύθερος να ξαναπάς στο παλάτι σου. Κοίτα μονάχα να δουλεύεις απο δώ κι εμπρός, και θα δεις πως η όρεξη δε θα σου λείψει.
Ο βασιλιάς ακολούθησε την συμβουλή του γέροντα κι όταν γύρισε στο παλάτι δούλευε κάθε μέρα για το λαό του. Από τότε η όρεξη του ξανάρθε κι έτρωγε όλου του κόσμου τα καλά!