Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας άνθρωπος που είχε έναν υπηρέτη. Ότι του έλεγε έκαμνε, ήταν έμπιστος πολλά. Ο άνθρωπος όμως τούτος, ο άρχοντας, δεν έκαμνε παιδί. Έκαμνε τάματα στους αγίους, έκαμνε ελεημοσύνες, πολλά καλά, βοηθούσε τα ορφανά, τες χήρες, του γέρους...
Ήταν ένας ποταμός κοντά στο χωριό τους. Άμα έβρεχε, κατέβαινε ο ποταμός, ορμητικός, πλατύς, και δεν μπορούσαν οι ανθρώποι να τον περάσουν, περίμεναν μέχρι να ησυχάσει και μετά. Λέει ο άνθρωπος μέσα του:
- Θα κτίσω κι ένα γιοφύρι να περνούν τα πλάσματα, να πηγαίνουν στη δουλειά τους και ίσως μου πέμψει ο Θεός ένα παιδί.
Πράγματι, έκτισε ένα μεγάλο γιοφύρι, ώσπου να χειμωνιάσει, ήταν τελειωμένο. Ότις κι ετελέψαν το κτίσιμο, λέγει στον υπηρέτη, τον μισθωτό του:
- Να πας να μπεις κάτω από το γιοφύρι, ν' αγροικήσεις τι θα λαλούν εκείνοι που θα περνούν από πάνω.
Ο υπηρέτης επήγε, ενέβην κι έκατσε κάτω από το γιοφύρι. Περνούσαν τα πλάσματα ένας - ένας κι έλεγαν:
- Έκαμε πολλά καλά τούτος ο άνθρωπος, μα τούτο το γιοφύρι είναι το καλύτερο πράγμα που μας έκαμε. Περνάς χαρά σου, μήτε να φοβηθείς τον ποταμό, μήτε τίποτε. Ο Θεός να του χαρίνει τη γυναίκα του και να του χαρίσει κι ένα παιδί.
Πέρασε αρκετή ώρα, περνούσαν άλλοι, άλλοι, τα ίδια λαλούσαν, κι εύχονταν υπέρ του ανθρώπου. Ύστερα ήρθαν τρεις - ήταν η Αγία Τριάδα. Ακούμπησαν πάνω στα κάγκελα του γιοφυριού και λαλεί η Αγία Τριάδα:
- Για τούτο το καλό και για όλα τα καλά που έκαμε ο άνθρωπος τούτος θα του πέμψει ο Θεός ένα παιδί, που άμα γίνει πέντε χρονών, ότι πει θα γίνεται.
Ο υπηρέτης άκουσε, φθόνησεν όμως η ψυχή του κι όταν νύχτωσε, αντί να πάει να πει στον αφέντη του τι άκουσε, πήγε και του είπεν άλλα:
- Περνούσαν τα πλάσματα, στέκονταν κι έλεγαν: "Ε, και τούτος... έκτισε ένα γιοφύρι και νομίζει ότι είναι κάμποσος. Τούτα όλα που κάμνει είναι αππώματα, καμώματα και κάμποσες περιχάρισες". Δεν είπαν τίποτε καλό για σένα.
Λυπήθηκε ο άνθρωπος, όμως δεν είπε τίποτε. Στο μεταξύ, έμπα μέρα, έβγα μέρα, εγκαστρώθη η γυναίκα του. Ήρθε η ώρα γέννησε, πήραν το μωρό οι γειτόνισσες, το περιποιήθηκαν, το τύλιξαν και το έβαλαν στην κούνια. Φρόντισαν και την μάνα του κι έφυγαν. Η γυναίκα κουρασμένη εκοιμήθη. Πάει τότε ο υπηρέτης, πιάνει το μωρό και το παίρνει έξω του χωριού, σε μια γυναίκα που ανάγιωνε τα μωρά, άμα πέθαινε η μάνα τους. Της λέει:
- Πάρε τούτο το μωρό να το αναγιώσεις κι ότι δαπανήσεις κι ότι θέλεις θα σε πλωρώσω. Έβγαλε μάλιστα κι της έδωσε κι ένα πεντόλιρο.
- Ε, μείνε ήσυχος, γιέ μου, εγώ αυτή τη δουλειά κάμνω.
- Α! Να το φροντίζεις ώσπου να γίνει πέντε χρονών.
Αφήνει το μωρό στη γυναίκα και πάει βουριτός πίσω στο σπίτι του αφεντικού του. Πιάνει, έσφαξε μιαν όρνιθα, παίρνει το γαίμα της και το βάλει πάνω στα χείλη και στα στήθη και στα χέρια της λεχώνας.
Σηκώνεται ο άντρας της λεχώνας το πρωΐ, πάει να δει το μωρό, δεν υπάρχει μωρό.
- Παναγία μου, Κυκκώτισσα μου! Μα τι έγινε το μωρό μας;
- Έρχεται τότε ο υπηρέτης κοντά:
- Μα τι έπαθες, αφέντη;
- Παναγία μου, χάθηκε το μωρό!
- Δεν βλέπεις, ά... φεντη πως το έφαγε η μάνα του; Δεν καταλαβαίνεις καθόλου ότι το έφαγε η γυναίκα σου; Δες, το έφαγε. Δες τα χείλη της, τα χέρια της, τα στήθη της... το έφαγε.
- Γυρίζει ο καημένος ο άνθρωπος και λέει στη γυναίκα του που στο μεταξύ είχε ξυπνήσει από τες φωνές :
- Τι έκαμες βρα; Έφαγες το μωρό μας, κόρη ασυγχώρητη;
Η γυναίκα έμεινε με ενοικτό το στώμα.
- Δεν καταλαβαίνω τίποτε. Για τ΄όνομα του Θεού και της Παναγίας, είναι δυνατό να φάω το μωρό μου; Φώναζε, έκλαιε, δεν ήξερε τι να κάμει, ήταν για να πελλάνει.
Έρχεται στο μεταξύ η Αστυνομία, την έπιασαν και την επήραν έτσι λεχώνα όπως ήταν στο νοσοκομείο κι άμα έγιανε την έβαλαν στη φυλακή.
Ο καημένος ο άντρας της έμεινε μόνος του, δεν ήξερε τι να κάμει, ήθελε να ποθάνει από το μαράζι του. Πήγαινε κάθε μήνα στη φυλακή κι έβλεπε τη γυναίκα του.
Όμως, να τους αφήκομεν τούτους και να πάμε στο παιδί.
Έμπα μέρα, έβγα μέρα, έγινε πέντε χρονών. Πήγε ο υπηρέτης εκείνος, πλήρωσε τη γυναίκα που το έγλεπε, και πήρε το παιδί. Πήγε τότες και κάθισε απέναντι των σπιτιών του βασιλέα και λέει στο παιδί :
- Να πεις να γίνει ένα σπίτι καλύτερο από το σπίτι του βασιλιά, επιπλωμένο όπως ένι τα πράγματα που έχει ο βασιλιάς.
- Ε, να γίνει ένα σπίτι καλύτερο από το σπίτι του βασιλιά, είπε το παιδί.
Πράγματι, έγινεν ένα παλάτι θαύμα, με τα πράγματα μέσα, ότι χρειαζόταν. "Να πεις να΄χει ψωμιά, να πεις να΄χει λεφτά, να πεις να' χει...", πρόστασσε συνέχεια εκείνος ο υπηρέτης και το παιδί έλεγε και γένονταν όλα.
Μια μέρα ο υπηρέτης πήγε και ζήτησε την κόρη του βασιλιά. "Να μου δώκεις την κόρη σου, έχω και παράδες πολλούς, αμέτρητους, κι ότι θέλεις. Να τα σπίτια μου και τα πράγματα μου...".
Του την έδωκε ο βασιλιάς και την πήρε στο σπίτι του. Ήταν όμως ένας σκυλόκακος... πήγαινε κι έπινε και μεθούσε κι έλεμνε την κόρη του βασιλιά μέρα - νύχτα.
Μια νύχτα, ο υπηρέτης έλειπε πάλι, πήγε να πιει. Το παιδί σκέφτηκε: θα' ρθει πάλι τώρα και θ΄αντακώσει φωνές, θα πάω να κρυφτώ κάτω από την μονή". Μπήκε κάτω από τη μονή. Γύρω - γύρω η μονή είχε ρούχο (όπως τα σκλουβέρκα) ως κάτω χαμαί και δεν φαινόνταν. Ο υπηρέτης ήρθε τα μεσάνυχτα μεθυσμένος, αρχίνησε τες φωνές, ενά κακό....
- Είσαι τέλεια πελλός, λαλεί του η βασιλοπούλα. Στο φρενοκομείο έπρεπε να σε πάρουν αντί να σε παντρέψουν μ΄ εμένα να με βασανίζεις. Φρενοκομείο ήθελες.
- Φρενοκομείο εγώνι; Να' ξερες τι κατάφερα εγώνι!
Και της είπε την ιστορία από την αρχή, όταν έκατσε κάτω από το γιοφύρι. Το παιδί στο μεταξύ αγροικούσε.
- Ήμουν από κάτω ΄κει όταν ήρθαν τρία πλάσματα και είπαν ότι ο αφέντης μου θα κάμει ένα μωρό που άμα γινεί πέντε χρονών, ότι πει θα γένεται. Κι ότις και γέννησεν πήγα κι πήρα το μωρό κι άλειψα τη μάνα του κάμποσο γαίμα της όρνιθας. Εγώ και ο άντρας της είπαμε πως το' φαγε, και την πήρε η Αστυνομία και την έβαλε στη φυλακή. Μετά από πέντε χρόνια, ανάλαβα το κοπελούδιν, κι είπε κι εγίνη τούτο το παλάτι. Γίνηκε το ένα, γίνηκε το άλλο. Εγώνι τα κατάφερα μια χαρά κι εσούνι θα μου πεις πως είμαι πελλός;".
Άμα κι άκουσε όλα τούτα, το παιδί εξέβην από την μονή και λέει του υπηρέτη:
- Η μάνα μου είναι στη φυλακή κι ο κύρης μου μαραζώνει; Να γίνεις ένας σκύλος αλυσοδεμένος!
Ξαφνικά ο υπηρέτης έγινε ένας σκύλος αλυσοδεμένος κάτω στο πάτωμα, κι έλασσε.
Λαλεί της κοπελούδας το παιδί:
- Να πάεις στον κύρη σου, γιατί δεν είναι πλάσμαν τούτο και θα γενεί πάλι τούτος ο τόπος εδώ έρημος.
Παίρνει τότε η κοπελούδα ότι είχε δικό της κι έφυγε.
Λέει τότες το παιδί:
- 'Οπως ήταν πριν χωράφι, χωράφι να γενεί πάλι τούτος ο τόπος. Εγίνη! Πιάνει τότε το σκύλο από την αλυσίδα κι ελάμνησε.
- Λάμνε, λάμνε, πήγε και βρήκε το χωριό του. Ρώτησε, βρήκε το σπίτι του, ενέβην έσω, βρήκε τον κύρη του, λαλεί του:
- Ίντα κάμνεις εδώ;
- Ίντα να κάμω ο κακότυχος; Κλείω τη μοίρα μου.
- Γιατί είσαι κακότυχος;
- Έτσι κι έτσι πάθαμε.
- Θωρείς τούτον το σκύλο; Είναι ο υπηρέτης σου.
- Ο υπηρέτης μου;
- Ναι, ήρθαν πάνω στο γιοφύρι τρία πλάσματα ενώ ο υπηρέτης σου ήταν από κάτω κι αγροίκαν. Αυτά τα τρία πλάσματα ήταν η Αγία Τριάδα κι είπε ότι θα κάμεις ένα μωρό που άμα γινεί πέντε χρονών, ότι πει θα γένεται. Κι έκαμες εμένα. Τούτος ο υπηρέτης, έσφαξε μια όρνιθα κι έχρισε τη μάνα μου γαίμα, τάχα πως μ' έφαγε. Και πού ένι η μάνα μου τώρα;
- Ένι στην φυλακή. Λάμνε να πάμε να την εύρομεν.
Σηκώνουνται, πήγαν και την ηύραν, λαλεί της ο άντρας της:
- Δες το μωρό που έκαμες.
- Το μωρό που έκαμα; Κυρι΄ελέησον, Παναγία μου Δέσποινα!
Της είπαν κι εκείνης ότι έγινε, την έβγαλαν από τη φυλακή και πήγαν εις τα σπίτια τους. Τότε ο άνθρωπος εκείνος λέγει:
- Έλεγε πως ήταν έμπιστος, και τόν επίστευα, μα δες κακό που μου΄καμε! Να τον Σκοτώσομε!
- Όχι πατέρα, λαλεί του το παιδί, τώρα θα δεις, θα πω να χαθεί, να μην ευρεθεί πια. Α! Τούτος ο σκύλος να χαθεί να πάει στ΄άγρια όρη, να μην έρθει πια ποτέ στον κόσμο.
Αμέσως χάθηκε ο σκύλος.
Έμεινε ο άνθρωπος εκείνος με τη γυναίκα του και το παιδί τους κι επέρασαν ζωή χαρισάμενη.
Κυπριακό Παραμύθι (από την ιστοσελίδα http://noctoc-noctoc.blogspot.com/
αγρικούσε=άκουγε αππώματα=καμώματα, πελλάνει=τρελλάνει, ελάμνησε=προχώρησε, βουριτός=τρεχάτος
Ήταν ένας ποταμός κοντά στο χωριό τους. Άμα έβρεχε, κατέβαινε ο ποταμός, ορμητικός, πλατύς, και δεν μπορούσαν οι ανθρώποι να τον περάσουν, περίμεναν μέχρι να ησυχάσει και μετά. Λέει ο άνθρωπος μέσα του:
- Θα κτίσω κι ένα γιοφύρι να περνούν τα πλάσματα, να πηγαίνουν στη δουλειά τους και ίσως μου πέμψει ο Θεός ένα παιδί.
Πράγματι, έκτισε ένα μεγάλο γιοφύρι, ώσπου να χειμωνιάσει, ήταν τελειωμένο. Ότις κι ετελέψαν το κτίσιμο, λέγει στον υπηρέτη, τον μισθωτό του:
- Να πας να μπεις κάτω από το γιοφύρι, ν' αγροικήσεις τι θα λαλούν εκείνοι που θα περνούν από πάνω.
Ο υπηρέτης επήγε, ενέβην κι έκατσε κάτω από το γιοφύρι. Περνούσαν τα πλάσματα ένας - ένας κι έλεγαν:
- Έκαμε πολλά καλά τούτος ο άνθρωπος, μα τούτο το γιοφύρι είναι το καλύτερο πράγμα που μας έκαμε. Περνάς χαρά σου, μήτε να φοβηθείς τον ποταμό, μήτε τίποτε. Ο Θεός να του χαρίνει τη γυναίκα του και να του χαρίσει κι ένα παιδί.
Πέρασε αρκετή ώρα, περνούσαν άλλοι, άλλοι, τα ίδια λαλούσαν, κι εύχονταν υπέρ του ανθρώπου. Ύστερα ήρθαν τρεις - ήταν η Αγία Τριάδα. Ακούμπησαν πάνω στα κάγκελα του γιοφυριού και λαλεί η Αγία Τριάδα:
- Για τούτο το καλό και για όλα τα καλά που έκαμε ο άνθρωπος τούτος θα του πέμψει ο Θεός ένα παιδί, που άμα γίνει πέντε χρονών, ότι πει θα γίνεται.
Ο υπηρέτης άκουσε, φθόνησεν όμως η ψυχή του κι όταν νύχτωσε, αντί να πάει να πει στον αφέντη του τι άκουσε, πήγε και του είπεν άλλα:
- Περνούσαν τα πλάσματα, στέκονταν κι έλεγαν: "Ε, και τούτος... έκτισε ένα γιοφύρι και νομίζει ότι είναι κάμποσος. Τούτα όλα που κάμνει είναι αππώματα, καμώματα και κάμποσες περιχάρισες". Δεν είπαν τίποτε καλό για σένα.
Λυπήθηκε ο άνθρωπος, όμως δεν είπε τίποτε. Στο μεταξύ, έμπα μέρα, έβγα μέρα, εγκαστρώθη η γυναίκα του. Ήρθε η ώρα γέννησε, πήραν το μωρό οι γειτόνισσες, το περιποιήθηκαν, το τύλιξαν και το έβαλαν στην κούνια. Φρόντισαν και την μάνα του κι έφυγαν. Η γυναίκα κουρασμένη εκοιμήθη. Πάει τότε ο υπηρέτης, πιάνει το μωρό και το παίρνει έξω του χωριού, σε μια γυναίκα που ανάγιωνε τα μωρά, άμα πέθαινε η μάνα τους. Της λέει:
- Πάρε τούτο το μωρό να το αναγιώσεις κι ότι δαπανήσεις κι ότι θέλεις θα σε πλωρώσω. Έβγαλε μάλιστα κι της έδωσε κι ένα πεντόλιρο.
- Ε, μείνε ήσυχος, γιέ μου, εγώ αυτή τη δουλειά κάμνω.
- Α! Να το φροντίζεις ώσπου να γίνει πέντε χρονών.
Αφήνει το μωρό στη γυναίκα και πάει βουριτός πίσω στο σπίτι του αφεντικού του. Πιάνει, έσφαξε μιαν όρνιθα, παίρνει το γαίμα της και το βάλει πάνω στα χείλη και στα στήθη και στα χέρια της λεχώνας.
Σηκώνεται ο άντρας της λεχώνας το πρωΐ, πάει να δει το μωρό, δεν υπάρχει μωρό.
- Παναγία μου, Κυκκώτισσα μου! Μα τι έγινε το μωρό μας;
- Έρχεται τότε ο υπηρέτης κοντά:
- Μα τι έπαθες, αφέντη;
- Παναγία μου, χάθηκε το μωρό!
- Δεν βλέπεις, ά... φεντη πως το έφαγε η μάνα του; Δεν καταλαβαίνεις καθόλου ότι το έφαγε η γυναίκα σου; Δες, το έφαγε. Δες τα χείλη της, τα χέρια της, τα στήθη της... το έφαγε.
- Γυρίζει ο καημένος ο άνθρωπος και λέει στη γυναίκα του που στο μεταξύ είχε ξυπνήσει από τες φωνές :
- Τι έκαμες βρα; Έφαγες το μωρό μας, κόρη ασυγχώρητη;
Η γυναίκα έμεινε με ενοικτό το στώμα.
- Δεν καταλαβαίνω τίποτε. Για τ΄όνομα του Θεού και της Παναγίας, είναι δυνατό να φάω το μωρό μου; Φώναζε, έκλαιε, δεν ήξερε τι να κάμει, ήταν για να πελλάνει.
Έρχεται στο μεταξύ η Αστυνομία, την έπιασαν και την επήραν έτσι λεχώνα όπως ήταν στο νοσοκομείο κι άμα έγιανε την έβαλαν στη φυλακή.
Ο καημένος ο άντρας της έμεινε μόνος του, δεν ήξερε τι να κάμει, ήθελε να ποθάνει από το μαράζι του. Πήγαινε κάθε μήνα στη φυλακή κι έβλεπε τη γυναίκα του.
Όμως, να τους αφήκομεν τούτους και να πάμε στο παιδί.
Έμπα μέρα, έβγα μέρα, έγινε πέντε χρονών. Πήγε ο υπηρέτης εκείνος, πλήρωσε τη γυναίκα που το έγλεπε, και πήρε το παιδί. Πήγε τότες και κάθισε απέναντι των σπιτιών του βασιλέα και λέει στο παιδί :
- Να πεις να γίνει ένα σπίτι καλύτερο από το σπίτι του βασιλιά, επιπλωμένο όπως ένι τα πράγματα που έχει ο βασιλιάς.
- Ε, να γίνει ένα σπίτι καλύτερο από το σπίτι του βασιλιά, είπε το παιδί.
Πράγματι, έγινεν ένα παλάτι θαύμα, με τα πράγματα μέσα, ότι χρειαζόταν. "Να πεις να΄χει ψωμιά, να πεις να΄χει λεφτά, να πεις να' χει...", πρόστασσε συνέχεια εκείνος ο υπηρέτης και το παιδί έλεγε και γένονταν όλα.
Μια μέρα ο υπηρέτης πήγε και ζήτησε την κόρη του βασιλιά. "Να μου δώκεις την κόρη σου, έχω και παράδες πολλούς, αμέτρητους, κι ότι θέλεις. Να τα σπίτια μου και τα πράγματα μου...".
Του την έδωκε ο βασιλιάς και την πήρε στο σπίτι του. Ήταν όμως ένας σκυλόκακος... πήγαινε κι έπινε και μεθούσε κι έλεμνε την κόρη του βασιλιά μέρα - νύχτα.
Μια νύχτα, ο υπηρέτης έλειπε πάλι, πήγε να πιει. Το παιδί σκέφτηκε: θα' ρθει πάλι τώρα και θ΄αντακώσει φωνές, θα πάω να κρυφτώ κάτω από την μονή". Μπήκε κάτω από τη μονή. Γύρω - γύρω η μονή είχε ρούχο (όπως τα σκλουβέρκα) ως κάτω χαμαί και δεν φαινόνταν. Ο υπηρέτης ήρθε τα μεσάνυχτα μεθυσμένος, αρχίνησε τες φωνές, ενά κακό....
- Είσαι τέλεια πελλός, λαλεί του η βασιλοπούλα. Στο φρενοκομείο έπρεπε να σε πάρουν αντί να σε παντρέψουν μ΄ εμένα να με βασανίζεις. Φρενοκομείο ήθελες.
- Φρενοκομείο εγώνι; Να' ξερες τι κατάφερα εγώνι!
Και της είπε την ιστορία από την αρχή, όταν έκατσε κάτω από το γιοφύρι. Το παιδί στο μεταξύ αγροικούσε.
- Ήμουν από κάτω ΄κει όταν ήρθαν τρία πλάσματα και είπαν ότι ο αφέντης μου θα κάμει ένα μωρό που άμα γινεί πέντε χρονών, ότι πει θα γένεται. Κι ότις και γέννησεν πήγα κι πήρα το μωρό κι άλειψα τη μάνα του κάμποσο γαίμα της όρνιθας. Εγώ και ο άντρας της είπαμε πως το' φαγε, και την πήρε η Αστυνομία και την έβαλε στη φυλακή. Μετά από πέντε χρόνια, ανάλαβα το κοπελούδιν, κι είπε κι εγίνη τούτο το παλάτι. Γίνηκε το ένα, γίνηκε το άλλο. Εγώνι τα κατάφερα μια χαρά κι εσούνι θα μου πεις πως είμαι πελλός;".
Άμα κι άκουσε όλα τούτα, το παιδί εξέβην από την μονή και λέει του υπηρέτη:
- Η μάνα μου είναι στη φυλακή κι ο κύρης μου μαραζώνει; Να γίνεις ένας σκύλος αλυσοδεμένος!
Ξαφνικά ο υπηρέτης έγινε ένας σκύλος αλυσοδεμένος κάτω στο πάτωμα, κι έλασσε.
Λαλεί της κοπελούδας το παιδί:
- Να πάεις στον κύρη σου, γιατί δεν είναι πλάσμαν τούτο και θα γενεί πάλι τούτος ο τόπος εδώ έρημος.
Παίρνει τότε η κοπελούδα ότι είχε δικό της κι έφυγε.
Λέει τότες το παιδί:
- 'Οπως ήταν πριν χωράφι, χωράφι να γενεί πάλι τούτος ο τόπος. Εγίνη! Πιάνει τότε το σκύλο από την αλυσίδα κι ελάμνησε.
- Λάμνε, λάμνε, πήγε και βρήκε το χωριό του. Ρώτησε, βρήκε το σπίτι του, ενέβην έσω, βρήκε τον κύρη του, λαλεί του:
- Ίντα κάμνεις εδώ;
- Ίντα να κάμω ο κακότυχος; Κλείω τη μοίρα μου.
- Γιατί είσαι κακότυχος;
- Έτσι κι έτσι πάθαμε.
- Θωρείς τούτον το σκύλο; Είναι ο υπηρέτης σου.
- Ο υπηρέτης μου;
- Ναι, ήρθαν πάνω στο γιοφύρι τρία πλάσματα ενώ ο υπηρέτης σου ήταν από κάτω κι αγροίκαν. Αυτά τα τρία πλάσματα ήταν η Αγία Τριάδα κι είπε ότι θα κάμεις ένα μωρό που άμα γινεί πέντε χρονών, ότι πει θα γένεται. Κι έκαμες εμένα. Τούτος ο υπηρέτης, έσφαξε μια όρνιθα κι έχρισε τη μάνα μου γαίμα, τάχα πως μ' έφαγε. Και πού ένι η μάνα μου τώρα;
- Ένι στην φυλακή. Λάμνε να πάμε να την εύρομεν.
Σηκώνουνται, πήγαν και την ηύραν, λαλεί της ο άντρας της:
- Δες το μωρό που έκαμες.
- Το μωρό που έκαμα; Κυρι΄ελέησον, Παναγία μου Δέσποινα!
Της είπαν κι εκείνης ότι έγινε, την έβγαλαν από τη φυλακή και πήγαν εις τα σπίτια τους. Τότε ο άνθρωπος εκείνος λέγει:
- Έλεγε πως ήταν έμπιστος, και τόν επίστευα, μα δες κακό που μου΄καμε! Να τον Σκοτώσομε!
- Όχι πατέρα, λαλεί του το παιδί, τώρα θα δεις, θα πω να χαθεί, να μην ευρεθεί πια. Α! Τούτος ο σκύλος να χαθεί να πάει στ΄άγρια όρη, να μην έρθει πια ποτέ στον κόσμο.
Αμέσως χάθηκε ο σκύλος.
Έμεινε ο άνθρωπος εκείνος με τη γυναίκα του και το παιδί τους κι επέρασαν ζωή χαρισάμενη.
Κυπριακό Παραμύθι (από την ιστοσελίδα http://noctoc-noctoc.blogspot.com/
αγρικούσε=άκουγε αππώματα=καμώματα, πελλάνει=τρελλάνει, ελάμνησε=προχώρησε, βουριτός=τρεχάτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου