Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΘΡΑΚΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ
Πρόσωπα:
1. Καραγκιόζης
2.Χατζηβάτης
3. Ξενοφώντας Ξενοδόχος
4. Ιταλός Τουρίστας
5. Άγγλος
Καλύβα -Ξενοδοχείο
Ακούγεται το τραγούδι του Χατζηαβάτη. Ο Χατζηαβάτης τελειώνοντας το τραγούδι του ανταμώνει με τον Ξενοδόχο τον κύριο Ξενοφώντα).
ΧΑΤΖΑΤΖΑΡΗΣ : Τι κάνετε κύριε Ξενοφώντα πως πάνε οι εργασίες σας του ξενοδοχείου;
ΞΕΝΟΔΟΧΟΣ : Οι εργασίες του ξενοδοχείου Χατζηαβάτη πηγαίνουν καλά, εκείνο όμως που δυσκολεύει είναι, πως τώρα το καλοκαίρι έρχονται ξένοι τουρίστες Ιταλοί, άλλοι, Εγγλέζοι και δεν γνωρίζω την γλώσσα τους για να συνεννοηθώ και μπερδεύομαι πολύ με δάφτους προ πάντων εις τον λογαριασμό.
ΧΑΤΖ: Έπρεπε κύριε Ξενοφώντα, αφού έρχονται ξένοι τουρίστες στο ξενοδοχείο σας να έχετε έναν διερμηνέα να γνωρίζει κάνα δυο γλώσσες για να μπορείτε να συνεννοηθείτε μαζί τους.
ΞΕΝΟΔ. : Είχα έναν, καλό διερμηνέα πολύ γλωσσομαθή, αλλά μου έφυγε και πήγε στον Καναδά. Εσύ που είσαι ένας καλός μεσίτης, τι λες; Μπορείς να μου βρεις έναν άνθρωπο ας μην είναι τέλειος γλωσσομαθής, τουλάχιστον να μπορεί να συνεννοηθεί με δάφτους. Θα μπορέσεις να μου βρεις κάποιον να ξέρει λίγες γλώσσες; Όχι πολλές αλλά να γνωρίζει λίγα αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, ρώσικα, ισπανικά, γερμανικά, τούρκικα και βουλγάρικα.
ΧΑΤΖ.: Πολύ ευχαρίστως κύριε Ξενοφώντα αλλά καλό δεν θα είναι να ξέρει και μερικά αραβικά, κινέζικα, ιαπωνέζικα, ουγγαρέζικα και αλαμπουρνέζικα; Μείνετε ήσυχος, θα κοιτάξω να σας φέρω έναν πολύ μεγάλο γλωσσομαθή. Τώρα μάλιστα θα τρέξω.
ΞΕΝΟΔ.: θα με υποχρεώσεις Χατζηαβάτη πολύ, αν και ο κόπος σου θα βγει με το παραπάνω. Πήγαινε και θα σε περιμένω στο ξενοδοχείο (ο Ξενοδόχος χαιρετά και φεύγει).
ΧΑΤΖ. : (μονολογεί) Του είπα θα του εύρω έναν πολύ γλωσσομαθή, για να δω όμως θα το κατορθώσω να του βρω; Αυτός ο Καραγκιόζης ανακατευόταν στην Κατοχή με Ιταλούς, Γερμανούς και Άγγλους, όλο και κάτι θα ξέρει από ξένες γλώσσες. Για να τον φωνάξω να βγει, (κτυπά φωνάζει), Καραγκιόζη! Καραγκιόζη!
(Ο Καραγκιόζης ακούγεται να τραγουδά).
ΧΑΤΖ. : Από μακριά τραγουδώντας 'ρχεται και γω φωνάζω ερήμην στο σπίτι του.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (τραγουδά).
Τουρίστες έρχονται εδώ,
με μπόγους φορτωμένοι
και οι περισσότεροι απ' αφτούς
είναι ξελιγωμένοι.
(Εμφανίζεται).
Μπόγους, κουβέρτες φέρνουνε
εδώ που κουβαλιόνται
και όπου βρουν οικόπεδο
στρώνουνε και κοιμόνται.
Έρχονται για αναψυχή
στις εξοχές γυρνάνε
φρούτα αμπέλια όταν βρουν
μπαίνουν και τα τρυγάνε.
ΧΑΤΖ.: Με τους τουρίστες τάχει, τραγουδάει τα χάλια τους...
Αξούρηγοι αχτένιστοι
καρπούζι ψωμοτύρι,
οι περισσότεροι απ'αυτούς
Τη βγάζουν ξεροσφύρι

(Πλησιάζει τον Χατζηαβάτη και τελειώνοντας το τραγούδι του,...

ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ...

ΠΗΓΗ: ΙΔΡΥΜΑ ΘΡΑΚΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ & ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

ΓΑΤΑ, ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Photo by Martin Davey


ΓΑΤΑ, ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια γάτα και βγήκε να κάνει ένα γύρο μέσα στο βουνό.. Έξαφνα την αντικρίζει ένα λιοντάρι. Η γάτα άμα είδε το λιοντάρι, ζάρωσε σ’ ένα μέρος και περίμενε να δει τι θα κάνει το λιοντάρι. Το λιοντάρι πήγε κοντά της και τη μυρίστηκε κι ύστερα της λέει:
- Κι εσύ από τη δική μας τη γενιά μοιάζεις αλλά πολύ μικρή είσαι.
Και η γάτα του λέει:
- Αν ζούσες κοντά στον άνθρωπο και συ μικρός θα ήσουν.
- Και γιατί; Ρωτά το λιοντάρι, τι είναι αυτός ο άνθρωπος; Τόσο μεγάλος και άγριος είναι; Πού ’ναι να τον ιδώ;
Τότε η γάτα του λέει:
-Έλα μαζί μου να σου τον δείξω.
Το λιοντάρι άκουσε της γάτας τα λόγια και άρχισαν να περπατούν. Περπατώντας συνάντησαν έναν άνθρωπο που έκοβε ξύλα. Η γάτα λέει στο λιοντάρι:
- Να τος ο άνθρωπος. Πήγαν κοντά. Το λιοντάρι καλημέρισε τον ξυλοκόπο και του λέει: -Εσύ είσαι ο άνθρωπος;
- Εγώ, λέει αυτός.
- Έμαθα πως είσαι πολύ δυνατός και ήρθα να παλέψουμε.
- Πολύ καλά να παλέψουμε… Αλλά πρώτα βόηθησέ με να σχίσω αυτό το ξύλο και ύστερα παλέουμε.
- Να σε βοηθήσω αλλά τι να κάνω;
- Βάλε τα χέρια σου εδώ, ανάμεσα στη σχισμάδα του ξύλου κι εγώ θα το κόψω με το τσεκούρι.
Το λιοντάρι έβαλε τα δυο μπροστινά του πόδια μέσα στη χαραμάδα του ξύλου. Τότε ο ξυλοκόπος αμόλησε τη μια μεριά του κορμού που κρατούσε με τα χέρια και τα πόδια του λιονταριού σφίχτηκαν εκεί μέσα. Αρπάει τότε ο άνθρωπος ένα ρόπαλο και αρχινά, δώσ’ του και δώσ’ του ξύλο! Πού σε πονεί και που σε σφάζει! Τό’κανε το λιοντάρι τ’ αλατιού! Κατόπιν άνοιξε το ξύλο και ξελύθηκαν τα χέρια του λιονταριού που ξαπλώθηκε κάτω σαν ψόφιο. Ύστερα ο άνθρωπος φορτώθηκε το ξινάρι του και τράβηξε για το σπίτι του.
Σαν έφυγε ο άνθρωπος, βγήκε η γάτα που ήταν κρυμμένη, πήγε κοντά στο λιοντάρι και το ρώτησε άμα ήρθε στα συγκαλά του:
- Πώς σου φάνηκε ο άνθρωπος;
- Εγώ, άμα ήμουν στη θέση σου, από σένα ακόμη πιο μικρός θα απόμνησκα.*

*απόμνησκα= θα απόμενα

ΛΑΪΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ (ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΜΕΡΟΣ 2ο , ΟΕΔΒ1982)

Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΓΑΪΔΑΡΟΥ

1. Ἕνας ὄνος ἤκουσε τὸν τζίτζικαν νὰ τραγουδῇ καὶ τόσον τοῦ ἤρεσε, ὥστε ἐλησμόνησε τί φωνὴν ἔχει ὁ ἴδιος καὶ ἐνόμισε διὰ τοῦτο, ὅτι ἠμπορεῖ καὶ αὐτὸς νὰ γίνῃ θαυμάσιος τραγουδιστής. Μόλις ὅμως ἤρχισε τοὺς ὀγκανισμούς του, τὰ τζιτζίκια ἐσιὼπησαν ἀπὸ φόβον.

—Ἐσιώπησαν νικημένα! εἶπεν ὁ ὄνος.

—Ὅπως σιωποῦν καὶ τὰ ἄλλα πουλιά, ὅταν τὸ ἀηδόνι ἀρχίζῃ νὰ ψάλλῃ, τὸν εἰρωνεύθη μία ἀλεποῦ, ποὺ ἔτυχε νὰ διέρχεται ἐκεῖ κοντά.

2. Μίαν ἄλλην φορὰν ὁ ἴδιος ὁ ὄνος ἀνέβη ἐπάνω εἰς τὰ κεραμίδια ἑνὸς μικροῦ οἰκίσκου καὶ ἐχόρευε. Τὰ κεραμίδια ἔσπασαν ὅλα καὶ ὁ νοικοκύρης ἔπιασε τὸν ὄνον καὶ ἤρχισε νὰ τὸν δέρνῃ μὲ μανίαν.

—Διατί μὲ κτυπᾷς; Χθὲς ἀνέβη εἰς τὴν ἰδίαν στέγην τὸ νεογέννητον κατσίκι καὶ σᾶς εἶδα ὅλους ποὺ ἐγελούσατε εὐχαριστημένοι διὰ τὰ πηδήματά του. Ἐγὼ σήμερον ἔκαμα τὸ αὐτό, καὶ σεῖς, ἀντὶ νὰ γελάσετε, ἰδού, ὅτι μὲ δέρνετε. Διατί αὐτὴ ἡ ἀδικία;

3. Μίαν ὅμως φορὰν ὁ ὄνος ἐφάνη πολὺ ἔξυπνος. Ἦτο μόνος μακρὰν εἰς ἕνα λιβάδι. Ἐκεῖ παρουσιάσθη ἕνας λύκος καὶ ἤθελε νὰ φάγῃ τὸν ὄνον. Ὁ δυστυχὴς κατέφυγεν εἰς τὸ ἑξῆς τέχνασμα. Μόλις εἶδε τὸν λύκον, ἤρχισε νὰ ὑποκρίνεται, ὅτι κουτσαίνει καὶ εἶπε πρὸς τὸν λύκον:

—Τὸ γνωρίζω, ὅτι θὰ μὲ φάγῃς. Προηγουμένως ὅμως μίαν χάριν σοῦ ζητῶ. Ἔχω πατήσει ἕνα μεγάλο ἀγκάθι μὲ τὸ δεξιὸν πισινὸν πόδι μου. Σὲ παρακαλῶ, βοήθησέ με καὶ βγάλε το διὰ νὰ μὴν πονῶ τώρα καὶ κατόπιν μὲ τρώγεις μὲ τὴν ἡσυχίαν σου. Μὴ μοῦ ἀρνηθῇς, σὲ παρακαλῶ, αὐτὴν τὴν χάριν, εἶσαι τόσον καλός!

Ὁ λύκος ἐπίστευσε καὶ ἐδέχθη μὲ προθυμίαν. Ὁ ὄνος ἐσήκωσε τότε καὶ ἐμάζευσεν ὀλίγον τὸ πόδι του, ὁ δὲ λύκος ἐπῆγεν ὀπίσω καὶ ἀνύποπτος ἐπλησίασε τὸ πρόσωπον. Τότε, εἰς στιγμὴν κατάλληλον, ὁ ὄνος ἔδωσε μίαν τόσον δυνατὴν κλωτσιὰν εἰς τὸν λύκον, ὥστε τὸν ἐτραυμάτισεν εἰς τὸ κεφάλι καὶ τοῦ κατέστρεψε καὶ τὰς δύο σιαγόνας.

Πονῶν καὶ κλαίων ὁ λύκος ἔφυγε πρὸς τὴν φωλεάν του. Καθ’ ὁδὸν ἔλεγεν:

—Καλὰ νὰ τὰ πάθω, διότι δὲν ἤμην εὐχαριστημένος μὲ ὅσα εἶχα, ἀλλὰ ἠθέλησα νὰ γίνω καὶ κτηνίατρος.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στο παραμύθι έχουμε κρατήσει το πολυτονικό σύστημα, όπως δημοσιεύτηκε στο Αναγνωστικό Γ΄ Δημοτικού το 1978

Το μύδι και ο ποντικός

Αν ρίξετε ένα πήλινο κανάτι στη θάλασσα και το ανασύρετε έπειτα από κάμποσο καιρό, είναι πιθανόν να βρείτε μέσα ένα χταπόδι. Αν όμως αφήσετε σ’ ένα ήσυχο μέρος του βυθού ένα ξύλο ή ένα σίδερο, θα δείτε έπειτα από ένα διάστημα να σχηματίζεται εκεί πάνω μια ολόκληρη αποικία από μύδια. Τέτοιες αποικίες συναντά κανείς σε πολλά μέρη, όταν ο βυθός είναι κατάλληλος και τα νερά ήσυχα. Είναι οι αρχαιότερες αποικίες της υφηλίου, πολύ παλιότερες από τις αποικίες των Φοινίκων και των Ελλήνων.

Το μύδι, προστατευόμενο από το διπλό όστρακό του, που ανοίγει και κλείνει σαν τσιμπίδα, δεν αντιμετωπίζει πολλούς κινδύνους, ούτε έχει πολλούς εχθρούς. Δεν φοβάται σχεδόν κανένα, εκτός από τον αστερία – το σταυρό της θάλασσας – και τον τσαγανό, όπως λέγεται ένας μικρός, τετραπέρατος καβουράκος του βυθού.

Ο πρώτος, ο αστερίας, θεωρείται, και είναι, ο μεγαλύτερος χαλαστής της γενιάς των μυδιών και των στρειδιών. Ζυγώνει το θύμα του, το αγκαλιάζει, το πιέζει, το ανοίγει και το τρώει.

Ο άλλος εχθρός, ο τσαγανός, έχει άλλη τακτική. Αυτός το μύδι το τρώει σιγά-σιγά. Πώς όμως μπορεί και το ανοίγει; Χμ! Έχει τον τρόπο του.

Αλλά, πριν εκθέσουμε αυτόν τον τρόπο, θα παρουσιάσουμε έναν άλλο φαγά, έναν άλλο περίεργο κι απίθανο εχθρό του μυδιού, στεριανής προελεύσεως. Και τώρα πια πρέπει να φέρουμε την συζήτηση στον ποντικό, γιατί αυτός είναι ο από ξηράς επιδρομέας.

Ο ποντικός είναι πολυμήχανος. Καταφέρνει δουλειές που σου έρχεται ζαλάδα. Σκαρφαλώνει στον τοίχο, τρυπά τη σανίδα, κλέβει τ’ αυγά. Τέλος, ανάμεσα στ’ άλλα, είναι και δεινός κολυμβητής. Κάνει και μακροβούτια. Λαμπρά, όλα αυτά είναι γνωστά και δεν εκπλήσσουν κανένα.

Εκείνο όμως, που δεν περίμενε κανείς, είναι ότι θα επεξέτεινε τη δράση του και μέχρι βυθού! Και όμως, και αυτό γίνεται. Φτάνει και στο βυθό ακόμη και επιτίθεται στα μύδια. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο τριγυρίζει συχνά μυστηριωδώς στο παραθαλάσσιο. Πολλοί τον έβλεπαν κι απορούσαν. Μια μέρα όμως το μυστήριο διαλευκάνθηκε. Βρέθηκε ποντικός πιασμένος σε μια περίεργη παγίδα του βυθού: ένα μεγάλο μύδι βαστούσα στην τσιμπίδα του οστράκου του ένα ποντικό από το μουσούδι! Πειστήριο τρομαχτικό! Το πράγμα ήταν ολοφάνερο. Ο ποντικός νοστιμευόταν τα μύδια και κατέβαινε και τα έτρωγε. Όσο που πιάστηκε από ένα! Γεννιόταν όμως μια νέα απορία: Πώς μπορούσε ο ποντικός και έτρωγε τα μύδια; Πώς τα άνοιγε; Και, αν υποτεθεί ότι τα πρόφταινε ανοιχτά, πως δεν πιανόταν τόσον καιρό; Με τι τρόπο ο ποντικός αποφεύγει την τσιμπίδα και γενικά πώς καταφέρνει και τρώει το μύδι; Λοιπόν ιδού το τέχνασμα! Όταν ο ποντικός διακρίνει από ψηλά το μύδι ανοιχτό, παίρνει με το στόμα του μια πέτρα μικρή, πηγαίνει στην άκρη και του τη ρίχνει. Μπλουμ! Ενενήντα στα εκατό η πέτρα βρίσκει το στόχο, δηλαδή πέφτει ακριβώς ανάμεσα στις δυο κουτάλες του μυδιού. Εκείνο τρομαγμένο προσπαθεί να κλείσει. Μα είναι αδύνατο. Η πέτρα το εμποδίζει. Και η θύρα μένει μισάνοιχτη. Τα υπόλοιπα είναι πλέον ζητήματα μιας απλής βουτιάς. Όπως βλέπετε, το τέχνασμα είναι πολύ έξυπνο και πολύ απλό.

Την ίδια λοιπόν μέθοδο μεταχειρίζεται και ο τσαγανός. Κουβαλάει και αυτός μια πέτρα και τη ρίχνει στο άνοιγμα της θύρας του στρειδιού ή του μυδιού και η θύρα δεν μπορεί να κλείσει πια. Και τότε εκείνος μπαίνει μέσα άφοβα και στρώνεται στο φαΐ. Μιμείται άραγε τον ποντικό ή ο ποντικός πήρε το σχέδιο από τον τσαγανό; Σε ποιον ανήκει η πατρότητα της εφευρέσεως; Ή πρόκειται για απλή σύμπτωση; Μάλλον αυτό θα συμβαίνει. Τα μεγάλα πνεύματα πάντοτε συναντιούνται.

Αναγνωστικό Δ΄ Δημοτικού, 1978 Θέμος Ποταμιάνος, «Εδώ Βυθός»