Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

"Η Ξυλομαρία": Διασκευή παραμυθιού από την Κρήτη


         Αποτέλεσμα εικόνας για ξύλινη κούκλα    

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που είχε μια πανέμορφη κόρη που την έλεγαν Μαρία. Όταν ήρθε ο καιρός να την παντρέψει, ο βασιλιάς, από συμφέρον, διάλεξε για γαμπρό του τον γέρο-βασιλιά ενός γειτονικού βασιλείου που είχε δει τη Μαρία και την πόθησε. Η Μαρία όμως, αγαπούσε έναν νέο πρίγκιπα, χωρίς όμως να το ξέρει ο ίδιος κι αρνιόταν να πάρει τον γέρο βασιλιά. Ο πατέρας της επέμενε. Είχε πάρει την απόφασή του και δεν άκουγε κουβέντα, γιατί ήθελε να ενώσει το βασίλειό του με το διπλανό βασίλειο. Την έκλεισε λοιπόν σ’ ένα δωμάτιο του παλατιού και δεν θα την έβγαζε έξω αν δεν παντρευόταν το γερο- βασιλιά.
            Η Μαρία έψαχνε να βρει ένα σχέδιο για να καθυστερήσει τον γάμο με τον γερο – βασιλιά, ώσπου να αποδράσει και να πάει να βρει τον πρίγκιπα που αγαπούσε. Μετά από μέρες, δήθεν μετανιωμένη, φώναξε τον πατέρα της και του λέει:
-Δέχομαι να παντρευτώ αυτόν που θέλεις, αλλά θέλω να μου ράψεις τρία φορέματα χρυσοκέντητα. Το ένα να έχει πάνω τη θάλασσα και τα ψάρια, το άλλο τ’ άστρα με το φεγγάρι και το τρίτο τον ήλιο με τον ουρανό.
- Το μόνο εύκολο! της είπε ο πατέρας της και δίνει αμέσως εντολή στις καλύτερες μοδίστρες του παλατιού να ετοιμάσουν τα φορέματα. Στο μεταξύ η Μαρία πήγε και βρήκε έναν μαραγκό και του ζήτησε να της φτιάξει μια ξύλινη στολή που θα φαίνονταν μόνο τα μάτια, η μύτη και το στόμα της.
- Θέλω να μου την κάνεις έτσι ώστε άμα τη φορώ να μη μπορεί κανένας να με αναγνωρίσει. Να μου τη φέρεις μυστικά, του είπε, χωρίς να σε δει ο πατέρας μου κι εγώ θα σε πληρώσω ακριβά. Σε κάμποσες μέρες ετοιμάστηκαν τα φορέματα, ετοιμάστηκε και η ξύλινη στολή κι άρχισαν οι προετοιμασίες για τον γάμο της Μαρίας με τον γέρο- βασιλιά. Αυτή όμως ένα βράδυ, φορά τα φορέματα το ένα πάνω στ’ άλλο, φορά από πάνω και την ξύλινη στολή και το ’σκασε  να πάει να βρει τον καλό της.
            Περιπλανήθηκε πολύ μέχρι να φτάσει στη χώρα του πρίγκιπα κι όσοι την έβλεπαν στο δρόμο την περιγελούσαν:
- Δείτε ένα ξύλο που περπατάει στο δρόμο! Όταν έφτασε στο κάστρο που έμενε ο  αγαπημένος της, χτύπησε την πόρτα και τον ζητούσε επίμονα. Οι φρουροί τελικά την οδήγησαν μπροστά στον πρίγκιπα που τη ρώτησε παραξενεμένος:
- Πώς σε λένε και τι θέλεις εδώ;
- Με λένε Ξυλομαρία, απάντησε αυτή και θέλω να σε υπηρετήσω. Έπιασαν κουβέντα και ο πρίγκιπας ευχαριστήθηκε από την προθυμία, τους καλούς τρόπους και τις γνώσεις της Ξυλομαρίας και την πήρε στην υπηρεσία του.  Έμενε λοιπόν στο κάστρο, δούλευε εκεί και ήταν όλοι πολύ ευχαριστημένοι μαζί της.
            Κάποια μέρα γινότανε επίσημος χορός στην πόλη και θα πήγαινε και το πριγκιπόπουλο. Το ’μαθε και η Ξυλομαρία, έβγαλε την ξύλινη στολή κι έβαλε ένα από τα φορέματα που είχε, τη θάλασσα με τα ψάρια. Όταν μπήκε στη σάλα του χορού, όλοι σταμάτησαν και την κοιτάζανε. Τα μαλλιά της ήταν ξανθά και το περπάτημά της όλο χάρη. Κανείς δεν ήξερε ποια είναι, από πού ήρθε και ποιος την έφερε. Φυσικά το πριγκιπόπουλο την πρόσεξε και θαμπώθηκε από την ομορφιά της. Την πλησίασε, της έκανε λίγη συντροφιά και χόρεψε μαζί της. Όμως πριν τελειώσει ο χορός η Ξυλομαρία έφυγε με τρόπο για το κάστρο, όπου έβαλε και πάλι την ξύλινη στολή.
            Ο πρίγκιπας όμως δεν την είχε βγάλει από τον νου του και αποφάσισε να διοργανώσει σύντομα έναν χορό στο κάστρο μήπως και την ξαναδεί. Η Ξυλομαρία έβαλε το άλλο φόρεμα, που είχε τ’ άστρα και το φεγγάρι και πήγε στο χορό. Όλοι έκαναν μεγάλη χαρά που την ξαναείδαν και πιο πολύ το πριγκιπόπουλο, το οποίο προσπάθησε να την κρατήσει κοντά του χορεύοντας όλη τη βραδιά. Μα λίγο πριν τελειώσει η διασκέδαση η Ξυλομαρία ξεγλίστρησε, βγήκε έξω και πήγε κι έβαλε πάλι την ξύλινη στολή της και κανένας δεν κατάλαβε ποια ήταν.
            Το πριγκιπόπουλο ζήτησε κι έγινε κι άλλος χορός για να την ξαναδεί. Αυτή τη φορά η Ξυλομαρία έβαλε το τρίτο φόρεμα, το οποίο είχε κεντημένο πάνω του τον ήλιο και τον ουρανό κι όταν μπήκε μέσα έλαμψε ο τόπος. Το βασιλόπουλο αποφάσισε αυτή τη φορά ότι θα της εξομολογούνταν την αγάπη του και θα της ζητούσε να τον παντρευτεί. Μα η Ξυλομαρία έφυγε και είπε να μην ξαναπατήσει σε χορό. Και πράγματι, όσοι χοροί κι αν γίνονταν, η Ξυλομαρία δεν εμφανιζόταν, ενώ το πριγκιπόπουλο έμενε με την προσμονή. Στενοχωριόταν πολύ που δεν έβλεπε την όμορφη κοπέλα, δεν έτρωγε κι έχασε κάθε ενδιαφέρον για οτιδήποτε. Μέρα με τη μέρα έλιωνε σαν το κερί και η Ξυλομαρία που κυκλοφορούσε δίπλα του, χωρίς αυτός να το ξέρει, τον έβλεπε και λυπόταν αφάνταστα.
            Στο τέλος ο πρίγκιπας έπεσε άρρωστος στο κρεβάτι και η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο. Όλο παραμιλούσε κι έλεγε για την κοπέλα του χορού που χάθηκε. Τότε η Ξυλομαρία αποφάσισε να του αποκαλυφθεί. Παρουσιάστηκε μπροστά του, έβγαλε την ξύλινη στολή και φάνηκε το φόρεμα με τη θάλασσα και τα ψάρια με το οποίο την είχε δει την πρώτη φορά. Κατόπιν το βγάζει και φανερώνεται με το δεύτερο φόρεμα με τα’ άστρα και το φεγγάρι και στο τέλος μένει με το τρίτο φόρεμα με τον ήλιο και τον ουρανό.
             - Ξυλομαρία εσύ είσαι η κοπέλα που λαχταρούσα; ψέλλισε ο πρίγκιπας.
            -Ναι, εγώ είμαι, είπε αυτή, με λένε Μαρία και δεν πρόκειται να φύγω ποτέ από κοντά σου. Αρκετά δοκίμασα την αγάπη σου.
            Το πριγκιπόπουλο πετούσε στα ουράνια! Άνοιξε η όρεξή του, έγινε σύντομα καλά και όρισε τους γάμους του με τη Μαρία. Κάλεσαν τους βασιλιάδες απ’ όλα τα γειτονικά βασίλεια, μαζί και τον πατέρα της Μαρίας, που ήρθε μετανιωμένος, αλλά χαρούμενος για την επιλογή της. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
           
 Το διαβάσαμε στην τοπική εφημερίδα: "Η Φωνή της Λευτέριανης"
           

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2019

Ο ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΜΗΓΚΙΩΝ

Ένα μυρμήγκι (Iridomyrmex purpureus) τρέφεται με μέλι

Τα μυρμήγκια είναι κοινωνικά έντομα και μαζί με τις σφήκες και τις μέλισσες, αποτελούν την τάξη Υμενόπτερα. Τα μυρμήγκια εξελίχθηκαν από τους σφηκοειδείς προγόνους τους στα μέσα της Κρητιδικής περιόδου 110 έως 130 εκατομμύρια χρόνια πριν και διαχωρίστηκαν από αυτούς μετά την εμφάνιση των ανθοφόρων φυτών. Υπολογίζεται ότι υπάρχουν περισσότερα από 22.000 είδη μυρμηγκιών. 
Τα μυρμήγκια σχηματίζουν αποικίες με μέγεθος που ποικίλει από μερικές δεκάδες έως και εκατομμύρια μέλη. Οι αποικίες περιγράφονται κάποιες φορές ως υπεροργανισμοί επειδή τα μυρμήγκια μοιάζουν να συμπεριφέρονται σαν μια ενιαία ύπαρξη, καθώς εργάζονται συλλογικά για να υποστηρίξουν την αποικία.  
Τα μυρμήγκια έχουν αποικίσει σχεδόν κάθε ηπειρωτική περιοχή της Γης. Τα μόνα μέρη στα οποία δεν υπάρχουν αυτόχθονες πληθυσμοί μυρμηγκιών είναι η Ανταρκτική και κάποια απομακρυσμένα ή αφιλόξενα νησιά. Τα μυρμήγκια ευημερούν σχεδόν σε όλα τα οικοσυστήματα, και αποτελούν ίσως και το 15-25% της βιομάζας των ζώων της ξηράς. Η επιτυχία τους σε τόσα πολλά περιβάλλοντα έχει αποδοθεί στην κοινωνική τους οργάνωση και την ικανότητά τους να τροποποιούν οικοτόπους, να αξιοποιούν πόρους και να αμύνονται.
Όλες οι αποικίες παρουσιάζουν καταμερισμό εργασίας, επικοινωνία μεταξύ των ατόμων, και ικανότητα επίλυσης περίπλοκων προβλημάτων. Αυτοί οι παραλληλισμοί με τις ανθρώπινες κοινωνίες έχουν αποτελέσει πηγή έμπνευσης και αντικείμενο μελέτης.

Πόσο ζει ένα μυρμήγκι;


Κατασκευή φωλιάς

Πολλά μυρμήγκια φτιάχνουν μεγάλες φωλιές, ενώ άλλα είδη είναι νομαδικά και δε χτίζουν μόνιμες κατασκευές. Τα μυρμήγκια φτιάχνουν είτε υπόγειες φωλιές, είτε τις κατασκευάζουν πάνω σε δέντρα. Οι μυρμηγκοφωλιές μπορεί να βρίσκονται στο έδαφος, κάτω από πέτρες, κάτω από πεσμένα τμήματα δέντρων ή μέσα σε αυτά, μέσα σε κοιλότητες κορμών ή ακόμα και σε βελανίδια. Τα υλικά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή συμπεριλαμβάνουν χώμα καθώς και υλικά προερχόμενα από φυτά, και τα μυρμήγκια επιλέγουν προσεκτικά την τοποθεσία της φωλιάς τους. Τα μυρμήγκια του είδους Temnothorax albipennis αποφεύγουν τοποθεσίες όπου υπάρχουν νεκρά μυρμήγκια, καθώς μπορεί να υποδεικνύουν την ύπαρξη παρασίτων ή ασθενειών. Εγκαταλείπουν γρήγορα τη φωλιά τους στην πρώτη ένδειξη κινδύνου.
Η ζωή του μυρμηγκιού ξεκινάει από ένα αυγό.  Τα μυρμήγκια αναπτύσσονται με πλήρη μεταμόρφωση με τις προνύμφες να περνούν από τη φάση της νύμφης πριν να αναδυθεί ως ενήλικας.

Μάθηση

Πολλά ζώα μπορούν να μάθουν διάφορες τακτικές μιμούμενα άλλα ζώα αλλά τα μυρμήγκια είναι πιθανότατα το μόνο είδος, πέραν των θηλαστικών, στο οποίο εμφανίζεται αμφίδρομη εκμάθηση.

Μυρμήγκια - στρατιώτες σχηματίζουν γέφυρα.
Στο είδος Temnothorax albipennis ένας πεπειραμένος συλλέκτης καθοδηγεί ένα άπειρο μέλος της αποικίας του σε μια πηγή τροφής που μόλις έχει ανακαλυφθεί. Ο ακόλουθος αποκτά γνώση μέσα από την καθοδήγηση του καθοδηγητή του. Καθοδηγητής και ο ακόλουθος, λαμβάνουν ιδιαίτερα υπ' όψιν τη θέση και την κίνηση του άλλου με τον καθοδηγητή να επιβραδύνει όταν ο ακόλουθος καθυστερεί, και επιταχύνει όταν ο ακόλουθος πλησιάζει υπερβολικά κοντά.Καλλιέργεια τροφίμων
Τα περισσότερα μυρμήγκια είναι αρπακτικά, πτωματοφάγοι, και έμμεσα φυτοφάγα, αλλά κάποια είδη έχουν αναπτύξει εξειδικευμένους τρόπους εξασφάλισης τροφής. Τα φυλλοκόπα μυρμήγκια π.χ. τρέφονται αποκλειστικά με ένα είδος μύκητα που φυτρώνει μόνο μέσα στις αποικίες τους. Συλλέγουν συνεχώς φύλλα τα οποία μεταφέρονται στην αποικία, κόβονται σε μικρά κομμάτια και τοποθετούνται σε κήπους μυκήτων.
Τα μυρμήγκια συχνά εκτρέφουν άλλα είδη εντόμων, τα οποία και χρησιμεύουν ως «ωφέλιμα οικιακά ζώα». Πρόκειται για έντομα που τρέφονται από τον χυμό φυτών, όπως αφίδες, ψύλλους ή τζιτζίκια, τα οποία ζουν μόνιμα στον φλοιό ή στα φύλλα ενός φυτού και απομυζούν τους χυμούς του. Επειδή ο χυμός των φυτών είναι κορεσμένος με υδατάνθρακες, αλλά φτωχός σε πρωτεΐνες, τα έντομα αυτά αποβάλουν συνεχώς μεγάλο μέρος του υγρού, το οποίο με την σειρά τους εκμεταλλεύονται τα μυρμήγκια. 

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ (12 λαϊκά παραμύθια από διάφορα μέρη της Ελλάδας και της Κύπρου)



 Το 2011 η ελεύθερη ψηφιακή βιβλιοθήκη eBooks4Greeks.gr διοργάνωσε διαγωνισμό παραδοσιακού παραμυθιού. Ο διαγωνισμός ήταν ένα κάλεσμα με σκοπό να αναδειχτούν παραδοσιακά (λαϊκά) παραμύθια του τόπου μας που αποτελούν σημαντικό μέρος της πολιτισμικής μας κληρονομιάς.
Τα 12 παραμύθια της έκδοσης επιλέχθηκαν μέσα από 39 παραμύθια που έλαβαν συμμετοχή στον διαγωνισμό.
 Η επιλογή αυτή έγινε από τους τρεις «παραμυθάδες»: Αγγελική Σχοινά, Γιώργο Παλιάτσιο, Χάρις Μέγα και η εικονογράφηση από τη ζωγράφο Μαρία Βιλλιώτη. Συγγραφείς: Γεωργία Καρκάνη, Άντρη Αντωνίου, Αδαμαντία Ξηρίδου, Χαρά Τσοντάκη, Σωτηρούλα Βασιλίου, Παρασκευή Αποστολοπούλου, Χρυσάνθη Πρωτοψάλτου, Ευδοκία Ποιμενίδου-Χατζηδημητρίου, Σοφία Τσουρλάκη, Γεώργιος Παλιάτσιος, Αθηνά Κυριακού-Σαρακενίδου, Ειρήνη Πόλια
Εικονογράφηση: Μαρία Βιλλιώτη (website)
 Έκδοση: eBooks4Greeks, 2017 ISBN: 978-618-83142-0-7 Μέγεθος: σελ. 135 / 15 Mb Μορφή: Pdf Online Παραδοσιακά Παραμύθια του Ελληνισμού

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

"Το μάτι". Παραδοσιακό παραμύθι από την Ήπειρο (Πάργα)


Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας ψαράς. Μια μέρα από τις πολλές, πήγε στην ακροθαλασσιά κι έριξε τα δίχτυα του, αλλά δε έπιασε ούτε λέπι.  Κίνησε να γυρίσει σπίτι του καταστενοχωρημένος που δε μπόρεσε να βγάλει ψάρια να ταΐσει τα παιδιά του. Στο δρόμο της επιστροφής πέρασε μπροστά από το παλάτι του βασιλιά κι έβγαλε έναν μεγάλο αναστεναγμό:
-Αχ! Τι δυστυχισμένος άνθρωπος που είμαι!
Ο βασιλιάς, που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στον εξώστη, άκουσε τον ψαρά και τον φώναξε να τον φέρουν μπροστά του. Όταν του τον έφεραν τον ρώτησε:
- Γιατί άνθρωπέ μου βαριαναστενάζεις και λες πως είσαι πολύ δυστυχισμένος;
- Αναστέναξα αφέντη βασιλιά μου, είπε ο ψαράς, γιατί πήγα στη θάλασσα να ψαρέψω, αλλά δε μπόρεσα να πιάσω τίποτε κι έτσι δε θα έχω ψωμί να ταΐσω τα παιδιά μου.
- Ξαναπήγαινε στη θάλασσα, είπε ο βασιλιάς, κι ό,τι πιάσεις, ψάρι, πέτρα φύκι, οτιδήποτε, φέρτο σε μένα και θα σου δώσω το βάρος του σε φλουριά. Με τη συμφωνία όμως, πως θα κρατήσω εγώ αυτό που θα ψαρέψεις.
Γυρνάει ο ψαράς στην ακροθαλασσιά, έριξε και ξανάριξε τα δίχτυα του, αλλά δεν έπιασε τίποτε άλλο παρά ένα μάτι ψαριού! Απογοητευμένος το πάει στον βασιλιά.
- Πραγματικά είσαι άτυχος άνθρωπέ μου, του λέει ο βασιλιάς, γιατί αυτό δε ζυγίζει ούτε όσο ένα φύλλο. Παίρνει ο βασιλιάς το μάτι, το βάζει πάνω στον ένα δίσκο μιας ζυγαριάς και στον άλλο δίσκο βάζει ένα χρυσό φλουρί και με έκπληξη βλέπει ότι το μάτι ήταν βαρύτερο από το φλουρί! Βάζει και δεύτερο φλουρί και τρίτο, μα το μάτι ακόμη φαινόταν βαρύτερο. Βάζει μια χούφτα φλουριά, μα ο δίσκος με το μάτι δεν έλεγε να ανέβει τον ανήφορο! Γεμίζει το δίσκο της ζυγαριάς ως επάνω με φλουριά, μα τίποτα! Και τότε ακόμα το μάτι ήταν βαρύτερο!
 Ο βασιλιάς έμεινε απορημένος και κάλεσε όλους τους σοφούς του τόπου και τους είπε:
- Έχω ένα ερώτημα να σας βάλω και έχετε προθεσμία έναν μήνα να μου απαντήσετε. Αν βρείτε την εξήγηση θα σας γεμίσω δώρα, διαφορετικά θα σας πάρω το κεφάλι. Και να ποιο είναι το ερώτημα... Και τους έδειξε τη ζυγαριά με το μάτι και τα χρυσά φλουριά.
Οι σοφοί έβαλαν τα δυνατά τους, μα εξήγηση δε μπορούσαν να δώσουν. Οι μέρες περνούσαν, τέλειωνε ο μήνας και είχαν πλέον απελπιστεί γιατί η απειλή του βασιλιά ήταν πάνω από τα κεφάλια τους. Έφτασε η τελευταία μέρα και σκέφτηκαν να καλέσουν έναν γέρο καλόγερο, που είχε τη φήμη του σοφού και τίμιου, για να τους βοηθήσει.
Αυτός πράγματι προθυμοποιήθηκε να τους βοηθήσει. Έβαλε πάνω από το ράσο ρούχα σαν αυτά που φορούσαν οι σοφοί, για να μην τον πάρουν χαμπάρι στο παλάτι, παίρνει τη ζυγαριά με το μάτι κι ένα σακούλι με χώμα και παρουσιάζεται μπροστά στον βασιλιά που περίμενε να λάβει την απάντηση.
Ο καλόγερος παίρνει από το σακούλι του λίγο χώμα και πασπαλίζει το μάτι κι αμέσως η ζυγαριά από το μέρος του ματιού σηκώθηκε λίγο. Βάζει λίγο ακόμη χώμα από το μέρος του ματιού και η ζυγαριά έγειρε κι άλλο προς το μέρος των φλουριών. Βάζει κι άλλη φορά χώμα στο μάτι κι ο δίσκος των φλουριών κάθισε κάτω, ενώ του ματιού ελάφρυνε και σηκώθηκε πάνω. Ενώ πριν, θυμάστε, γινόταν το ανάποδο.
- Το μάτι βασιλιά μου, έδωσε την εξήγηση ο καλόγερος είναι η πηγή της αχορτασιάς και της φιλαργυρίας. Πριν το μάτι σμίξει με το χώμα ήταν καθαρό, γι' αυτό ηταν βαρύ. Τώρα που έσμιξε με το χώμα, ενώ έπρεπε να ζυγιάζει περισσότερο, τώρα είναι ελαφρύτερο απ' ότι ήταν πριν.
Έτσι και ο άνθρωπος. Όλη του τη ζωή καταγίνεται να μαζέψει πλούτη αλλά ποτέ δε χορταίνει. Όταν όμως πεθαίνει και πια γίνει ένα με το χώμα, ό,τι έχει μάσει με την πλεονεξία του τον αφήνει. Όπως αυτό το μάτι: Όσο ήταν καθαρό ζύγιαζε πλιότερο, γιατί δε χορταινε το χρυσάφι. Όταν λερώθηκε με το χώμα και θόλωσε, το χρυσάφι δεν τόβλεπε πια και γι' αυτό κι ελάφρυνε. Το  χώμα αφέντη βασιλιά μου τα νικάει όλα!
-Εύγε! είπε ο βασιλιάς στον καλόγερο. Η εξήγηση που μου έδωσες μ' έκανε να καταλάβω πολλά πράγματα. Θα σας ανταμείψω πλουσιοπάροχα! Κι έτσι έδωσε στον σοφό καλόγερο και στους υπόλοιπους, ανάμεσά τους και στον φτωχό ψαρά, το μισό του βασίλειο. Και όλοι ζήσανε καλά κι μείς καλύτερα!

«Το πιο γλυκό ψωμί» – Λαϊκό παραμύθι

Σχετική εικόνα

Κάποτε ήταν ένας βασιλιάς πολύ πλούσιος, που είχε ό,τι επιθυμούσε η ψυχή του και είχε χορτάσει τα πάντα. Κι όλα τα καλά του κόσμου θρονιασμένα στη ζωή του ήταν κι όλοι τον θαύμαζαν για τα πλούτη του κι έλεγαν ότι δεν υπάρχει άνθρωπος πιο ευτυχισμένος σ’ ολόκληρη τη γης. Ώσπου μια μέρα κάτι παράξενο συνέβηκε. Ο βασιλιάς έχασε την όρεξή του και τίποτα δεν ήθελε να βάλει στο στόμα του.
Μέρα με τη μέρα όλο και πιο χλωμός φαινόταν, αδύνατος σαν βέργα ξεραμένη. Όλα του φταίγανε και γκρίνιαζε με το παραμικρό.
Γιατροί από παντού προστρέξαν να τον δουν και για τον άρρωστο βασιλιά τα καλύτερα δοκίμαζαν μαντζούνια και γιατρικά. Τίποτα! Όλα χαμένα πήγαιναν. Η ανορεξία του βασιλιά συνεχιζόταν αμείωτη κι όλο και χειροτέρευε. Κάθε μέρα του έφερναν μπροστά του δίσκους με τα πιο καλομαγειρεμένα, μοσχοβολιστά φαγητά. Μα τίποτα δεν τον συγκινούσε.
Περνούσε ο καιρός ώσπου μια μέρα έτυχε να περνάει από το παλάτι του ένας γέροντας φτωχός, ασπρομάλλης και ξερακιανός, που ήξερε από γιατρικά και όλοι τον έλεγαν σοφό.
Τον ζύγωσε ο γέροντας κι άρχισε να του κάνει ερωτήσεις:
-Μήπως κουράζεσαι πολύ, βασιλιά μου; τον ρώτησε.
-Τι λες, γιατρέ μου, του λέει ο βασιλιάς.
-Όλη μέρα ξαπλωμένος στο θρόνο μου είμαι, το μικρό μου δαχτυλάκι δεν κουνώ.
-Μήπως έγνοιες και σκοτούρες για το λαό σου έχεις;
-Κάθε άλλο. Καρφί δεν μου καίγεται για κανέναν, σκοτούρα δεν έχω καμιά.
-Μήπως επιθύμησες ποτέ σου κάτι και δεν τ’ απέκτησες;
-Ούτε αυτό! Βασιλιάς είμαι, μην το ξεχνάς. Κι ο,τι γυρέψω, έρχεται μπροστά μου.
Σκέφτηκε, σκέφτηκε ο γέροντας κι υστέρα γυρίζει και λέει του βασιλιά:
-Άκουσε, βασιλιά μου… Καθώς βλέπω, τίποτα το σοβαρό δε σου συμβαίνει. Εκείνο που φταίει και δεν έχεις όρεξη είναι το ψωμί που σου δίνουν οι μάγειροί σου στο παλάτι! Να διατάξεις τώρα να σου φέρουν το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου για να φας. Αν μπορέσεις να το ’χεις αυτό, τότε θα γιατρευτείς!
Αμέσως ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στους μαγείρους του παλατιού να ζυμώσουν και να του ψήσουν το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!
Έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά οι ψωμάδες ποιος θα φτιάσει το πιο γλυκό ψωμί για το βασιλιά! Ζύμωσαν κάθε λογής ψωμιά, έβαζαν μέσα ζάχαρες, μέλια και σιρόπια και του τα ’φεραν στο παλάτι να τα δοκιμάσει. Μα πάλι δεν ήθελε να τα φάει. Το να του μύριζε, τ’ άλλο του έφταιγε. Τότε ο βασιλιάς, έστειλε ανθρώπους του να πάνε να βρούνε το γέροντα και να τον ξαναφέρουνε μπροστά του. Έτσι λοιπόν κι έγινε.
-Θα σε κρεμάσω, που με ξεγέλασες! του φώναξε ο βασιλιάς μόλις τον είδε.
-Γιατί, βασιλιά μου; τον ρώτησε ο γέροντας.
-Γιατί το γλυκό ψωμί, που είπες να μου φτιάξουνε να φάω, δε μου έκαμε τίποτα!
-Μπα; Φαίνεται πως το ψωμί που σου ζύμωσαν, δεν ήταν τόσο γλυκό όσο έπρεπε!
Ο βασιλιάς ήταν πάλι έτοιμος ν’ αγριέψει, μα είδε το γέρο που κάτι συλλογιζότανε, και περίμενε.
-Άκουσε, βασιλιά μου, του λέει ο γέροντας ύστερα από λίγο.
-Αν θέλεις να δοκιμάσεις το ψωμί που θα σε γιατρέψει, πρέπει να ’ρθεις μαζί μου για τρεις μέρες μονάχα και να κάνεις ό,τι σου λέω. Αν δε γίνεις καλά, είσαι ελεύθερος να μου πάρεις το κεφάλι!
Κι ο βασιλιάς, δέχτηκε να πάει μαζί με τον παράξενο γέροντα, εκεί που του ’λέγε. Φόρεσε κι αυτός φτωχικά ρούχα, φόρεσε και κάτι παλιοπάπουτσα, πήρε κι ένα μπαστούνι στα χέρια του κι έφυγε κρυφά από το παλάτι, μακριά, κι επήγανε στον κάμπο, να μείνουν στην καλύβα του γέροντα, μέσα σ’ ένα χωράφι σπαρμένο.
Ξημερώνοντας, ο γέροντας έδωσε στο βασιλιά ένα δρεπάνι και του λέει:
-Έλα να θερίσουμε! Έπιασε ο βασιλιάς και θέριζε μες στο λιοπύρι ολάκερη μέρα. Έκαμε καμιά σαρανταριά δεμάτια στάχυα. Ήρθε το βράδυ, κι έπεσαν κατάκοποι να κοιμηθούνε, νηστικοί.
Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ξύπνησε ο γέροντας το βασιλιά και του λέει:
-Σήκω τώρα, να πάρουμε όλ’ αυτά τα δεμάτια, να τα πάμε στ’ αλώνι να τ’ αλωνίσουμε!
Κουβάλησε στην πλάτη του ο βασιλιάς ένα σωρό δεμάτια, κι ύστερα όλη μέρα, τα κοπάνιζε με το δάρτη, ώσπου κάμανε το στάρι σωρό, τ’ ανεμίσανε και το βάλανε στο σακί. Κι όλη μέρα την περάσανε πάλι νηστικοί κι οι δυο τους, μόνο λίγο νερό ήπιανε από τη στέρνα, που ήτανε κοντά στην καλύβα.
Πέσανε πάλι κουρασμένοι το βράδυ και κοιμηθήκανε.

Την τρίτη μέρα, χαράματα σχεδόν, ο γέροντας σήκωσε το βασιλιά:
-Ξύπνα τώρα, βασιλιά μου, να πάμε το στάρι μας στο μύλο να τ’ αλέσουμε! Πάρ’ το εσύ στην πλάτη σου και πάμε εκεί, στην κορφή του βουνού που είναι ο μύλος. Τι να κάμει ο βασιλιάς, πήρε το σακί στην πλάτη και παρά την κούρασή του, το κουβάλησε στην κορφή του βουνού. Τώρα αρχίνησε και να πεινάει, μα ντρεπόταν να το πει. Αλέσανε το στάρι τους, και για να μην τα πολυλογούμε, γυρίσανε κατά το μεσημέρι στην καλύβα, πάλι ο βασιλιάς φορτωμένος τ’ αλεύρι.
– Έλα τώρα να ζυμώσουμε, του λέει ο γέρος κι έβαλε το βασιλιά να ζυμώνει.
Ύστερα τον έστειλε στο λόγγο να κόψει ξύλα, και κατά το βραδάκι βάλανε να ψήσουνε στο φούρνο 3-4 καρβέλια. Ο βασιλιάς τώρα πεινούσε κι ανυπομονούσε πότε να ψηθούν τα ψωμιά, για να φάει!
-Πεινάω πολύ», λέει του γέρου.
-Περίμενε και θα φας! του απάντησε κείνος.
Σε λίγο βγήκανε από το φούρνο τα καρβέλια, αχνιστά και ροδοψημένα. Τότε ο βασιλιάς άρπαξε το καρβέλι, το έκοψε με τα χέρια του κι άρχισε να το τρώει με μανία . Μα με την πρώτη μπουκιά που κατάπιε, φώναξε γεμάτος χαρά:
-Μάλιστα! Αυτό είναι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου! Κι όμως ούτε μια κουταλιά ζάχαρη δεν έριξα στο ζυμάρι του!
Τότε ο γέροντας χαμογέλασε και του είπε:
-Βασιλιά μου, πρέπει να ξέρεις πως η ζάχαρη στο ψωμιού σου ήταν ο ιδρώτας που έχυσες για να το φτιάξεις. Τώρα είσαι ελεύθερος να ξαναπάς στο παλάτι σου. Κοίτα μονάχα να δουλεύεις απο δώ κι εμπρός, και θα δεις πως η όρεξη δε θα σου λείψει.
Ο βασιλιάς ακολούθησε την συμβουλή του γέροντα κι όταν γύρισε στο παλάτι δούλευε κάθε μέρα για το λαό του. Από τότε η όρεξη του ξανάρθε κι έτρωγε όλου του κόσμου τα καλά!

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

"Το αδύναμο σποράκι" Παραμύθι

Παραμύθι από τη Μαρία Μαχαίρα. Το βρήκαμε εδώ:


Φωτογραφία: "Μικρή ντοματιά" του Γιάννη Μακριδάκη
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό σποράκι, και μόλις έπεσε στην γη φύσηξε ένας αέρας δυνατός και το πήρε μακριά. Η μαμά του κι ο μπαμπάς του βυθίστηκαν στην θλίψη που έχασαν το σποράκι τους και που δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε για το βρουν. Ο καιρός περνούσε και η μαμά του κι ο μπαμπάς του είχαν σχεδόν απελπιστεί. Και τότε ξαφνικά ένα αέρας δυνατός και μια βροχή φέραν το σποράκι πίσω και το αφήσαν μαλακά στην γη.
 Πόσο ταλαιπωρημένο ήταν το καημένο φαινόταν χλωμό κι αδύναμο.Οι γονείς του χάρηκαν τόσο που είχαν ξανά το σποράκι κοντά τους, αλλά ανησυχούσαν πολύ, φαινόταν τόσο εύθραυστο κι ευαίσθητο που πραγματικά δεν ήξεραν αν θα τα κατάφερνε.
Το σποράκι ένιωθε φοβισμένο και λίγο ζαλισμένο από το ταξίδι του με τον αέρα κι έτσι έμεινε ακίνητο στην γη μέχρι που κοιμήθηκε. Μια γλυκιά μελωδία το ξύπνησε, άνοιξε τα ματάκια του κι είδε την μαμά του να λάμπει μες το ζεστό φως του ήλιου και να του γλυκοτραγουδά.
Το σποράκι χαμογέλασε δειλά. Η μαμά του ήταν όμορφη, τα πέταλα της ήταν γεμάτα με λαμπερά χρώματα και ο μπαμπάς του φαινόταν ψηλός και δυνατός.
Το σποράκι σκέφτηκε: – “Aχ και να μπορούσα να τους μοιάσω”.
Το σποράκι ήταν λυπημένο.Η μαμά του είδε το λυπημένο του προσωπάκι και δάκρυα τρέξαν από τα μάτια της. Τότε ένα μελισσάκι και μια πεταλουδίτσα που είδαν την θλίψη της ήρθαν και της είπαν:
– “Μην στεναχωριέσαι εμείς θα σε βοηθήσουμε”.
Κι άρχισαν να κουβαλούν τα δάκρυα της και να τα ακουμπούν απαλά πάνω στο σποράκι. Κι αφού τα κουβαλήσανε όλα πέταξαν ως τον ήλιο και του είπαν:
– “Τώρα πρέπει κι εσύ να βοηθήσεις το σποράκι”.
Κι ο ήλιος φόρεσε την πιο λαμπερή του στολή και στάθηκε κοντά στο σποράκι. Και το τότε το σποράκι προσπάθησε πολύ, …πάρα πολύ.
Έβαλε όλες του τις δυνάμεις, τις δικές του και αυτές που του έδωσαν με τόσο αγάπη οι γονείς του και οι φίλοι του.
Και μια μέρα …ξαφνικά! Πουφ! Ξεπρόβαλε ένα βλασταράκι.
Στην αρχή δεν είχε δύναμη να σταθεί όρθιο και έγερνε στο χώμα, μα ο ήλιος δεν το εγκατέλειπε και την πιο δυνατή του ακτίνα την έστελνε πάντα στο σποράκι που τώρα είχε γίνει βλασταράκι.
Και ο μπαμπάς του τότε φώναξε το μελισσάκι και την πεταλούδα και τους είπε:
– “Πετάξτε τώρα ως την βροχή και πείτε της να ρθει κι αυτή να βοηθήσει. Κάντε γρήγορα.”
Κι αυτά έφυγαν πετώντας βιαστικά, να βρούνε την βροχή
Και ψάχνανε, ψάχνανε, μα δεν μπορούσαν να την βρουν.
Γιατί η βροχή είχε κι άλλους να φροντίσει.
Ο καιρός περνούσε και το βλασταράκι προσπαθούσε μ όλες του τις δυνάμεις να σταθεί μα χωρίς την βοήθεια της βροχής δεν έλεγε να σηκωθεί. Κι όλοι λέγανε πως τελικά δεν θα τα καταφέρει. Kι όλοι λυπόντουσαν το βλασταράκι και έλεγαν:
– “Τι κρίμα το καημένο”. Μα η μαμά του, του έλεγε συνέχεια:
– “Βλασταράκι μου μπορείς, μπορείς, όλα τα μπορείς.”
Και τότε το βλασταράκι με όλο του το θάρρος έδωσε μια και σηκώθηκε ψηλά.
Και όσοι ήταν εκεί κοντά το θαύμασαν κι άρχισαν να πιστεύουν πως όλα αυτά δεν ήταν μάταια τελικά. Και κατάλαβαν πως έπρεπε κι αυτοί τώρα να το βοηθήσουν. Και φύγανε και τρέξανε να βρουν το μελισσάκι και την πεταλούδα.
Κι όποιον στο δρόμο τους συναντούσαν τον παίρνανε κι αυτόν μαζί. Και έτσι γίνανε πολλοί, πάρα πολλοί. Και φώναξαν όλοι μαζί: – “ΒΡΟΧΗΗΗΗΗΗΗ που είσαι;”
Κι η βροχή τους άκουσε γιατί τώρα η φωνή τους ήταν δυνατή. Πολύ δυνατή.
Ξαφνικά μαύρα, πυκνά σύννεφα, γέμισαν τον ουρανό που φώναζαν:
– “Προσέξτεεε… Έρχεται η βροχή!”
Κι όλοι τους θέλησαν να κρυφτούν από την μπόρα την δυνατή. Μα έπρεπε να φανούν δυνατοί. Κι έτσι μόλις την αντίκρισαν, της είπαν με φωνή αποφασιστική: – “Έλα να βοηθήσεις κι εσύ”.
Κι η μπόρα τους ρώτησε: – “Γιατί;”
– “Γιατί το βλασταράκι χωρίς εμάς δεν θα μπορεί. Γιατί κι η δική σου η βοήθεια είναι πολύ σημαντική.”
Κι η μπόρα ησύχασε κι έγινε μια γλυκιά ανοιξιάτικη βροχή.
Και τους είπε με φωνή απαλή: – “Πάρτε τώρα τον δρόμο για τη επιστροφή και μην το σκέφτεστε πολύ.”
Κι όταν γυρίσαν πίσω είδαν ένα κατάλευκο και αφράτο συννεφάκι να στέκεται ψηλά από την μαμά. Το συννεφάκι ήταν σοφό, κι είχε σταθεί έτσι ώστε το βλασταράκι από τον ήλιο να μπορεί να ζεσταθεί και τους είπε:
– “Πρέπει και την μαμά να βοηθήσουμε πολύ γιατί χωρίς αυτή το βλασταράκι δεν θα μπορεί να στηριχθεί.”
Κι άρχισε να ρίχνει τις σταγόνες του πρώτα πάνω στην μαμά, που είχε στεγνώσει από τα δάκρυα τα πολλά.
Κι ύστερα κατρακυλούσαν απαλά, πάνω στο βλασταράκι που τις ρουφούσε με χαρά. Κι όλοι γύρω τους παρακολουθούσαν μ αγωνία να δούνε τι θα γίνει. Το βλασταράκι ρουφούσε, χαιρόταν και μεγάλωνε, ψίλωνε κι έβγαζε τα δικά του φυλλαράκια.
Κι όλοι παρακολουθούσαν με αγωνία να δούνε τι θα γίνει.
Το βλασταράκι ρουφούσε, χαιρόταν, μεγάλωνε, ψίλωνε και τα φυλλαράκια του δυνάμωναν και γίνονταν σαν του μπαμπά του.
Κι όλοι παρακολουθούσαν με αγωνία να δούνε τι θα γίνει.
Το βλασταράκι ρουφούσε, χαιρόταν , μεγάλωνε, ψίλωνε, δυνάμωνε κι άρχισε να φτιάχνει το δικό του μπουμπουκάκι.
Το βλασταράκι τότε σκέφτηκε πως όλα όσα του χρειαζόταν για να ανθίσει τα είχε αποκτήσει και ήξερε ακόμα πως μέσα στο μπουμπουκάκι του ήταν κρυμμένα η αγάπη και το θάρρος.
Το βλασταράκι κατάλαβε πως τώρα ήταν έτοιμο να αντικρίσει τον κόσμο. Κι όλοι παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα, να δούνε τι θα γίνει. 
Και το βλασταράκι άνθισε. – “Ααααααααα!!!!!!!!! Είπανε όλοι τους.”
Μια ευωδιαστή μυρωδιά ξεχύθηκε μέσα από το μπουμπουκάκι του και μια γλυκιά μελωδία, σαν αυτή που του τραγουδούσε η μαμά του, όταν ήταν ανήμπορο, μόνο που τώρα οι νότες της ήταν γεμάτες από χαρά. Και καθώς τα πέταλα του άνοιγαν, αποκαλύπτονταν σιγά σιγά, η μοναδικότητα του κι η ομορφιά του.
Τα πιο περίεργα, τα πιο παράξενα, τα πιο όμορφα χρώματα της φύσης ήταν πάνω του. Τα πέταλα του είχαν ανάκατα τα χρώματα του ανέμου, του ήλιου και της βροχής.
Μα τα πιο ζωντανά τα πιο σπουδαία απ όλα, ήταν τα πέταλα που είχαν το χρώμα από τα δάκρυα και την αγάπη της μαμάς του.
Το σποράκι είχε γίνει ένα πανέμορφο λουλούδι, τόσο μοναδικό και τόσο ξεχωριστό που κανείς απ’ όσους ήταν εκεί δεν μπορούσε να μην το θαυμάσει.
Το σποράκι τα είχε καταφέρει κι όλοι όσοι το είχαν βοηθήσει ήτανε τώρα περήφανοι και ευτυχισμένοι.
Κι όλοι μαζί ,του φώναξαν δυνατά: – “ΜΠΡΑΒΟ ΣΟΥ!!!! ΣΠΟΡΑΚΙ!”
Κι αυτό με μάτια ζωηρά τους χαμογέλασε πλατιά. Και κάναν μια γιορτή που κράτησε μια ολόκληρη ζωή!!
 www.noesi.gr

"ΕΝΟΙΚΙΑΖΟΜΕΝΑ ΔΩΜΑΤΙΑ" ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ Χ.


Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

ΑΚΟΥΣΕ ΚΑΙ ΞΕΦΥΛΛΙΣΕ ΠΟΛΛΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ (ΔΩΡΕΑΝ)

Οι όμορφες ιστορίες γίνονται ακαταμάχητες όταν ζωντανεύουν στα χείλη χαρισματικών αναγνωστών. Σε αυτή την ενότητα, μπορείς να ακούσεις αποσπάσματα ή ολόκληρες ιστορίες αγαπημένων συγγραφέων διαβασμένες από γνωστούς ταλαντούχους ηθοποιούς, ενώ εσύ τις διαβάζεις παράλληλα γυρνώντας τις σελίδες του ψηφιακού βιβλίου!
Τα παραμύθια προέρχονται από τη σελίδα "ΜΙΚΡΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ". ΠΑΤΗΣΤΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΜΕ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΚΑΙ ΟΔΗΓΗΘΕΙΤΕ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ (Αν χρειστεί ενεργοποιείστε τη λειτουργία flash πατώντας Activate Adobe Flash Player)

1. O ηθοποιός Σταύρος Κώττας μας διαβάζει απόσπασμα από το βιβλίο «T…όπως Αποστόλης» της Μελίνας Καρακώστα.
 Μελίνα Καρακώστα: 
«Τ…όπως Αποστόλης»
Εκδόσεις: Πατάκη
Εικονογράφηση: Γιώργος Σγουρός



ΑΚΟΥΣΕ ΑΚΟΜΗ:

2. "Η μηχανή στο υπόγειο"

Της Κίρας Σίνου
Εκδόσεις: Κέδρος
Διαβάζει o ηθοποιός Σταύρος Κώττας


3. "Ο αθάνατος γαϊδαράκος"

Της Μάρως Λοΐζου
Εικονογράφηση: Κατερίνα Βερούτσου
Εκδόσεις: Πατάκη
Διαβάζει η ηθοποιός Γεωργία Τσαγκαράκη


4. "Η μεγάλη βόλτα του κυρίου Πετράν"

Της Γιούλας Μιχαήλ
Εικονογράφηση: Βάσω Γιαρένη
Εκδόσεις: Διάπλαση
Διαβάζει ο ηθοποιός Γεράσιμος Γεννατάς


5. "Ο μικρός ζωγράφος των βράχων"

Της Μαρίας Πετκανοπούλου
Εικονογράφηση: Άννα Καρνή
Εκδόσεις: Καλειδοσκόπιο
Διαβάζει η ηθοποιός Γεωργία Τσαγκαράκη


6. "Ο φεγγαροσκεπαστής"

Του Eric Puybaret
Εικονογράφηση: Eric Puybaret
Εκδόσεις: Αίσωπος
Διαβάζει η ηθοποιός Μαρία Καλλιμάνη


7. "Ο Φίλιππος και τα μαγικά κρόταλα"

Της Μάνιας Δούκα
Εικονογράφηση: Μάρια Μπαχά
Εκδόσεις: Μπίρη
Διαβάζει η ηθοποιός Μαρία Καλλιμάνη


8."Ο δάσκαλος με το βιολί και το αστέρι"

Της Θέτης Χορτιάτη
Εικονογράφηση: Τζώρτζης Παρμενίδης
Εκδόσεις: ‘Αγκυρα
Διαβάζει ο ηθοποιός Ξανθή Γεωργίου


9. "Τα δέντρα που τρέχουν"

Της Μαρία Πυλιώτου
Εικονογράφηση: Βαγγέλης και Λυδία Ελευθερίου
Εκδόσεις: Βιβλιόφωνο
Διαβάζει ο ηθοποιός Ξανθή Γεωργίου


10."Τέοντορ ο ινδοκαρυδούλης"

Της Ασπασίας Μαυρομάτη
Εικονογράφηση: Κατερίνα Ράπτη
Εκδόσεις: Κέδρος
Διαβάζει ο ηθοποιός Νίκος Ορφανός


11. "Ο μαύρος Κότσυφας και ο άσπρος Γλάρος"

Της Κίτυ Κρόουθερ
Εικονογράφηση: Κίτυ Κρόουθερ
Εκδόσεις: Σύγχρονοι Ορίζοντες
Διαβάζει ο ηθοποιός Νίκος Ορφανός
 ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΑΚΟΜΗ

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

"Ο άρκοντας και το ψέμαν" Κυπριακό παραμύθι


Picture

  Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος πολύ πλούσιος. Είχε κι ένα γιο αχαΐρευτο. Ούτε από συμβουλές έπαιρνε ούτε από τίποτα. Ο πατέρας του απελπίστηκε. Κατάλαβε πως ο γιός του, τέτοια στράτα που πήρε, ούτε λεφτά θ’ αφήσει ούτε κτήματα. Άμα εκείνος πεθάνει και ο γιος του κληρονομήσει, θα τα κάμει άνεμο και καπνό και θα πεινάσει. Σκεφτόταν λοιπόν μέρα νύχτα τι να κάνει.

Σαν γέρασε πια, τον φώναξε μια μέρα και τον πήγε στο χειρότερο από τα σπίτια του. Του λέει:

-  Εγώ παιδί μου γέρασα. Σε λίγο πεθαίνω. Από το θάνατό μου κι ύστερα, εσύ θα πεινάσει με το νου που έχεις. Αν βρεθείς σε  δύσκολη θέση, να ‘ρθεις σ’ αυτό το σπίτι, να περάσεις ένα σχοινί από το κρικέλι της καμάρας και να κρεμαστείς, να γλιτώσεις από τα βάσανα.

Ο γέρος σε λίγο καιρό πέθανε. Ο γιος τα πήρε όλα δικά του, και χρήματα και κτήματα κι άρχισε να τα ροκανίζει. Έκανε καμπόσουν φίλους, μη ρωτάς πόσους, και κάθε νύχτα κουβαλιόνταν σπίτι του και τρώγανε και πίνανε. Τον καλόπιαναν με τις ψευτιές και τις κολακείες και τους έδινε ακόμα και μετρητά. Άμα έλειψαν τα μετρητά, άρχισε το ξεπούλημα των χωραφιών, των περιβολιών, των σπιτιών. Πούλα και πούλα τα έφαγε όλα και του ‘μεινε μονάχα εκείνο το σπίτι που του παράγγειλε ο γέρος ο πατέρας του να κρεμαστεί. Κρατούσε στο πουγγί του όλο κι όλο τρία γρόσια. Οι φίλοι του τον εγκατέλειψαν κι ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. ΄

Την πρώτη νύχτα που κουβαλήθηκε στο παλιόσπιτο, θυμήθηκε τα λόγια που του είπε ο πατέρας του, να κρεμαστεί να μην τυρρανιέται. Αποφάσισε να το κάμει. Με τα τρία γρόσια που κρατούσε πήγε κι αγόρασε μισή οκά ψωμί και μισό τυρί χαλούμι να φάει την άλλη μέρα. Όταν πια δεν είχε δεκάρα, να κρεμαστεί να τελειώνει.

Τη νύχτα που κοιμόταν, του έφαγαν το ψωμί και το χαλούμι τα ποντίκια. δεν του άφησαν μπουκιά. Τι να κάνει; Σκέφτηκε αντί να κρεμαστεί, να πάει να βρει τους φίλους του να του δώσουν ένα κομμάτι ψωμί, αυτοί που τόσο καιρό τρώγανε από το σπίτι του. Πήγε λοιπόν και τους βρήκε στο καφενείο. Τους λέει:

-Βρε παιδιά, θα λιποθυμήσω από την πείνα. Είχα όλα κι όλα τρία γρόσια και τ’ αγόρασα ψωμί και χαλούμι και μου τα φάγανε και κείνα ψες οι ποντικοί.

Μόλις τ’ ακούσανε αυτό οι φίλοι του, σκάσανε στα γέλια. Του είπαν πως λέει ψέματα και πως οι ποντικοί δεν τρώνε ψωμί και χαλούμι. Δεν τον κέρασαν ούτε ένα καφέ.

Απελπίστηκε πια και πήγε σ’ εκείνο το παλιόσπιτο να κρεμαστεί.

Πέρασε το σχοινί από το κρικέλι. Το τράβηξε λίγο να δει αν τον σηκώνει. Μόλις έδωσε λίγο βάρος στο σχοινί, έπεσε από την καμάρα μια στάμνα γεμάτη χρυσάφι. Η στάμνα έσπασε και το σπίτι κοκκίνισε από τις λίρες. Όρμησε μάνι μάνι, τις μάζεψε και τις έκρυψε. Κάθισε στην καρέκλα και συλλογιζόταν: «Είναι δουλειά του πατέρα μου τούτη. Ο Θεός μακαρίσει τον και να μοσχομυρίσει ο τάφος του. Ήξερε τι θα πάθω και μου το έκανε αυτό μήπως και βάλω νου και καταλάβω το λάθος μου»

Από κείνη την ώρα μάζεψε το νου του απ’ όπου τον είχε. Σε λίγο καιρό, αγόρασε πιο πολλά κτήματα από κείνα που είχε. Έκτισε και καινούρια σπίτια. Οι φίλοι του θαύμαζαν από πού τα βρήκε. Τον πλησιάσανε. Ήταν μαθημένοι στο φαΐ και άρχισαν πάλι τις κολακίες και τα καλοπιάσματα. Αυτός έκανε πως δεν καταλάβαινε. Μια μέρα που πήγαν να τον χαιρετίσουν, έκανε το μαραζωμένο. Οι φίλοι του τον ρώτησαν τι έχει. Τους λέει:

-Τι να σας πω! Αγόρασα κλειδαριές, κρικέλια, καρφιά για τις πόρτες του σπιτιού μου και τη νύχτα μου τα φάγανε όλα οι ποντικοί!

Οι φίλοι του παραξενεύτηκαν. Γρήγορα όμως έκαναν πως συμφωνούν. Τον βεβαίωναν πως πράγματι οι ποντικοί τρώνε τα σιδερικά...

Τον έπνιξε το δίκιο τον πλούσιο:

-Τις προάλλες, σας είπα πως οι ποντικοί μου φάγανε το ψωμί και το χαλούμι και με κοροϊδεύατε: ήμουν φτωχός κι απένταρος. Τώρα σας λέω πως μου έφαγαν τις κλειδαριές, τα κρικέλια και τα καρφιά και για να με κολακέψετε γιατί πλούτισα πάλι, μου λέτε πως τρώνε οι πονιτκοί σίδερα! Να τσακιστείτε από δω! Τέτοιους φίλους δεν τους θέλω που:

«Τον άρκονταν πιστεύκουν τον

Και ψέματ’ αν λαλεί.

Τζαι περιπαίζουν τον φτωχόν

αλήθκειαν άμα πει».




Κωστής Κυριακίδης, Παραμύθια της Κύπρου, Νέοι Ακρίτες,
Το διαβάσαμε εδώ: Κυπριακά παραμύθκια

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2017

"Η αράχνη και η σοφία του κόσμου" Αφρικάνικο παραμύθι

Αποτέλεσμα εικόνας για ο μαγος της αφρικής και η στάμνα

Εδώ και αρκετά χρόνια ο Κβάκου Ανάνσε, ο μάγος μιας αφρικάνικης φυλής,
πήρε την απόφαση να μαζέψει εκείνος όλη τη σοφία
του κόσμου και να την κρατήσει μόνο για τον ίδιο και τους απογόνους του. 
Φεύγοντας από το σπίτι του πήρε μαζί μια
πήλινη στάμνα που 'χε σκοπό να τη γεμίσει με σοφία.
Για χρόνια γύριζε τη χώρα ολόκληρη κι έθετε σε ζώα και σε
ανθρώπους τα δυσκολότερα ερωτήματα. Μόλις άκουγε μια έξυπνη
απάντηση, σήκωνε γρήγορα το καπάκι της πήλινης στάμνας και την
ψιθύριζε μέσα, μπροστά στους κατάπληκτους συνομιλητές του.
Έφτασε κάποτε η μέρα που ο Κβάκου Ανένσε πίστεψε ότι είχε μαζέψει
όλη τη σοφία του κόσμου στη στάμνα του και γι' αυτό πήρε το δρόμο
της επιστροφής.
«Ο Κβάκου Ανάνσε είναι τώρα σοφότερος κι από τους θεούς»,
τραγούδαγε στο μακρύ ταξίδι της επιστροφής, ώσπου κάποια μέρα
αντίκρισε μακριά τις στρογγυλές καλύβες του χωριού του. Τον
σταμάτησε η σκέψη ότι στο χωριό θα μπορούσανε να του κλέψουνε το
πολύτιμο φορτίο του και γι’ αυτό αποφάσισε να κρύψει τη στάμνα
κάπου στο Δάσος. Και μετά τις πρώτες χαρές του ξαναανταμώματος
στο χωριό, θα οδηγούσε την οικογένειά του εδώ για να τους μυήσει στη
σοφία του κόσμου.
«Πού να κρύψω τη στάμνα», μονολόγησε ενώ έψαχνε γύρω να βρει το
ιδανικό μέρος για κρυψώνα. Το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει
και τελικά αποφάσισε ν' ανέβει στην κορυφή του δέντρου Καζαούρα
και να κρεμάσει από το τελευταίο κλαδί όλη τη σοφία του κόσμου.
Με χορτάρια έφτιαξε σχοινιά, έδεσε τη στάμνα και την κρέμασε
μπροστά στην κοιλιά του και μετά προσπάθησε ν' αναρριχηθεί στο χοντρό
 κορμό του δέντρου. Όμως η στάμνα που κρεμόταν στην κοιλιά του τον
εμπόδιζε ν' αγκαλιάσει το δέντρο.
Έτσι λοιπόν ο Κβάκου Ανάνσε πάλευε τρεις ολόκληρες μέρες εκεί
πέρα προσπαθώντας ν’ αναρριχηθεί στην πανύψηλη κορυφή του
γέρικου δέντρου Καζαούρα για να κρεμάσει απ' το τελευταίο κλαρί
όλη τη σοφία του κόσμου. Κάθε φορά όμως γλίστραγε κι έσκαγε κάτω
και η πλάτη του είχε γεμίσει γδαρσίματα και πληγές.
Παρόλους όμως τους πόνους και την πείνα του, γιατί είχε μέρες να
βάλει κάτι στο στόμα του, συνέχιζε με μανία τις προσπάθειές του
ξεχνώντας τελείως ότι γύρω στο Δάσος υπήρχαν άπειρες κρυψώνες
για να παραχώσει την πήλινη στάμνα του.
Κι ενώ για χιλιοστή φορά έσκαγε κάτω με τον πισινό και αβοήθητος
κούναγε τα ποδάρια του στον αέρα, πέρασε από κει ο Λαγός και
στάθηκε κι έκανε χάζι τις απελπισμένες προσπάθειες του Κβάκου
Ανάνσε. Κάποια στιγμή κατάφερε να σταθεί πάλι στα πόδια του και
προσπάθησε για μια ακόμη φορά να πετύχει το στόχο του.
Ο Λαγός ήταν καλόκαρδος και αποφάσισε να βοηθήσει τον ταλαίπωρο
φίλο του.
«Kαλή σου εσπέρα Κβάκου Ανάνσε», τον χαιρέτησε. Μόλις ο Κβάκου
άκουσε απρόσμενα τη φωνή του Λαγού, ταράχτηκε τόσο που έπεσε γι'
άλλη μια φορά με τον πισινό στο χώμα και σφίγγοντας πάνω του την
πήλινη στάμνα απόμεινε να κοιτάζει τον νυχτωμένο ουρανό. Ο Λαγός
πήδησε σβέλτα κοντά του και βoήθησε το φουκαρά Κβάκου να βγει
απ' την άσκημη θέση του.
«Μα τι έχεις μέσα στη στάμνα;» τον ρώτησε.
«Δεν μπορώ να σου πω», αποκρίθηκε ο Κβάκου Ανάνσε.
«Γιατί, αν σου πω, θα πεθάνουμε κι oι δυο μας επιτόπου».
«Να μου λείπει, δεν θέλω να το μάθω τέτοιο μυστικό. Σε
παρακολουθώ εδώ και ώρα τώρα πώς ταλαιπωρείσαι χωρίς λόγο,
θέλεις ν' ανεβάσεις στο δέντρο τη στάμνα ενώ την έχεις δεμένη στην
κοιλιά σου. Δεν θα ήταν πιο απλό να τη δέσεις στην πλάτη σου;»
«Τι είπες;», ξεφώνισε ό Κβάκου Ανένσε. «Κι εγώ πίστευα ότι είχα
μαζέψει όλη τη σοφία του κόσμου στην πήλινη στάμνα μου και τώρα
μόλις διαπιστώνω ότι υπάρχουνε εξυπνότεροι από μένα».
Και με τα λόγια αυτά έλυσε το βαρύ φορτίο από την κοιλιά του και το
πέταξε με τέτοια δύναμη πάνω στο γέρικο κορμό Καζαούρα που η
πήλινη στάμνα διαλύθηκε σε χίλια κομμάτια.
«Ας μου λείπει η σοφία του κόσμου και το καλό της»,
είπε αγανακτησμένος ο Κβάκου Ανάνσε και πήρε το δρόμο για το σπίτι του
ποδοπατώντας άγαρμπα το ψηλό χορτάρι.
Από τότε η σοφία ξανασκορπίστηκε στη γη και τυχερός όποιος τη βρίσκει και την έχει.

Γκάνα, Ακάν


Από το βιβλίο: ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ
ΕΠΙΛΟΓΗ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ 
Τέος Ρόμβος. Το παραμύθι αυτό το βρήκαμε εδώ:

Το "λουλούδι" της ειλικρίνειας. Κινέζικο παραμύθι

Σχετική εικόνα

Γύρω στο έτος 250 π.Χ., ένας πρίγκιπας από τις βόρειες περιοχές της Κίνας, επρόκειτο να στεφθεί αυτοκράτορας της χώρας. Όμως για να γίνει η στέψη έπρεπε, σύμφωνα με το νόμο, να είναι παντρεμένος.

Έτσι, αποφάσισε να διοργανώσει ένα διαγωνισμό ανάμεσα στις δεσποινίδες της αυλής, για να επιλέξει εκείνη που ήταν άξια να γίνει σύζυγός του. Την επόμενη μέρα, ο πρίγκιπας ανακοίνωσε ότι θα δεχόταν όλες τις υποψήφιες, σε ειδική τελετή, να τις ενημερώσει σχετικά με το διαγωνισμό.

Μια ηλικιωμένη γυναίκα, εργαζόμενη στο παλάτι σαν καμαριέρα για πολλά χρόνια, τα άκουσε όλα αυτά και αισθάνθηκε μια μικρή θλίψη, γιατί ήξερε πως η νεαρή κόρη της έτρεφε ένα αίσθημα βαθιάς αγάπης για τον πρίγκιπα.


 Όταν έφτασε στο σπίτι της, είπε τα νέα στην κόρη της και ξαφνίαστηκε όταν την άκουσε να λέει πως σκόπευε να παρευρεθεί στην τελετή. Τότε της είπε:
- "Κόρη μου, τι πας να κάνεις εκεί; Υπάρχουν άλλες με πλούτη και ομορφιά στην αυλή. Βγάλε από το μυαλό σου αυτή τη σκέψη, είναι καθαρή τρέλα.Δεν κατάφερε όμως να την  μεταπείσει. 

Το βράδυ της τελετής ήταν στο παλάτι τα πιο ωραία και πλούσια κορίτσια της αυλής, φορώντας τα μεταξωτά τους φορέματα και τα πιο ακριβά τους κοσμήματα. 

Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο πρίγκιπας και ανακοίνωσε: 
- "Θα δώσω, σε κάθε μια από σάς, ένα σπόρο. Όποια από σάς, μέσα σε έξι μήνες, μου φέρει το πιο όμορφο λουλούδι, θα επιλεγεί για σύζυγός μου και μελλοντική αυτοκράτειρα της Κίνας". 

Η πρόταση του πρίγκιπα ήταν σε απόλυτη συμφωνία με τις βαθιές παραδόσεις του λαού του, που έδινε μεγάλη αξία στη γνώση της καλλιέργειας της γής. 

Ο καιρός περνούσε. Η φτωχή νέα ήξερε από καλλιέργεια και κηπουρική και έβαζε όλη της την προσοχή, την υπομονή και την τρυφερότητα στο σπόρο της. Ήξερε, πως αν η ομορφιά του λουλουδιού της έφτανε στο ίδιο ύψος με την αγάπη της για τον πρίγκιπα, δεν θα χρειαζόταν να ανησυχεί για το αποτέλεσμα του διαγωνισμού. 

Όμως, πέρασαν τρεις μήνες και ο σπόρος δεν έχει ακόμη βλαστήσει, παρόλο που η κοπέλα προσπάθησε τα πάντα, χρησιμοποιώντας όλες τις μεθόδους που ήξερε. Μέρα με τη μέρα έβλεπε το όνειρό της να απομακρύνεται, αλλά ένοιωθε την αγάπη της πιο βαθιά. Οι μήνες όμως περνούσαν και τίποτα δεν φύτρωνε. 


Την καθορισμένη μέρα η φτωχή νέα πήγε στο παλάτι με τη γλάστρα της άδεια. Όλες οι κοπέλες ήταν εκεί με γλάστρες, που είχαν υπέροχα λουλούδια σε διάφορα χρώματα και σχήματα, το ένα πιο όμορφο από το άλλο. 


Η πολυαναμενόμενη στιγμή φτάνει. Ο πρίγκιπας παρατηρεί με πολύ προσοχή κάθε ένα από τα κορίτσια, που κρατούσαν περήφανες η κάθε μια τη γλάστρα της με το όμορφο λουλούδι της.
Αφού πέρασε μπροστά από κάθε κοπέλα, ο πρίγκιπας ανακοινώνει το αποτέλεσμα:

Νικήτρια του διαγωνισμού ήταν η κόρη της φτωχής, με την άδεια γλάστρα. Αυτή θα γινόταν σύζυγός του.

Όλοι οι παρόντες ήταν όχι μόνον έκπληκτοι, αλλά ένοιωθαν και προσβεβλημένοι με την επίλογή του πρίγκιπα. Κανείς δεν είχε καταλάβει γιατί αυτή η κοπέλα που δεν κατάφερε να καλλιεργήσει το σπόρο της ήταν η νικήτρια.

Τότε, ο πρίγκιπας ήρεμα τους εξηγεί:
- "Η νέα αυτή είναι η μόνη άξια να γίνει σύζυγός μου και αυτοκράτειρα, γιατί ήταν η μόνη που καλλιέργησε και έφερε εδώ το λουλούδι της ειλικρίνειας. 
Οι σπόροι που σας μοίρασα ήταν όλοι κούφιοι και δεν υπήρχε καμία περίπτωση να βγει λουλούδι από αυτούς".

πηγή: http://www.afirimeno.com