Παραμύθι από τη Μαρία Μαχαίρα. Το βρήκαμε εδώ:
Φωτογραφία: "Μικρή ντοματιά" του Γιάννη Μακριδάκη
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό σποράκι, και μόλις έπεσε στην γη φύσηξε ένας αέρας δυνατός και το πήρε μακριά. Η μαμά του κι ο μπαμπάς του βυθίστηκαν στην θλίψη που έχασαν το σποράκι τους και που δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε για το βρουν. Ο καιρός περνούσε και η μαμά του κι ο μπαμπάς του είχαν σχεδόν απελπιστεί. Και τότε ξαφνικά ένα αέρας δυνατός και μια βροχή φέραν το σποράκι πίσω και το αφήσαν μαλακά στην γη.
Πόσο ταλαιπωρημένο ήταν το καημένο φαινόταν χλωμό κι αδύναμο.Οι γονείς του χάρηκαν τόσο που είχαν ξανά το σποράκι κοντά τους, αλλά ανησυχούσαν πολύ, φαινόταν τόσο εύθραυστο κι ευαίσθητο που πραγματικά δεν ήξεραν αν θα τα κατάφερνε.
Το σποράκι ένιωθε φοβισμένο και λίγο ζαλισμένο από το ταξίδι του με τον αέρα κι έτσι έμεινε ακίνητο στην γη μέχρι που κοιμήθηκε. Μια γλυκιά μελωδία το ξύπνησε, άνοιξε τα ματάκια του κι είδε την μαμά του να λάμπει μες το ζεστό φως του ήλιου και να του γλυκοτραγουδά.
Το σποράκι χαμογέλασε δειλά. Η μαμά του ήταν όμορφη, τα πέταλα της ήταν γεμάτα με λαμπερά χρώματα και ο μπαμπάς του φαινόταν ψηλός και δυνατός.
Το σποράκι σκέφτηκε: – “Aχ και να μπορούσα να τους μοιάσω”.
Το σποράκι ήταν λυπημένο.Η μαμά του είδε το λυπημένο του προσωπάκι και δάκρυα τρέξαν από τα μάτια της. Τότε ένα μελισσάκι και μια πεταλουδίτσα που είδαν την θλίψη της ήρθαν και της είπαν:
– “Μην στεναχωριέσαι εμείς θα σε βοηθήσουμε”.
Κι άρχισαν να κουβαλούν τα δάκρυα της και να τα ακουμπούν απαλά πάνω στο σποράκι. Κι αφού τα κουβαλήσανε όλα πέταξαν ως τον ήλιο και του είπαν:
– “Τώρα πρέπει κι εσύ να βοηθήσεις το σποράκι”.
Κι ο ήλιος φόρεσε την πιο λαμπερή του στολή και στάθηκε κοντά στο σποράκι. Και το τότε το σποράκι προσπάθησε πολύ, …πάρα πολύ.
Έβαλε όλες του τις δυνάμεις, τις δικές του και αυτές που του έδωσαν με τόσο αγάπη οι γονείς του και οι φίλοι του.
Και μια μέρα …ξαφνικά! Πουφ! Ξεπρόβαλε ένα βλασταράκι.
Στην αρχή δεν είχε δύναμη να σταθεί όρθιο και έγερνε στο χώμα, μα ο ήλιος δεν το εγκατέλειπε και την πιο δυνατή του ακτίνα την έστελνε πάντα στο σποράκι που τώρα είχε γίνει βλασταράκι.
Και ο μπαμπάς του τότε φώναξε το μελισσάκι και την πεταλούδα και τους είπε:
– “Πετάξτε τώρα ως την βροχή και πείτε της να ρθει κι αυτή να βοηθήσει. Κάντε γρήγορα.”
– “Πετάξτε τώρα ως την βροχή και πείτε της να ρθει κι αυτή να βοηθήσει. Κάντε γρήγορα.”
Κι αυτά έφυγαν πετώντας βιαστικά, να βρούνε την βροχή
Και ψάχνανε, ψάχνανε, μα δεν μπορούσαν να την βρουν.
Και ψάχνανε, ψάχνανε, μα δεν μπορούσαν να την βρουν.
Γιατί η βροχή είχε κι άλλους να φροντίσει.
Ο καιρός περνούσε και το βλασταράκι προσπαθούσε μ όλες του τις δυνάμεις να σταθεί μα χωρίς την βοήθεια της βροχής δεν έλεγε να σηκωθεί. Κι όλοι λέγανε πως τελικά δεν θα τα καταφέρει. Kι όλοι λυπόντουσαν το βλασταράκι και έλεγαν:
– “Τι κρίμα το καημένο”. Μα η μαμά του, του έλεγε συνέχεια:
– “Βλασταράκι μου μπορείς, μπορείς, όλα τα μπορείς.”
Και τότε το βλασταράκι με όλο του το θάρρος έδωσε μια και σηκώθηκε ψηλά.
Και όσοι ήταν εκεί κοντά το θαύμασαν κι άρχισαν να πιστεύουν πως όλα αυτά δεν ήταν μάταια τελικά. Και κατάλαβαν πως έπρεπε κι αυτοί τώρα να το βοηθήσουν. Και φύγανε και τρέξανε να βρουν το μελισσάκι και την πεταλούδα.
Κι όποιον στο δρόμο τους συναντούσαν τον παίρνανε κι αυτόν μαζί. Και έτσι γίνανε πολλοί, πάρα πολλοί. Και φώναξαν όλοι μαζί: – “ΒΡΟΧΗΗΗΗΗΗΗ που είσαι;”
Κι η βροχή τους άκουσε γιατί τώρα η φωνή τους ήταν δυνατή. Πολύ δυνατή.
Ξαφνικά μαύρα, πυκνά σύννεφα, γέμισαν τον ουρανό που φώναζαν:
– “Προσέξτεεε… Έρχεται η βροχή!”
– “Προσέξτεεε… Έρχεται η βροχή!”
Κι όλοι τους θέλησαν να κρυφτούν από την μπόρα την δυνατή. Μα έπρεπε να φανούν δυνατοί. Κι έτσι μόλις την αντίκρισαν, της είπαν με φωνή αποφασιστική: – “Έλα να βοηθήσεις κι εσύ”.
Κι η μπόρα τους ρώτησε: – “Γιατί;”
– “Γιατί το βλασταράκι χωρίς εμάς δεν θα μπορεί. Γιατί κι η δική σου η βοήθεια είναι πολύ σημαντική.”
– “Γιατί το βλασταράκι χωρίς εμάς δεν θα μπορεί. Γιατί κι η δική σου η βοήθεια είναι πολύ σημαντική.”
Κι η μπόρα ησύχασε κι έγινε μια γλυκιά ανοιξιάτικη βροχή.
Και τους είπε με φωνή απαλή: – “Πάρτε τώρα τον δρόμο για τη επιστροφή και μην το σκέφτεστε πολύ.”
Κι όταν γυρίσαν πίσω είδαν ένα κατάλευκο και αφράτο συννεφάκι να στέκεται ψηλά από την μαμά. Το συννεφάκι ήταν σοφό, κι είχε σταθεί έτσι ώστε το βλασταράκι από τον ήλιο να μπορεί να ζεσταθεί και τους είπε:
– “Πρέπει και την μαμά να βοηθήσουμε πολύ γιατί χωρίς αυτή το βλασταράκι δεν θα μπορεί να στηριχθεί.”
– “Πρέπει και την μαμά να βοηθήσουμε πολύ γιατί χωρίς αυτή το βλασταράκι δεν θα μπορεί να στηριχθεί.”
Κι άρχισε να ρίχνει τις σταγόνες του πρώτα πάνω στην μαμά, που είχε στεγνώσει από τα δάκρυα τα πολλά.
Κι ύστερα κατρακυλούσαν απαλά, πάνω στο βλασταράκι που τις ρουφούσε με χαρά. Κι όλοι γύρω τους παρακολουθούσαν μ αγωνία να δούνε τι θα γίνει. Το βλασταράκι ρουφούσε, χαιρόταν και μεγάλωνε, ψίλωνε κι έβγαζε τα δικά του φυλλαράκια.
Κι όλοι παρακολουθούσαν με αγωνία να δούνε τι θα γίνει.
Το βλασταράκι ρουφούσε, χαιρόταν, μεγάλωνε, ψίλωνε και τα φυλλαράκια του δυνάμωναν και γίνονταν σαν του μπαμπά του.
Κι όλοι παρακολουθούσαν με αγωνία να δούνε τι θα γίνει.
Το βλασταράκι ρουφούσε, χαιρόταν , μεγάλωνε, ψίλωνε, δυνάμωνε κι άρχισε να φτιάχνει το δικό του μπουμπουκάκι.
Το βλασταράκι τότε σκέφτηκε πως όλα όσα του χρειαζόταν για να ανθίσει τα είχε αποκτήσει και ήξερε ακόμα πως μέσα στο μπουμπουκάκι του ήταν κρυμμένα η αγάπη και το θάρρος.
Το βλασταράκι κατάλαβε πως τώρα ήταν έτοιμο να αντικρίσει τον κόσμο. Κι όλοι παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα, να δούνε τι θα γίνει.
Και το βλασταράκι άνθισε. – “Ααααααααα!!!!!!!!! Είπανε όλοι τους.”
Μια ευωδιαστή μυρωδιά ξεχύθηκε μέσα από το μπουμπουκάκι του και μια γλυκιά μελωδία, σαν αυτή που του τραγουδούσε η μαμά του, όταν ήταν ανήμπορο, μόνο που τώρα οι νότες της ήταν γεμάτες από χαρά. Και καθώς τα πέταλα του άνοιγαν, αποκαλύπτονταν σιγά σιγά, η μοναδικότητα του κι η ομορφιά του.
Τα πιο περίεργα, τα πιο παράξενα, τα πιο όμορφα χρώματα της φύσης ήταν πάνω του. Τα πέταλα του είχαν ανάκατα τα χρώματα του ανέμου, του ήλιου και της βροχής.
Μα τα πιο ζωντανά τα πιο σπουδαία απ όλα, ήταν τα πέταλα που είχαν το χρώμα από τα δάκρυα και την αγάπη της μαμάς του.
Το σποράκι είχε γίνει ένα πανέμορφο λουλούδι, τόσο μοναδικό και τόσο ξεχωριστό που κανείς απ’ όσους ήταν εκεί δεν μπορούσε να μην το θαυμάσει.
Το σποράκι τα είχε καταφέρει κι όλοι όσοι το είχαν βοηθήσει ήτανε τώρα περήφανοι και ευτυχισμένοι.
Κι όλοι μαζί ,του φώναξαν δυνατά: – “ΜΠΡΑΒΟ ΣΟΥ!!!! ΣΠΟΡΑΚΙ!”
Κι αυτό με μάτια ζωηρά τους χαμογέλασε πλατιά. Και κάναν μια γιορτή που κράτησε μια ολόκληρη ζωή!!
www.noesi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου