Εδώ και αρκετά χρόνια ο Κβάκου Ανάνσε, ο μάγος μιας αφρικάνικης φυλής,
πήρε την απόφαση να μαζέψει εκείνος όλη τη σοφία
του κόσμου και να την κρατήσει μόνο για τον ίδιο και τους απογόνους του.
Φεύγοντας από το σπίτι του πήρε μαζί μια
πήλινη στάμνα που 'χε σκοπό να τη γεμίσει με σοφία.
Για χρόνια γύριζε τη χώρα ολόκληρη κι έθετε σε ζώα και σε
ανθρώπους τα δυσκολότερα ερωτήματα. Μόλις άκουγε μια έξυπνη
απάντηση, σήκωνε γρήγορα το καπάκι της πήλινης στάμνας και την
ψιθύριζε μέσα, μπροστά στους κατάπληκτους συνομιλητές του.
Έφτασε κάποτε η μέρα που ο Κβάκου Ανένσε πίστεψε ότι είχε μαζέψει
όλη τη σοφία του κόσμου στη στάμνα του και γι' αυτό πήρε το δρόμο
της επιστροφής.
«Ο Κβάκου Ανάνσε είναι τώρα σοφότερος κι από τους θεούς»,
τραγούδαγε στο μακρύ ταξίδι της επιστροφής, ώσπου κάποια μέρα
αντίκρισε μακριά τις στρογγυλές καλύβες του χωριού του. Τον
σταμάτησε η σκέψη ότι στο χωριό θα μπορούσανε να του κλέψουνε το
πολύτιμο φορτίο του και γι’ αυτό αποφάσισε να κρύψει τη στάμνα
κάπου στο Δάσος. Και μετά τις πρώτες χαρές του ξαναανταμώματος
στο χωριό, θα οδηγούσε την οικογένειά του εδώ για να τους μυήσει στη
σοφία του κόσμου.
«Πού να κρύψω τη στάμνα», μονολόγησε ενώ έψαχνε γύρω να βρει το
ιδανικό μέρος για κρυψώνα. Το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει
και τελικά αποφάσισε ν' ανέβει στην κορυφή του δέντρου Καζαούρα
και να κρεμάσει από το τελευταίο κλαδί όλη τη σοφία του κόσμου.
Με χορτάρια έφτιαξε σχοινιά, έδεσε τη στάμνα και την κρέμασε
μπροστά στην κοιλιά του και μετά προσπάθησε ν' αναρριχηθεί στο χοντρό
πήλινη στάμνα που 'χε σκοπό να τη γεμίσει με σοφία.
Για χρόνια γύριζε τη χώρα ολόκληρη κι έθετε σε ζώα και σε
ανθρώπους τα δυσκολότερα ερωτήματα. Μόλις άκουγε μια έξυπνη
απάντηση, σήκωνε γρήγορα το καπάκι της πήλινης στάμνας και την
ψιθύριζε μέσα, μπροστά στους κατάπληκτους συνομιλητές του.
Έφτασε κάποτε η μέρα που ο Κβάκου Ανένσε πίστεψε ότι είχε μαζέψει
όλη τη σοφία του κόσμου στη στάμνα του και γι' αυτό πήρε το δρόμο
της επιστροφής.
«Ο Κβάκου Ανάνσε είναι τώρα σοφότερος κι από τους θεούς»,
τραγούδαγε στο μακρύ ταξίδι της επιστροφής, ώσπου κάποια μέρα
αντίκρισε μακριά τις στρογγυλές καλύβες του χωριού του. Τον
σταμάτησε η σκέψη ότι στο χωριό θα μπορούσανε να του κλέψουνε το
πολύτιμο φορτίο του και γι’ αυτό αποφάσισε να κρύψει τη στάμνα
κάπου στο Δάσος. Και μετά τις πρώτες χαρές του ξαναανταμώματος
στο χωριό, θα οδηγούσε την οικογένειά του εδώ για να τους μυήσει στη
σοφία του κόσμου.
«Πού να κρύψω τη στάμνα», μονολόγησε ενώ έψαχνε γύρω να βρει το
ιδανικό μέρος για κρυψώνα. Το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει
και τελικά αποφάσισε ν' ανέβει στην κορυφή του δέντρου Καζαούρα
και να κρεμάσει από το τελευταίο κλαδί όλη τη σοφία του κόσμου.
Με χορτάρια έφτιαξε σχοινιά, έδεσε τη στάμνα και την κρέμασε
μπροστά στην κοιλιά του και μετά προσπάθησε ν' αναρριχηθεί στο χοντρό
κορμό του δέντρου. Όμως η στάμνα που κρεμόταν στην κοιλιά του τον
εμπόδιζε ν' αγκαλιάσει το δέντρο.
Έτσι λοιπόν ο Κβάκου Ανάνσε πάλευε τρεις ολόκληρες μέρες εκεί
πέρα προσπαθώντας ν’ αναρριχηθεί στην πανύψηλη κορυφή του
γέρικου δέντρου Καζαούρα για να κρεμάσει απ' το τελευταίο κλαρί
όλη τη σοφία του κόσμου. Κάθε φορά όμως γλίστραγε κι έσκαγε κάτω
και η πλάτη του είχε γεμίσει γδαρσίματα και πληγές.
Παρόλους όμως τους πόνους και την πείνα του, γιατί είχε μέρες να
βάλει κάτι στο στόμα του, συνέχιζε με μανία τις προσπάθειές του
ξεχνώντας τελείως ότι γύρω στο Δάσος υπήρχαν άπειρες κρυψώνες
για να παραχώσει την πήλινη στάμνα του.
Κι ενώ για χιλιοστή φορά έσκαγε κάτω με τον πισινό και αβοήθητος
κούναγε τα ποδάρια του στον αέρα, πέρασε από κει ο Λαγός και
στάθηκε κι έκανε χάζι τις απελπισμένες προσπάθειες του Κβάκου
Ανάνσε. Κάποια στιγμή κατάφερε να σταθεί πάλι στα πόδια του και
προσπάθησε για μια ακόμη φορά να πετύχει το στόχο του.
Ο Λαγός ήταν καλόκαρδος και αποφάσισε να βοηθήσει τον ταλαίπωρο
φίλο του.
«Kαλή σου εσπέρα Κβάκου Ανάνσε», τον χαιρέτησε. Μόλις ο Κβάκου
άκουσε απρόσμενα τη φωνή του Λαγού, ταράχτηκε τόσο που έπεσε γι'
άλλη μια φορά με τον πισινό στο χώμα και σφίγγοντας πάνω του την
πήλινη στάμνα απόμεινε να κοιτάζει τον νυχτωμένο ουρανό. Ο Λαγός
πήδησε σβέλτα κοντά του και βoήθησε το φουκαρά Κβάκου να βγει
απ' την άσκημη θέση του.
«Μα τι έχεις μέσα στη στάμνα;» τον ρώτησε.
«Δεν μπορώ να σου πω», αποκρίθηκε ο Κβάκου Ανάνσε.
«Γιατί, αν σου πω, θα πεθάνουμε κι oι δυο μας επιτόπου».
«Να μου λείπει, δεν θέλω να το μάθω τέτοιο μυστικό. Σε
παρακολουθώ εδώ και ώρα τώρα πώς ταλαιπωρείσαι χωρίς λόγο,
θέλεις ν' ανεβάσεις στο δέντρο τη στάμνα ενώ την έχεις δεμένη στην
κοιλιά σου. Δεν θα ήταν πιο απλό να τη δέσεις στην πλάτη σου;»
«Τι είπες;», ξεφώνισε ό Κβάκου Ανένσε. «Κι εγώ πίστευα ότι είχα
μαζέψει όλη τη σοφία του κόσμου στην πήλινη στάμνα μου και τώρα
μόλις διαπιστώνω ότι υπάρχουνε εξυπνότεροι από μένα».
Και με τα λόγια αυτά έλυσε το βαρύ φορτίο από την κοιλιά του και το
πέταξε με τέτοια δύναμη πάνω στο γέρικο κορμό Καζαούρα που η
πήλινη στάμνα διαλύθηκε σε χίλια κομμάτια.
«Ας μου λείπει η σοφία του κόσμου και το καλό της»,
είπε αγανακτησμένος ο Κβάκου Ανάνσε και πήρε το δρόμο για το σπίτι του
ποδοπατώντας άγαρμπα το ψηλό χορτάρι.
εμπόδιζε ν' αγκαλιάσει το δέντρο.
Έτσι λοιπόν ο Κβάκου Ανάνσε πάλευε τρεις ολόκληρες μέρες εκεί
πέρα προσπαθώντας ν’ αναρριχηθεί στην πανύψηλη κορυφή του
γέρικου δέντρου Καζαούρα για να κρεμάσει απ' το τελευταίο κλαρί
όλη τη σοφία του κόσμου. Κάθε φορά όμως γλίστραγε κι έσκαγε κάτω
και η πλάτη του είχε γεμίσει γδαρσίματα και πληγές.
Παρόλους όμως τους πόνους και την πείνα του, γιατί είχε μέρες να
βάλει κάτι στο στόμα του, συνέχιζε με μανία τις προσπάθειές του
ξεχνώντας τελείως ότι γύρω στο Δάσος υπήρχαν άπειρες κρυψώνες
για να παραχώσει την πήλινη στάμνα του.
Κι ενώ για χιλιοστή φορά έσκαγε κάτω με τον πισινό και αβοήθητος
κούναγε τα ποδάρια του στον αέρα, πέρασε από κει ο Λαγός και
στάθηκε κι έκανε χάζι τις απελπισμένες προσπάθειες του Κβάκου
Ανάνσε. Κάποια στιγμή κατάφερε να σταθεί πάλι στα πόδια του και
προσπάθησε για μια ακόμη φορά να πετύχει το στόχο του.
Ο Λαγός ήταν καλόκαρδος και αποφάσισε να βοηθήσει τον ταλαίπωρο
φίλο του.
«Kαλή σου εσπέρα Κβάκου Ανάνσε», τον χαιρέτησε. Μόλις ο Κβάκου
άκουσε απρόσμενα τη φωνή του Λαγού, ταράχτηκε τόσο που έπεσε γι'
άλλη μια φορά με τον πισινό στο χώμα και σφίγγοντας πάνω του την
πήλινη στάμνα απόμεινε να κοιτάζει τον νυχτωμένο ουρανό. Ο Λαγός
πήδησε σβέλτα κοντά του και βoήθησε το φουκαρά Κβάκου να βγει
απ' την άσκημη θέση του.
«Μα τι έχεις μέσα στη στάμνα;» τον ρώτησε.
«Δεν μπορώ να σου πω», αποκρίθηκε ο Κβάκου Ανάνσε.
«Γιατί, αν σου πω, θα πεθάνουμε κι oι δυο μας επιτόπου».
«Να μου λείπει, δεν θέλω να το μάθω τέτοιο μυστικό. Σε
παρακολουθώ εδώ και ώρα τώρα πώς ταλαιπωρείσαι χωρίς λόγο,
θέλεις ν' ανεβάσεις στο δέντρο τη στάμνα ενώ την έχεις δεμένη στην
κοιλιά σου. Δεν θα ήταν πιο απλό να τη δέσεις στην πλάτη σου;»
«Τι είπες;», ξεφώνισε ό Κβάκου Ανένσε. «Κι εγώ πίστευα ότι είχα
μαζέψει όλη τη σοφία του κόσμου στην πήλινη στάμνα μου και τώρα
μόλις διαπιστώνω ότι υπάρχουνε εξυπνότεροι από μένα».
Και με τα λόγια αυτά έλυσε το βαρύ φορτίο από την κοιλιά του και το
πέταξε με τέτοια δύναμη πάνω στο γέρικο κορμό Καζαούρα που η
πήλινη στάμνα διαλύθηκε σε χίλια κομμάτια.
«Ας μου λείπει η σοφία του κόσμου και το καλό της»,
είπε αγανακτησμένος ο Κβάκου Ανάνσε και πήρε το δρόμο για το σπίτι του
ποδοπατώντας άγαρμπα το ψηλό χορτάρι.
Από τότε η σοφία ξανασκορπίστηκε στη γη και τυχερός όποιος τη βρίσκει και την έχει.
Γκάνα, Ακάν
Από το βιβλίο: ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ
ΕΠΙΛΟΓΗ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Τέος Ρόμβος. Το παραμύθι αυτό το βρήκαμε εδώ:
Γκάνα, Ακάν
Από το βιβλίο: ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ
ΕΠΙΛΟΓΗ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Τέος Ρόμβος. Το παραμύθι αυτό το βρήκαμε εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου