Μια φορά κι έναν καιρό, ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ ντου Δεκέμβρη, δυο μικρά παιδιά κάθονταν στο τζάκι, δίπλα στη φωτιά. Άκουσαν ένα δειλό χτύπημα στην πόρτα κι αμέσως ο ένας έτρεξε να την ανοίξει.
Εκεί, έξω στο κρύο και το σκοτάδι, στεκόταν ένα παιδί χωρίς παπούτσια στα πόδια του και ντυμένο με λεπτά, κουρελιασμένα ρούχα. Έτρεμε από το κρύο και ζήτησε να μπει και να ζεσταθεί.
«Ναι, έλα», φώναξαν και τα δύο παιδιά. "Θα έχεις τη θέση μας δίπλα στη φωτιά. Έλα μέσα!"
Τράβηξαν τον μικρό άγνωστο στο ζεστό καθιστικό τους, μοιράστηκαν το δείπνο τους μαζί του και του έδωσαν το κρεβάτι τους.
Τη νύχτα ξύπνησαν από πινελιές γλυκιάς μουσικής και κοιτάζοντας έξω, είδαν μια ομάδα παιδιών με λαμπερά ρούχα να πλησιάζουν στο σπίτι. Έπαιζαν σε χρυσές άρπες και ο αέρας ήταν γεμάτος μελωδία.
Ξαφνικά το ξένο παιδί στάθηκε μπροστά τους. όχι πια παγωμένο και με κουρελιασμένα ρούχα, αλλά ντυμένο με λευκό μανδύα λουσμένο σε ένα ασημένιο λαμπρό φως.
Η απαλή φωνή του είπε: "Κρυώσα και με πήρατε μέσα. Πείνασα και με ταϊσατε. Ήμουν κουρασμένος και μου δώσατε το κρεβάτι σας. Είμαι ο Χριστός και περιπλανώμαι στον κόσμο για να φέρω ειρήνη και ευτυχία σε όλα τα παιδιά. Όπως εσείς μου δώσατε, έτσι κι αυτό το δέντρο να σας δίνει τους πλούσιους καρπούς του κάθε χρόνο».
Λέγοντας έτσι λοιπόν, έσπασε ένα κλαδί από το έλατο που φύτρωνε κοντά στην πόρτα, το φύτεψε στο έδαφος και εξαφανίστηκε. Το κλαδί φύτρωσε και μεγάλωσε, έγινε ένα μεγάλο δέντρο και κάθε χρόνο έδινε υπέροχους καρπούς για τα ευγενικά παιδιά.
Έτσι, λένε, ξεκίνησε η παράδοση του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Στολίζουμε το έλατο με χρυσές μπάλες για να θυμίζει το δέντρο εκείνο που φύτεψε ο Χριστός και δίνει τους χρυσούς καρπούς του σε όλους τους ανθρώπους που νοιάζονται για τον πλησίον τους.
(Αγγλική παραδοσιακή ιστορία)