Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

"Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΒΟΣΚΑΚΙ" Διασκευή παραδοσιακού παραμυθιού


          
 
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα βοσκάκι, ο Γιωργής, που είχε γεννηθεί και ανατραφεί πάνω στα όρη, τ’ άγρια βουνά, στις στάνες των τσοπαναραίων. Άλλο δεν εγνώριζε από τα ζα που έκανε παρέα μέρα και νύχτα. Αυτά ήταν οι σύντροφοί του, μαζί τους γύριζε τα βοσκοτόπια, κι ανθρώπους άλλους δεν είχε γνωρίσει πέρα από τη μάνα και τον κύρη του, που κι αυτοί δούλευαν σκληρά στη στάνη όλη μέρα.
            Ο Γιωργής, εκεί στα μακρινά τ’ απάτητα βουνά που έβοσκε τα ζωντανά του, είχε γίνει κι αυτός ένα ζώο, μόνο που έστεκε ορθό. Καθαρές αλλαξιές δεν έβαζε, ούτε ήθελε ν’ ακούσει για φευγιό από τη μάντρα.  Η ζωή του, η χαρά του ήταν εκεί, στα κοπάδια του.
          Μια μέρα, εκεί που καθότανε, είδε να τον πλησιάζει μια αλεπού. Στο ένα πόδι ήταν πληγωμένη, όλο αίματα. Το ψυχοπόνεσε ο Γιωργής το ζωντανό και το πλησίασε με προφύλαξη, αλλά εκείνο δε σάλεψε, σαν να περίμενε να πάει να το βοηθήσει.
            Πάει λοιπόν το βοσκάκι κοντά στην αλεπού, την παίρνει στην αγκαλιά του και την πάει στο μαντρί. Μεγαλωμένος καθώς ήταν στις ερημιές, είχε μάθει ένα σωρό γιατροσόφια, για να τα γιατρεύει τα ζώα του όταν αρρωσταίνανε. Καθάρισε λοιπόν την πληγή της αλεπούς, έβαλε πάνω λογιών - λογιών βοτάνια και την έδεσε. Ύστερα έβαλε την αλεπού σ’ ένα πεζούλι και τη σκέπασε με την κάπα του. Αυτή σήκωσε τη μουσούδα της κι είπε με ανθρώπινη λαλιά: – «Σ’ ευχαριστώ!» Το τσοπανόπουλο ακούγοντας τη φωνή, έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα από την έκπληξη, μα από κείνη την ώρα γινήκανε φίλοι αχώριστοι.
            Η αλεπού του κουβέντιαζε συνέχεια και του ’λεγε πράματα που ο Γιωργής δε είχε ποτέ δει ή ακούσει, αφού ποτέ του δεν είχε κατεβεί στους κάμπους. Με τον καιρό το αγρίμι έγινε καλά και κάθε τόσο ο Γιωργής το έχανε από τη μάντρα, αλλά αυτό ξαναγύριζε, φέρνοντας μαζί του τού κόσμου τα καλούδια.
 –«Μη χάνεσαι, του έλεγε ο Γιωργής, γιατί μπορεί να σε σκοτώσουν τίποτα κυνηγοί κι εγώ θ’ απομείνω πάλι μονάχος μου και δε θ’ ακούω κανενός τη μιλιά. Εδώ αγροικώ μόνο τη δική σου!» Κι έτσι έμενε συνέχεια κοντά του η αλεπού. Κι όλο του μίλαγε, του έλεγε ατέλειωτες ιστορίες και του ’παιρνε τα μυαλά.
            Ένα πρωί ξύπνησε το ζουλάπι και μ’ ένα πήδο πετάχτηκε στην αγκαλιά του μικρού βοσκού.
 – «Ακολούθα με σήμερα και θα πάμε σ’ έναν άλλο τόπο, που δεν τον βάνει ο νους σου! Έλα και δε θα το μετανιώσεις!» Πράγματι αυτός έβαλε τα ζα στη μάντρα και βάλθηκε μ’ εμπιστοσύνη ν’ ακολουθεί την αλεπού. Μετά από αρκετές ώρες περπάτημα φτάσανε σε μια σπηλιά, που ’τανε λέει μαγεμένη κι έτρεχε από μέσα νερό κρυστάλλινο. Μπαίνουνε μέσα κι η αλεπού έπιασε με τις χουφτίτσες της νερό κι έπλυνε το βοσκάκι από την κεφαλή μέχρι τα νύχια. Με το μπάνιο ο Γιωργής πάστρεψε, μεταμορφώθηκε, έγινε ένα πεντάμορφο παλικάρι! Ύστερα προχωρήσανε μέσα στο σπήλαιο και βγήκανε από το πίσω μέρος, όπου υπήρχε μια κρυφή έξοδος, σ’ έναν πανέμορφο κήπο με δέντρα και σπάνια λουλούδια.
            Στο βάθος του κήπου ήταν χτισμένο ένα παλάτι. Μπαίνουν μέσα στο παλάτι και ο Γιωργής στάθηκε σαστισμένος, να θωρεί όλες τις ομορφιές του κόσμου να το στολίζουνε! Κι εκεί που δεν εχόρταινε να κοιτάζει, ξέχασε την αλεπού κι όταν τη θυμήθηκε δεν την έβλεπε μπροστά του πια… Άρχισε να τη φωνάζει και να την καλεί, μ’ απάντηση δεν έπαιρνε! Κι όπως δεν άκουγε μιλιά, τον έπιασε μεγάλος φόβος κι άρχισε να κλαίει και να θρηνεί. Έσκουζε, σφύριζε, μ’ απάντηση πουθενά.  Ολότελα απελπισμένος, γιατί έχασε το αγαπημένο του ζωντανό, έπεσε μπρούμυτα στο χώμα κι ο θρήνος του ράγιζε και τα βουνά. Ούτε μάνα που χάνει το παιδί της δεν θα ’κανε τέτοιο μοιρολόι…
            Εκείνη την ώρα της μαύρης απελπισίας ακούει μια γλυκιά φωνή.
–«Έ φτάνουν πια τα κλάματα. Εδώ είμαι, δε μ’ έχασες. Δοκιμή έκανα να ιδώ αν μ’ αγαπάς στ’ αλήθεια!». Ανασηκώθηκε το βοσκάκι και τί να δει; Μια κοπελιά πεντάμορφη να τον κοιτάζει στα μάτια και να του γελά!
–«Εγώ είμαι η αλεπού!» είπε και του εξήγησε:
– «Ήμουνα κάποτε βασιλοπούλα, μα η μάνα μου απόθανε κι ο πατέρας μου, ο βασιλιάς, ξαναπαντρεύτηκε μια μάγισσα που με ζήλευε και δεν ήθελε ούτε να με βλέπει. Μου έβαλε στο φαγί μου βοτάνι μαγικό και με μεταμόρφωσε σε αλεπού. Μ’ έδιωξε από το σπίτι, να φύγω να ζήσω στα βουνά και τα ρουμάνια. Μόνο μια δυνατή αγάπη θα μπορούσε να λύσει τα μάγια που μου ’χε καμωμένα και πάνω στα βουνά αυτό ήταν δύσκολο να γενεί. Μα η αγάπη σου η μεγάλη μου έλυσε τα μάγια και ελευθερώθηκα. Όλα όσα βλέπεις γύρω σου μου τα ’καμε ο πατέρας μου να με παντρέψει και τώρα είναι δικά σου!»
            Σίμωσε κοντά του η βασιλοπούλα, τον έπιασε από το χέρι, τον σήκωσε ορθό  και του είπε: - «Σε σένα χρωστώ τη ζωή μου, έλα κοντά μου και μην ξαναφύγεις ποτέ!». Έτσι παντρευτήκανε η βασιλοπούλα και το βοσκάκι, κάνανε κι ένα μάτσο κουτσούβελα και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου