Μια φορά ήταν δυο αδέρφια κι είχαν μαζί ένα κτήμα. Ο ένας απ’ τους δυο ήταν έξυπνος, ο άλλος ήταν κουτός.
Μια μέρα λέει ο έξυπνος του κουτού:
– Αδερφέ, θέλω να μοιράσομε το κτήμα.
– Να το μοιράσωμε, αδερφέ μου, λέει ο καημένος ο κουτός.
Πάει λοιπόν κάποια μέρα ο έξυπνος και μοιράζει το κτήμα και διαλέγει κιόλα. Το χωράφι δεν ήταν όλο καλό· το μισό ήταν πρώτης γραμμής γη και τ’ άλλο ήταν ένα παλιοχώραφο. Ο έξυπνος διάλεξε και πήρε το καλό κι αφήκε τ’ αλλουνού το άχρηστο, το παλιοχώραφο.
Ο καημένος ο κουτός ήθελε κι εκείνος το καλό κι αφού δεν μπορούσε να κάμει αλλιώς, φεύγει και πάει στο βασιλιά. Κι ο βασιλιάς στέλνει ευθύς ένα στρατιώτη και καλεί τον άλλο αδερφό κι εκοίταξε να τους τα συμβιβάσει, μα αυτοί τίποτε! Ήθελαν και οι δυο το καλό. Τους λέει τότε να μοιράσουν το κτήμα αλλιώτικα, να πάρουν κι οι δυο κι από το καλό κι από τ’ αχαμνό. Μα αυτοί τίποτε! ήθελαν και οι δύο το καλό.
Αφού είδε την επιμονή τους, ο βασιλιάς εσκέφθηκε να τους πει ένα λόγο κι όποιος τον εξηγήσει, να παίρνει το καλό χωράφι. Τους λέει λοιπόν: «Για να μη μαλώνετε, θα σας πω ένα λόγο κι όποιος τον εξηγήσει, θα παίρνει το καλό χωράφι».
Είπαν κι οι δυο «ναι».
Ο έξυπνος όλος χαρά σκέφτηκε: Ο αδερφός μου είναι κουτός· εγώ θα το εξηγήσω.
Τους λέει λοιπόν ο βασιλιάς: «Θέλω να μου πείτε, ποιο είναι το γληγορότερο πράμα του κόσμου, και σας δίνω διορία οχτώ μέρες να σκεφθείτε».
Φεύγουν αυτοί, πάνε στα σπίτια τους. Αρχίζει ο έξυπνος να σκέπτεται. Λέει: αυτό είναι, εκείνο είναι, τ’ άλλο είναι… Ό,τι κι αν υπάρχει πια στον κόσμο πες πως είναι κείνο.
Ο καημένος ο κουτός δεν ήταν άξιος να σκεφθεί τίποτε. Στενοχωριόταν λοιπόν κι αναστέναζε όλη μέρα κι όλη νύχτα.
Αυτός είχε μια θυγατέρα που η ομορφιά της δεν είχε ταίρι στον κόσμο και τον ερώτησε:
– Τι έχεις, πατέρα, κι αναστενάζεις;
Μια μέρα λέει ο έξυπνος του κουτού:
– Αδερφέ, θέλω να μοιράσομε το κτήμα.
– Να το μοιράσωμε, αδερφέ μου, λέει ο καημένος ο κουτός.
Πάει λοιπόν κάποια μέρα ο έξυπνος και μοιράζει το κτήμα και διαλέγει κιόλα. Το χωράφι δεν ήταν όλο καλό· το μισό ήταν πρώτης γραμμής γη και τ’ άλλο ήταν ένα παλιοχώραφο. Ο έξυπνος διάλεξε και πήρε το καλό κι αφήκε τ’ αλλουνού το άχρηστο, το παλιοχώραφο.
Ο καημένος ο κουτός ήθελε κι εκείνος το καλό κι αφού δεν μπορούσε να κάμει αλλιώς, φεύγει και πάει στο βασιλιά. Κι ο βασιλιάς στέλνει ευθύς ένα στρατιώτη και καλεί τον άλλο αδερφό κι εκοίταξε να τους τα συμβιβάσει, μα αυτοί τίποτε! Ήθελαν και οι δυο το καλό. Τους λέει τότε να μοιράσουν το κτήμα αλλιώτικα, να πάρουν κι οι δυο κι από το καλό κι από τ’ αχαμνό. Μα αυτοί τίποτε! ήθελαν και οι δύο το καλό.
Αφού είδε την επιμονή τους, ο βασιλιάς εσκέφθηκε να τους πει ένα λόγο κι όποιος τον εξηγήσει, να παίρνει το καλό χωράφι. Τους λέει λοιπόν: «Για να μη μαλώνετε, θα σας πω ένα λόγο κι όποιος τον εξηγήσει, θα παίρνει το καλό χωράφι».
Είπαν κι οι δυο «ναι».
Ο έξυπνος όλος χαρά σκέφτηκε: Ο αδερφός μου είναι κουτός· εγώ θα το εξηγήσω.
Τους λέει λοιπόν ο βασιλιάς: «Θέλω να μου πείτε, ποιο είναι το γληγορότερο πράμα του κόσμου, και σας δίνω διορία οχτώ μέρες να σκεφθείτε».
Φεύγουν αυτοί, πάνε στα σπίτια τους. Αρχίζει ο έξυπνος να σκέπτεται. Λέει: αυτό είναι, εκείνο είναι, τ’ άλλο είναι… Ό,τι κι αν υπάρχει πια στον κόσμο πες πως είναι κείνο.
Ο καημένος ο κουτός δεν ήταν άξιος να σκεφθεί τίποτε. Στενοχωριόταν λοιπόν κι αναστέναζε όλη μέρα κι όλη νύχτα.
Αυτός είχε μια θυγατέρα που η ομορφιά της δεν είχε ταίρι στον κόσμο και τον ερώτησε:
– Τι έχεις, πατέρα, κι αναστενάζεις;
Της λέει λοιπόν την ιστορία, πως τους είπε ο βασιλιάς να του εξηγήσουν ένα λόγο κι όποιος τον εξηγήσει, θα παίρνει το καλό χωράφι.
– Και τι είν’ ο λόγος αυτός, πατέρα;
– Θέλει να του πούμε ποιο είναι το γληγορότερο πράμα του κόσμου.
– Μη στενοχωριέσαι, πατέρα μου, του λέει, και την ημέρα που θα ’ναι για να πας, θα σου πω εγώ τι να πεις και θα κερδίσεις.
Επήρε αέρα ο άνθρωπος.
Επέρασαν οι μέρες, ήρθεν η ώρα που θα πηγαίνανε στο βασιλιά. Πάει τότε κι ερωτά τη θυγατέρα του, κι εκείνη του λέει: «Θα πεις, πατέρα, πως