Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

"Το μάτι". Παραδοσιακό παραμύθι από την Ήπειρο (Πάργα)


Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας ψαράς. Μια μέρα από τις πολλές, πήγε στην ακροθαλασσιά κι έριξε τα δίχτυα του, αλλά δε έπιασε ούτε λέπι.  Κίνησε να γυρίσει σπίτι του καταστενοχωρημένος που δε μπόρεσε να βγάλει ψάρια να ταΐσει τα παιδιά του. Στο δρόμο της επιστροφής πέρασε μπροστά από το παλάτι του βασιλιά κι έβγαλε έναν μεγάλο αναστεναγμό:
-Αχ! Τι δυστυχισμένος άνθρωπος που είμαι!
Ο βασιλιάς, που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στον εξώστη, άκουσε τον ψαρά και τον φώναξε να τον φέρουν μπροστά του. Όταν του τον έφεραν τον ρώτησε:
- Γιατί άνθρωπέ μου βαριαναστενάζεις και λες πως είσαι πολύ δυστυχισμένος;
- Αναστέναξα αφέντη βασιλιά μου, είπε ο ψαράς, γιατί πήγα στη θάλασσα να ψαρέψω, αλλά δε μπόρεσα να πιάσω τίποτε κι έτσι δε θα έχω ψωμί να ταΐσω τα παιδιά μου.
- Ξαναπήγαινε στη θάλασσα, είπε ο βασιλιάς, κι ό,τι πιάσεις, ψάρι, πέτρα φύκι, οτιδήποτε, φέρτο σε μένα και θα σου δώσω το βάρος του σε φλουριά. Με τη συμφωνία όμως, πως θα κρατήσω εγώ αυτό που θα ψαρέψεις.
Γυρνάει ο ψαράς στην ακροθαλασσιά, έριξε και ξανάριξε τα δίχτυα του, αλλά δεν έπιασε τίποτε άλλο παρά ένα μάτι ψαριού! Απογοητευμένος το πάει στον βασιλιά.
- Πραγματικά είσαι άτυχος άνθρωπέ μου, του λέει ο βασιλιάς, γιατί αυτό δε ζυγίζει ούτε όσο ένα φύλλο. Παίρνει ο βασιλιάς το μάτι, το βάζει πάνω στον ένα δίσκο μιας ζυγαριάς και στον άλλο δίσκο βάζει ένα χρυσό φλουρί και με έκπληξη βλέπει ότι το μάτι ήταν βαρύτερο από το φλουρί! Βάζει και δεύτερο φλουρί και τρίτο, μα το μάτι ακόμη φαινόταν βαρύτερο. Βάζει μια χούφτα φλουριά, μα ο δίσκος με το μάτι δεν έλεγε να ανέβει τον ανήφορο! Γεμίζει το δίσκο της ζυγαριάς ως επάνω με φλουριά, μα τίποτα! Και τότε ακόμα το μάτι ήταν βαρύτερο!
 Ο βασιλιάς έμεινε απορημένος και κάλεσε όλους τους σοφούς του τόπου και τους είπε:
- Έχω ένα ερώτημα να σας βάλω και έχετε προθεσμία έναν μήνα να μου απαντήσετε. Αν βρείτε την εξήγηση θα σας γεμίσω δώρα, διαφορετικά θα σας πάρω το κεφάλι. Και να ποιο είναι το ερώτημα... Και τους έδειξε τη ζυγαριά με το μάτι και τα χρυσά φλουριά.
Οι σοφοί έβαλαν τα δυνατά τους, μα εξήγηση δε μπορούσαν να δώσουν. Οι μέρες περνούσαν, τέλειωνε ο μήνας και είχαν πλέον απελπιστεί γιατί η απειλή του βασιλιά ήταν πάνω από τα κεφάλια τους. Έφτασε η τελευταία μέρα και σκέφτηκαν να καλέσουν έναν γέρο καλόγερο, που είχε τη φήμη του σοφού και τίμιου, για να τους βοηθήσει.
Αυτός πράγματι προθυμοποιήθηκε να τους βοηθήσει. Έβαλε πάνω από το ράσο ρούχα σαν αυτά που φορούσαν οι σοφοί, για να μην τον πάρουν χαμπάρι στο παλάτι, παίρνει τη ζυγαριά με το μάτι κι ένα σακούλι με χώμα και παρουσιάζεται μπροστά στον βασιλιά που περίμενε να λάβει την απάντηση.
Ο καλόγερος παίρνει από το σακούλι του λίγο χώμα και πασπαλίζει το μάτι κι αμέσως η ζυγαριά από το μέρος του ματιού σηκώθηκε λίγο. Βάζει λίγο ακόμη χώμα από το μέρος του ματιού και η ζυγαριά έγειρε κι άλλο προς το μέρος των φλουριών. Βάζει κι άλλη φορά χώμα στο μάτι κι ο δίσκος των φλουριών κάθισε κάτω, ενώ του ματιού ελάφρυνε και σηκώθηκε πάνω. Ενώ πριν, θυμάστε, γινόταν το ανάποδο.
- Το μάτι βασιλιά μου, έδωσε την εξήγηση ο καλόγερος είναι η πηγή της αχορτασιάς και της φιλαργυρίας. Πριν το μάτι σμίξει με το χώμα ήταν καθαρό, γι' αυτό ηταν βαρύ. Τώρα που έσμιξε με το χώμα, ενώ έπρεπε να ζυγιάζει περισσότερο, τώρα είναι ελαφρύτερο απ' ότι ήταν πριν.
Έτσι και ο άνθρωπος. Όλη του τη ζωή καταγίνεται να μαζέψει πλούτη αλλά ποτέ δε χορταίνει. Όταν όμως πεθαίνει και πια γίνει ένα με το χώμα, ό,τι έχει μάσει με την πλεονεξία του τον αφήνει. Όπως αυτό το μάτι: Όσο ήταν καθαρό ζύγιαζε πλιότερο, γιατί δε χορταινε το χρυσάφι. Όταν λερώθηκε με το χώμα και θόλωσε, το χρυσάφι δεν τόβλεπε πια και γι' αυτό κι ελάφρυνε. Το  χώμα αφέντη βασιλιά μου τα νικάει όλα!
-Εύγε! είπε ο βασιλιάς στον καλόγερο. Η εξήγηση που μου έδωσες μ' έκανε να καταλάβω πολλά πράγματα. Θα σας ανταμείψω πλουσιοπάροχα! Κι έτσι έδωσε στον σοφό καλόγερο και στους υπόλοιπους, ανάμεσά τους και στον φτωχό ψαρά, το μισό του βασίλειο. Και όλοι ζήσανε καλά κι μείς καλύτερα!

«Το πιο γλυκό ψωμί» – Λαϊκό παραμύθι

Σχετική εικόνα

Κάποτε ήταν ένας βασιλιάς πολύ πλούσιος, που είχε ό,τι επιθυμούσε η ψυχή του και είχε χορτάσει τα πάντα. Κι όλα τα καλά του κόσμου θρονιασμένα στη ζωή του ήταν κι όλοι τον θαύμαζαν για τα πλούτη του κι έλεγαν ότι δεν υπάρχει άνθρωπος πιο ευτυχισμένος σ’ ολόκληρη τη γης. Ώσπου μια μέρα κάτι παράξενο συνέβηκε. Ο βασιλιάς έχασε την όρεξή του και τίποτα δεν ήθελε να βάλει στο στόμα του.
Μέρα με τη μέρα όλο και πιο χλωμός φαινόταν, αδύνατος σαν βέργα ξεραμένη. Όλα του φταίγανε και γκρίνιαζε με το παραμικρό.
Γιατροί από παντού προστρέξαν να τον δουν και για τον άρρωστο βασιλιά τα καλύτερα δοκίμαζαν μαντζούνια και γιατρικά. Τίποτα! Όλα χαμένα πήγαιναν. Η ανορεξία του βασιλιά συνεχιζόταν αμείωτη κι όλο και χειροτέρευε. Κάθε μέρα του έφερναν μπροστά του δίσκους με τα πιο καλομαγειρεμένα, μοσχοβολιστά φαγητά. Μα τίποτα δεν τον συγκινούσε.
Περνούσε ο καιρός ώσπου μια μέρα έτυχε να περνάει από το παλάτι του ένας γέροντας φτωχός, ασπρομάλλης και ξερακιανός, που ήξερε από γιατρικά και όλοι τον έλεγαν σοφό.
Τον ζύγωσε ο γέροντας κι άρχισε να του κάνει ερωτήσεις:
-Μήπως κουράζεσαι πολύ, βασιλιά μου; τον ρώτησε.
-Τι λες, γιατρέ μου, του λέει ο βασιλιάς.
-Όλη μέρα ξαπλωμένος στο θρόνο μου είμαι, το μικρό μου δαχτυλάκι δεν κουνώ.
-Μήπως έγνοιες και σκοτούρες για το λαό σου έχεις;
-Κάθε άλλο. Καρφί δεν μου καίγεται για κανέναν, σκοτούρα δεν έχω καμιά.
-Μήπως επιθύμησες ποτέ σου κάτι και δεν τ’ απέκτησες;
-Ούτε αυτό! Βασιλιάς είμαι, μην το ξεχνάς. Κι ο,τι γυρέψω, έρχεται μπροστά μου.
Σκέφτηκε, σκέφτηκε ο γέροντας κι υστέρα γυρίζει και λέει του βασιλιά:
-Άκουσε, βασιλιά μου… Καθώς βλέπω, τίποτα το σοβαρό δε σου συμβαίνει. Εκείνο που φταίει και δεν έχεις όρεξη είναι το ψωμί που σου δίνουν οι μάγειροί σου στο παλάτι! Να διατάξεις τώρα να σου φέρουν το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου για να φας. Αν μπορέσεις να το ’χεις αυτό, τότε θα γιατρευτείς!
Αμέσως ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στους μαγείρους του παλατιού να ζυμώσουν και να του ψήσουν το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!
Έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά οι ψωμάδες ποιος θα φτιάσει το πιο γλυκό ψωμί για το βασιλιά! Ζύμωσαν κάθε λογής ψωμιά, έβαζαν μέσα ζάχαρες, μέλια και σιρόπια και του τα ’φεραν στο παλάτι να τα δοκιμάσει. Μα πάλι δεν ήθελε να τα φάει. Το να του μύριζε, τ’ άλλο του έφταιγε. Τότε ο βασιλιάς, έστειλε ανθρώπους του να πάνε να βρούνε το γέροντα και να τον ξαναφέρουνε μπροστά του. Έτσι λοιπόν κι έγινε.
-Θα σε κρεμάσω, που με ξεγέλασες! του φώναξε ο βασιλιάς μόλις τον είδε.
-Γιατί, βασιλιά μου; τον ρώτησε ο γέροντας.
-Γιατί το γλυκό ψωμί, που είπες να μου φτιάξουνε να φάω, δε μου έκαμε τίποτα!
-Μπα; Φαίνεται πως το ψωμί που σου ζύμωσαν, δεν ήταν τόσο γλυκό όσο έπρεπε!
Ο βασιλιάς ήταν πάλι έτοιμος ν’ αγριέψει, μα είδε το γέρο που κάτι συλλογιζότανε, και περίμενε.
-Άκουσε, βασιλιά μου, του λέει ο γέροντας ύστερα από λίγο.
-Αν θέλεις να δοκιμάσεις το ψωμί που θα σε γιατρέψει, πρέπει να ’ρθεις μαζί μου για τρεις μέρες μονάχα και να κάνεις ό,τι σου λέω. Αν δε γίνεις καλά, είσαι ελεύθερος να μου πάρεις το κεφάλι!
Κι ο βασιλιάς, δέχτηκε να πάει μαζί με τον παράξενο γέροντα, εκεί που του ’λέγε. Φόρεσε κι αυτός φτωχικά ρούχα, φόρεσε και κάτι παλιοπάπουτσα, πήρε κι ένα μπαστούνι στα χέρια του κι έφυγε κρυφά από το παλάτι, μακριά, κι επήγανε στον κάμπο, να μείνουν στην καλύβα του γέροντα, μέσα σ’ ένα χωράφι σπαρμένο.
Ξημερώνοντας, ο γέροντας έδωσε στο βασιλιά ένα δρεπάνι και του λέει:
-Έλα να θερίσουμε! Έπιασε ο βασιλιάς και θέριζε μες στο λιοπύρι ολάκερη μέρα. Έκαμε καμιά σαρανταριά δεμάτια στάχυα. Ήρθε το βράδυ, κι έπεσαν κατάκοποι να κοιμηθούνε, νηστικοί.
Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ξύπνησε ο γέροντας το βασιλιά και του λέει:
-Σήκω τώρα, να πάρουμε όλ’ αυτά τα δεμάτια, να τα πάμε στ’ αλώνι να τ’ αλωνίσουμε!
Κουβάλησε στην πλάτη του ο βασιλιάς ένα σωρό δεμάτια, κι ύστερα όλη μέρα, τα κοπάνιζε με το δάρτη, ώσπου κάμανε το στάρι σωρό, τ’ ανεμίσανε και το βάλανε στο σακί. Κι όλη μέρα την περάσανε πάλι νηστικοί κι οι δυο τους, μόνο λίγο νερό ήπιανε από τη στέρνα, που ήτανε κοντά στην καλύβα.
Πέσανε πάλι κουρασμένοι το βράδυ και κοιμηθήκανε.

Την τρίτη μέρα, χαράματα σχεδόν, ο γέροντας σήκωσε το βασιλιά:
-Ξύπνα τώρα, βασιλιά μου, να πάμε το στάρι μας στο μύλο να τ’ αλέσουμε! Πάρ’ το εσύ στην πλάτη σου και πάμε εκεί, στην κορφή του βουνού που είναι ο μύλος. Τι να κάμει ο βασιλιάς, πήρε το σακί στην πλάτη και παρά την κούρασή του, το κουβάλησε στην κορφή του βουνού. Τώρα αρχίνησε και να πεινάει, μα ντρεπόταν να το πει. Αλέσανε το στάρι τους, και για να μην τα πολυλογούμε, γυρίσανε κατά το μεσημέρι στην καλύβα, πάλι ο βασιλιάς φορτωμένος τ’ αλεύρι.
– Έλα τώρα να ζυμώσουμε, του λέει ο γέρος κι έβαλε το βασιλιά να ζυμώνει.
Ύστερα τον έστειλε στο λόγγο να κόψει ξύλα, και κατά το βραδάκι βάλανε να ψήσουνε στο φούρνο 3-4 καρβέλια. Ο βασιλιάς τώρα πεινούσε κι ανυπομονούσε πότε να ψηθούν τα ψωμιά, για να φάει!
-Πεινάω πολύ», λέει του γέρου.
-Περίμενε και θα φας! του απάντησε κείνος.
Σε λίγο βγήκανε από το φούρνο τα καρβέλια, αχνιστά και ροδοψημένα. Τότε ο βασιλιάς άρπαξε το καρβέλι, το έκοψε με τα χέρια του κι άρχισε να το τρώει με μανία . Μα με την πρώτη μπουκιά που κατάπιε, φώναξε γεμάτος χαρά:
-Μάλιστα! Αυτό είναι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου! Κι όμως ούτε μια κουταλιά ζάχαρη δεν έριξα στο ζυμάρι του!
Τότε ο γέροντας χαμογέλασε και του είπε:
-Βασιλιά μου, πρέπει να ξέρεις πως η ζάχαρη στο ψωμιού σου ήταν ο ιδρώτας που έχυσες για να το φτιάξεις. Τώρα είσαι ελεύθερος να ξαναπάς στο παλάτι σου. Κοίτα μονάχα να δουλεύεις απο δώ κι εμπρός, και θα δεις πως η όρεξη δε θα σου λείψει.
Ο βασιλιάς ακολούθησε την συμβουλή του γέροντα κι όταν γύρισε στο παλάτι δούλευε κάθε μέρα για το λαό του. Από τότε η όρεξη του ξανάρθε κι έτρωγε όλου του κόσμου τα καλά!

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

"Το αδύναμο σποράκι" Παραμύθι

Παραμύθι από τη Μαρία Μαχαίρα. Το βρήκαμε εδώ:


Φωτογραφία: "Μικρή ντοματιά" του Γιάννη Μακριδάκη
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό σποράκι, και μόλις έπεσε στην γη φύσηξε ένας αέρας δυνατός και το πήρε μακριά. Η μαμά του κι ο μπαμπάς του βυθίστηκαν στην θλίψη που έχασαν το σποράκι τους και που δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε για το βρουν. Ο καιρός περνούσε και η μαμά του κι ο μπαμπάς του είχαν σχεδόν απελπιστεί. Και τότε ξαφνικά ένα αέρας δυνατός και μια βροχή φέραν το σποράκι πίσω και το αφήσαν μαλακά στην γη.
 Πόσο ταλαιπωρημένο ήταν το καημένο φαινόταν χλωμό κι αδύναμο.Οι γονείς του χάρηκαν τόσο που είχαν ξανά το σποράκι κοντά τους, αλλά ανησυχούσαν πολύ, φαινόταν τόσο εύθραυστο κι ευαίσθητο που πραγματικά δεν ήξεραν αν θα τα κατάφερνε.
Το σποράκι ένιωθε φοβισμένο και λίγο ζαλισμένο από το ταξίδι του με τον αέρα κι έτσι έμεινε ακίνητο στην γη μέχρι που κοιμήθηκε. Μια γλυκιά μελωδία το ξύπνησε, άνοιξε τα ματάκια του κι είδε την μαμά του να λάμπει μες το ζεστό φως του ήλιου και να του γλυκοτραγουδά.
Το σποράκι χαμογέλασε δειλά. Η μαμά του ήταν όμορφη, τα πέταλα της ήταν γεμάτα με λαμπερά χρώματα και ο μπαμπάς του φαινόταν ψηλός και δυνατός.
Το σποράκι σκέφτηκε: – “Aχ και να μπορούσα να τους μοιάσω”.
Το σποράκι ήταν λυπημένο.Η μαμά του είδε το λυπημένο του προσωπάκι και δάκρυα τρέξαν από τα μάτια της. Τότε ένα μελισσάκι και μια πεταλουδίτσα που είδαν την θλίψη της ήρθαν και της είπαν:
– “Μην στεναχωριέσαι εμείς θα σε βοηθήσουμε”.
Κι άρχισαν να κουβαλούν τα δάκρυα της και να τα ακουμπούν απαλά πάνω στο σποράκι. Κι αφού τα κουβαλήσανε όλα πέταξαν ως τον ήλιο και του είπαν:
– “Τώρα πρέπει κι εσύ να βοηθήσεις το σποράκι”.
Κι ο ήλιος φόρεσε την πιο λαμπερή του στολή και στάθηκε κοντά στο σποράκι. Και το τότε το σποράκι προσπάθησε πολύ, …πάρα πολύ.
Έβαλε όλες του τις δυνάμεις, τις δικές του και αυτές που του έδωσαν με τόσο αγάπη οι γονείς του και οι φίλοι του.
Και μια μέρα …ξαφνικά! Πουφ! Ξεπρόβαλε ένα βλασταράκι.
Στην αρχή δεν είχε δύναμη να σταθεί όρθιο και έγερνε στο χώμα, μα ο ήλιος δεν το εγκατέλειπε και την πιο δυνατή του ακτίνα την έστελνε πάντα στο σποράκι που τώρα είχε γίνει βλασταράκι.
Και ο μπαμπάς του τότε φώναξε το μελισσάκι και την πεταλούδα και τους είπε:
– “Πετάξτε τώρα ως την βροχή και πείτε της να ρθει κι αυτή να βοηθήσει. Κάντε γρήγορα.”
Κι αυτά έφυγαν πετώντας βιαστικά, να βρούνε την βροχή
Και ψάχνανε, ψάχνανε, μα δεν μπορούσαν να την βρουν.
Γιατί η βροχή είχε κι άλλους να φροντίσει.
Ο καιρός περνούσε και το βλασταράκι προσπαθούσε μ όλες του τις δυνάμεις να σταθεί μα χωρίς την βοήθεια της βροχής δεν έλεγε να σηκωθεί. Κι όλοι λέγανε πως τελικά δεν θα τα καταφέρει. Kι όλοι λυπόντουσαν το βλασταράκι και έλεγαν:
– “Τι κρίμα το καημένο”. Μα η μαμά του, του έλεγε συνέχεια:
– “Βλασταράκι μου μπορείς, μπορείς, όλα τα μπορείς.”
Και τότε το βλασταράκι με όλο του το θάρρος έδωσε μια και σηκώθηκε ψηλά.
Και όσοι ήταν εκεί κοντά το θαύμασαν κι άρχισαν να πιστεύουν πως όλα αυτά δεν ήταν μάταια τελικά. Και κατάλαβαν πως έπρεπε κι αυτοί τώρα να το βοηθήσουν. Και φύγανε και τρέξανε να βρουν το μελισσάκι και την πεταλούδα.
Κι όποιον στο δρόμο τους συναντούσαν τον παίρνανε κι αυτόν μαζί. Και έτσι γίνανε πολλοί, πάρα πολλοί. Και φώναξαν όλοι μαζί: – “ΒΡΟΧΗΗΗΗΗΗΗ που είσαι;”
Κι η βροχή τους άκουσε γιατί τώρα η φωνή τους ήταν δυνατή. Πολύ δυνατή.
Ξαφνικά μαύρα, πυκνά σύννεφα, γέμισαν τον ουρανό που φώναζαν:
– “Προσέξτεεε… Έρχεται η βροχή!”
Κι όλοι τους θέλησαν να κρυφτούν από την μπόρα την δυνατή. Μα έπρεπε να φανούν δυνατοί. Κι έτσι μόλις την αντίκρισαν, της είπαν με φωνή αποφασιστική: – “Έλα να βοηθήσεις κι εσύ”.
Κι η μπόρα τους ρώτησε: – “Γιατί;”
– “Γιατί το βλασταράκι χωρίς εμάς δεν θα μπορεί. Γιατί κι η δική σου η βοήθεια είναι πολύ σημαντική.”
Κι η μπόρα ησύχασε κι έγινε μια γλυκιά ανοιξιάτικη βροχή.
Και τους είπε με φωνή απαλή: – “Πάρτε τώρα τον δρόμο για τη επιστροφή και μην το σκέφτεστε πολύ.”
Κι όταν γυρίσαν πίσω είδαν ένα κατάλευκο και αφράτο συννεφάκι να στέκεται ψηλά από την μαμά. Το συννεφάκι ήταν σοφό, κι είχε σταθεί έτσι ώστε το βλασταράκι από τον ήλιο να μπορεί να ζεσταθεί και τους είπε:
– “Πρέπει και την μαμά να βοηθήσουμε πολύ γιατί χωρίς αυτή το βλασταράκι δεν θα μπορεί να στηριχθεί.”
Κι άρχισε να ρίχνει τις σταγόνες του πρώτα πάνω στην μαμά, που είχε στεγνώσει από τα δάκρυα τα πολλά.
Κι ύστερα κατρακυλούσαν απαλά, πάνω στο βλασταράκι που τις ρουφούσε με χαρά. Κι όλοι γύρω τους παρακολουθούσαν μ αγωνία να δούνε τι θα γίνει. Το βλασταράκι ρουφούσε, χαιρόταν και μεγάλωνε, ψίλωνε κι έβγαζε τα δικά του φυλλαράκια.
Κι όλοι παρακολουθούσαν με αγωνία να δούνε τι θα γίνει.
Το βλασταράκι ρουφούσε, χαιρόταν, μεγάλωνε, ψίλωνε και τα φυλλαράκια του δυνάμωναν και γίνονταν σαν του μπαμπά του.
Κι όλοι παρακολουθούσαν με αγωνία να δούνε τι θα γίνει.
Το βλασταράκι ρουφούσε, χαιρόταν , μεγάλωνε, ψίλωνε, δυνάμωνε κι άρχισε να φτιάχνει το δικό του μπουμπουκάκι.
Το βλασταράκι τότε σκέφτηκε πως όλα όσα του χρειαζόταν για να ανθίσει τα είχε αποκτήσει και ήξερε ακόμα πως μέσα στο μπουμπουκάκι του ήταν κρυμμένα η αγάπη και το θάρρος.
Το βλασταράκι κατάλαβε πως τώρα ήταν έτοιμο να αντικρίσει τον κόσμο. Κι όλοι παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα, να δούνε τι θα γίνει. 
Και το βλασταράκι άνθισε. – “Ααααααααα!!!!!!!!! Είπανε όλοι τους.”
Μια ευωδιαστή μυρωδιά ξεχύθηκε μέσα από το μπουμπουκάκι του και μια γλυκιά μελωδία, σαν αυτή που του τραγουδούσε η μαμά του, όταν ήταν ανήμπορο, μόνο που τώρα οι νότες της ήταν γεμάτες από χαρά. Και καθώς τα πέταλα του άνοιγαν, αποκαλύπτονταν σιγά σιγά, η μοναδικότητα του κι η ομορφιά του.
Τα πιο περίεργα, τα πιο παράξενα, τα πιο όμορφα χρώματα της φύσης ήταν πάνω του. Τα πέταλα του είχαν ανάκατα τα χρώματα του ανέμου, του ήλιου και της βροχής.
Μα τα πιο ζωντανά τα πιο σπουδαία απ όλα, ήταν τα πέταλα που είχαν το χρώμα από τα δάκρυα και την αγάπη της μαμάς του.
Το σποράκι είχε γίνει ένα πανέμορφο λουλούδι, τόσο μοναδικό και τόσο ξεχωριστό που κανείς απ’ όσους ήταν εκεί δεν μπορούσε να μην το θαυμάσει.
Το σποράκι τα είχε καταφέρει κι όλοι όσοι το είχαν βοηθήσει ήτανε τώρα περήφανοι και ευτυχισμένοι.
Κι όλοι μαζί ,του φώναξαν δυνατά: – “ΜΠΡΑΒΟ ΣΟΥ!!!! ΣΠΟΡΑΚΙ!”
Κι αυτό με μάτια ζωηρά τους χαμογέλασε πλατιά. Και κάναν μια γιορτή που κράτησε μια ολόκληρη ζωή!!
 www.noesi.gr

"ΕΝΟΙΚΙΑΖΟΜΕΝΑ ΔΩΜΑΤΙΑ" ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ Χ.