Τελείωσε η εκκλησία. Ο παπάς στεκόταν μπροστά στην Ωραία Πύλη και αντί "του δι' ευχών των Αγίων Πατέρων ημών" έλεγε "Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας". Όλο το χωριό σταυροκοπιόταν και η χαρά ζωγραφιζόταν σε όλα τα πρόσωπα. Τέτοια χαρούμενη Λαμπρή δεν θυμόταν κανείς να έχει δει εκεί πέρα.
Τελειώνοντας ο παπάς το τελευταίο το Χριστός Ανέστη είπε:
- Χριστός Ανέστη χωριανοί! Και του χρόνου να είμαστε καλά και ο Μεγαλοδύναμος να μας φέρει καλά τα αδέρφια μας που πολεμούν στο γεφύρι της Πλάκας, στον Λούρο, στην Πρέβεζα και στα πέντε Πηγάδια... Την τελευταία φράση την πρόφερε με δάκρυα και όλο το χωριό, άντρες και γυναίκες έκλαψαν μες στην εκκλησιά, αλλά έκλαψαν από χαρά και από αγαλιασμό* και φιλιόνταν καρδιακά ο ένας με τον άλλον για την Ανάσταση του Χριστού και για την ανάσταση της σκλαβωμένης πατρίδας. Ο παπάς ξαναμπήκε στο ιερό για να αποτελειώσει τη λειτουργία και το χωριό άρχισε να βγαίνει από την εκκλησία φαμίλιας - φαμίλιες. Πρώτα βγήκαν οι μεγαλύτερες φαμίλιες, ύστερα οι μικρότερες. Κι από τις φαμίλιες πρώτα βγήκαν οι γεροντότεροι και παραπίσω οι νιοι, οι νιες* και τα παιδιά.
Πρώτος - πρώτος βγήκε το προεστός του χωριού ο γερο-Λιόλιος, με 75 χρόνια και πιότερο στη ράχη του με κάτασπρα μαλλιά και κάτασπρα μακριά μουστάκια, κρατώντας στο ζερβί* του χέρι την άσπρη λαμπάδα και ακουμπώντας με το άλλο σε μία ροζιάρικη και χοντρή πατερίτσα.
Από πίσω ερχόταν δυο παιδιά του, πάνω από 40 - 45 χρόνων το καθένα, οι νιφάδες και καμιά εικοσαριά εγγόνια και δισέγγονα από 20 χρονών και κάτω. Τραβούσε μπροστά ο γερο-προεστός και σαν κοπάδι ακολουθούσε όλο το χωριό από κοντά του με τα αναμμένα κεριά στα χέρια. Ήτανε νύχτα βαθιά και ο Αυγερινός δεν είχε ξεπροβάλλει ακόμα από την κορυφή των Τζουμέρκων. Αλλά μια φωτεινή αυλακιά απλωμένη από το κορφοβούνι ως επάνω τα Γιάννενα έδειχνε πως το αστέρι αυτό που το ονομάζουν "Λάμπρο" δε θ' αργούσε να βγει.
Ανάμεσα από την εκκλησία και το χωριό ήταν μεγάλο δεντρόφυτο πλάτωμα. Εκεί σταμάτησαν όλοι και έκαμαν έναν μεγάλο κύκλο να μιλήσουν για τον πόλεμο. Ένα ψιλό αεράκι που τραβούσε από το χωριό, έφερνε τη μοσχομυρουδιά των αρνιών που ξεκινούσαν να ψήνονται στις αυλές των σπιτιών.
-Τα μάθατε;
-Τί καινούργια;
-Αληθινά πως τσάκισαν τ' αδέρφια μας τους Τούρκους. Νικήθηκαν οι Τούρκοι στης Άρτας το γεφύρι! Τους τσάκισε ο Κίτσος ο Μπότσαρης. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες πόλεμο!
-Καημένο Σούλι, να μην πεθάνεις ποτέ με τα παλικάρια που βγάζεις!
- Πόσοι αρχηγοί ήτανε στην στην Άρτα;
- Δύο! Ο Κίτσος ο Μπότσαρης και ο Κώστας Σιέχος. Οι Τούρκοι βάρεσαν με όλα τους τα δυνατά να πάρουνε την Άρτα, αλλά οι δικοί μας τους σκόρπισαν και όπου φύγει - φύγει! Τότε ο δικός μας ο στρατός πέρασε το γεφύρι της Άρτας και έπιασε τα Λέχοβα, την Κανέττα και τα Πέντε Πηγάδια.
-Χάθηκαν πολλοί Τούρκοι; Πόσοι έπεσαν απ' τους τους δικούς μας;
Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν 3.000, μετριούνται τα Ελληνόπουλα και λείπουν τρεις λεβέντες!
- Χαρά στις μάνες που τους έκαμαν!
Ο γέρο- προεστός που είχε σταθεί και αφουγκραζόταν* τί έλεγαν οι χωριανοί φώναξε: - Ω ρε παιδιά, ποιος σας τις έφερε αυτές τις κουβέντες; Μη μιλάτε μωρέ παιδιά από την καρδιά σας*, θα σας δοκιμάσει ο Θεός!
- Είναι αλήθεια μπάρμπα αυτά που λέμε, είναι αλήθεια!
-Τους είδες με τα μάτια σου εσύ; τον ρώτησε ο γέρο-προεστός με δυσπιστία.
-Τους είδα και μίλησα μαζί τους και μου τα είπαν όλα! Αλήθεια είναι!
- Ωρέ! Δεν έχει κανένας από σας άρματα*; βροντοφώναξε ο γέρο-προεστός πνιγμένος από τη χαρά του. Η Πασχαλιά θέλει αρνιά, ο Άι-Γιώργης κατσίκια, ο γάμος κριάρια και η λευτεριά ντουφέκια. Δεν έχει κανένας από σας άρματα να ρίξουμε, να χαιρετίσουμε τη λευτεριά; 500 χρόνια δουλεία ρε παιδιά και να μην έχουμε σήμερα ένα τουφέκι να ρίξουμε και να καλωσορίσουμε τη λευτεριά;
-Αμ' τί ρωτάς; Να μη ρωτάς, απολογήθηκε ένας. Δε μας τα πήραν όλα οι Τούρκοι; Ποιανού αφήκαν ντουφέκι ή μπιστόλα;
- Ωρέ δεν έχει κανένας ένα παλιοντούφεκο, μια παλιομπιστόλα; ξαναρώτησε ο προεστός.
- Υπομονή γέροντα, σε λίγο θα φτάσουν τα παλικάρια και θα 'χεις ντoυφέκια και φυσέκια όσα θέλεις, χάρισμα!
-Μωρέ εγώ τούτη τη στιγμή το θέλω. Τί να το κάνω ύστερα; Έχει κανένας σας ένα παλιοντούφεκο για μια φορά και του το γυρίζω πίσω! Ένα διαλεχτό αρνί δίνω για ένα παλιοντούφεκο γεμάτο.
Τότε ζυγώνει* μια γριά και του λέει: -Δίνεις τ' αρνί;
-Μωρ' έχεις άρματα γερο-Τόλαινα;
-Μα το ξύλο που 'χω φάει από τους Τούρκους να μη το μαρτυρήσω!
-Ντουφέκι είναι;
- Ναι, του μακαρίτη κι άρχισε να κλαίει.
-Άφησε τα κλάματα γριά και σύρε* να μου φέρεις το τουφέκι από το σπίτι να σου δώσω το αρνί.
Όλο το χωριό ήταν τρελό από τη χαρά του από τα λόγια από τα φερσίματα, από το περπάτημα, νόμιζε κανείς πως όλος εκείνος ο κόσμος είχε φάει το ζουρλόχορτο. Πασχαλιά μας την έστειλε ο μεγαλοδύναμος τη χαρά της λευτεριάς! έλεγαν. Τέτοιο καλό δεν μπορούσε να έρθει άλλη μέρα παρά Πασχαλιά. Δύο Πασχαλιές αλήθεια! Η μια του Χριστού και η άλλη της σκλαβωμένης πατρίδας. Μεγάλη μέρα! Δοξασμένος να 'ναι ο Κύριος!
Όταν ο πάρεδρος έφτασε στο σπίτι του βρήκε στην αυλόπορτα τη γριά με το τουφέκι στα χέρια να περιμένει. Μόλις την είδε ρίχτηκε πάνω της να της το πάρει.
- Πρώτα τ' αρνί, του φωνάζει η γριά.
-Για ένα αρνί κάνεις έτσι γριά; Εγώ τέτοια μέρα σφάζω όλο το κοπάδι και το σπίτι καίω ακόμα, απάντησε εκείνος, σαν να τον πρόσβαλε η απάντηση της γριάς κι έκραξε* ένα εγγόνι του, 15-16 χρονώ, που είχε ανέβει σπίτι: -Κίτσο, ώρε Κίτσο! Να πεταχτείς στη στάνη και να ξεκόψεις 15-20 αρνιά και να τα φέρεις εδώ. Και να διαλαλίσεις σ' όλο το χωριό, όποιος δεν έχει αρνί να 'ρθει στο σπίτι μου τα πάρει!
Η γρια όμως με όλα αυτά που γινόνταν κρατούσε το τουφέκι με τα δύο χέρια και δεν το έδινε πριν πάρει το αρνί.
- Δεν το δίνω ακόμα, εγώ θέλω τ' αρνί πρώτα!
Δεν πέρασε πολύ ώρα και νάσου έφτασε ο Κίτσος με ένα κοπάδι αρνιά.
-Το καλύτερο της γριάς! φώναξε ο προεστός και στη στιγμή ο πιστικός* άρπαξε ένα λάγιο αρνί από τον λαιμό με μια βούλα άσπρη στο μέτωπο σαν τον Αυγερινό που αχνοφαινόταν πια εκείνη την ώρα, γιατί ο ήλιος σκόρπιζε λαμπρό το φως του στον ουρανό.
Εκείνη αρπάζει με το ένα χέρι το αρνί και με τ' άλλο τρεμάμενο δίνει το τουφέκι στου προεστού τα χέρια, από φόβο μην ήταν ψέμα το τάξιμο. Ύστερα από τη γριά πήραν από ένα αρνί όσοι δεν είχαν και περίμεναν ακίνητοι.
- Γεμάτο είναι;
-Γεμάτο, όπως τ' άφησε ο μακαρίτης. Μπορεί να 'ναι και πέντε χρόνια από τότε. Φοβούμαι μη δεν πάρει φωτιά* και ντροπιαστώ.
Σηκώνει το λύκο* και λέει: - Χριστός Ανέστη αδέρφια, Χριστός Ανέστη Καλώς μας ήρθε η λευτεριά!
Το παλιοντούφεκο βρόντηξε και τράβηξε όλο το χωριό και με το βρόντημά του σωριάστηκε κάτω και ο προεστός άψυχος. Ρίχνονται πάνω του δικοί του και ξένοι, του ρίχνουν νερό, τίποτα, είχε ξεψυχήσει μ' ένα χαμόγελο στα χείλη. Τον είχε σκοτώσει η χαρά της λευτεριάς!
* αγαλιασμό=αγαλίαση, νιοι = οι νέοι, νιες =οι νέες, ζερβί=αριστερό, αφουγκραζόταν= άκουγε με προσοχή, μη λέτε αυτά από την καρδιά σας= μη λέτε ψέμματα, άρματα=όπλα, σύρε=πήγαινε, ζυγώνει=πλησιάζει, έκραξε =φώναξε,πιστικός= ο έμπιστος υπηρέτης, ο επιστάτης, πάρει φωτιά=πυροβολήσει, λύκος του όπλου= ο επικρουστήρας ο "κόκορας",