Σάββατο 23 Απριλίου 2022

"Η Πασχαλιά της Λευτεριάς", διήγημα του Χρήστου Χριστοβασίλη (1855-1937) Διασκευή

Τελείωσε η εκκλησία. Ο παπάς στεκόταν μπροστά στην Ωραία Πύλη και αντί "του δι' ευχών των Αγίων Πατέρων ημών" έλεγε "Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας". Όλο το χωριό σταυροκοπιόταν και η χαρά ζωγραφιζόταν σε όλα τα πρόσωπα. Τέτοια χαρούμενη Λαμπρή δεν θυμόταν κανείς να έχει δει εκεί πέρα. 

Τελειώνοντας ο παπάς το τελευταίο το Χριστός Ανέστη είπε: 

- Χριστός Ανέστη χωριανοί! Και του χρόνου να είμαστε καλά και ο Μεγαλοδύναμος να μας φέρει καλά τα αδέρφια μας που πολεμούν στο γεφύρι της Πλάκας, στον Λούρο, στην Πρέβεζα και στα πέντε Πηγάδια... Την τελευταία φράση την πρόφερε με δάκρυα και όλο το χωριό, άντρες και γυναίκες έκλαψαν μες στην εκκλησιά, αλλά έκλαψαν από χαρά και από αγαλιασμό* και φιλιόνταν καρδιακά ο ένας με τον άλλον για την Ανάσταση του Χριστού και για την ανάσταση της σκλαβωμένης πατρίδας. Ο παπάς ξαναμπήκε στο ιερό για να αποτελειώσει τη λειτουργία και το χωριό άρχισε να βγαίνει από την εκκλησία φαμίλιας - φαμίλιες. Πρώτα βγήκαν οι μεγαλύτερες φαμίλιες, ύστερα οι μικρότερες. Κι από τις φαμίλιες πρώτα βγήκαν οι γεροντότεροι και παραπίσω οι νιοι, οι νιες* και τα παιδιά.

Πρώτος - πρώτος βγήκε το προεστός του χωριού ο γερο-Λιόλιος, με 75 χρόνια και πιότερο στη ράχη του με κάτασπρα μαλλιά και κάτασπρα μακριά μουστάκια, κρατώντας στο ζερβί* του χέρι την άσπρη λαμπάδα και ακουμπώντας με το άλλο σε μία ροζιάρικη και χοντρή πατερίτσα.

Από πίσω ερχόταν δυο παιδιά του, πάνω από 40 - 45 χρόνων το καθένα, οι νιφάδες και καμιά εικοσαριά εγγόνια και δισέγγονα από 20 χρονών και κάτω. Τραβούσε μπροστά ο γερο-προεστός και σαν κοπάδι ακολουθούσε όλο το χωριό από κοντά του με τα αναμμένα κεριά στα χέρια. Ήτανε νύχτα βαθιά και ο Αυγερινός δεν είχε ξεπροβάλλει ακόμα από την κορυφή των Τζουμέρκων. Αλλά μια φωτεινή αυλακιά απλωμένη από το κορφοβούνι ως επάνω τα Γιάννενα έδειχνε πως το αστέρι αυτό που το ονομάζουν "Λάμπρο" δε θ' αργούσε να βγει.

Ανάμεσα από την εκκλησία και το χωριό ήταν μεγάλο δεντρόφυτο πλάτωμα. Εκεί σταμάτησαν όλοι και έκαμαν έναν μεγάλο κύκλο να μιλήσουν για τον πόλεμο. Ένα ψιλό αεράκι που τραβούσε από το χωριό, έφερνε τη μοσχομυρουδιά των αρνιών που ξεκινούσαν να ψήνονται στις αυλές των σπιτιών. 

-Τα μάθατε;

-Τί καινούργια; 

-Αληθινά πως τσάκισαν τ' αδέρφια μας τους Τούρκους. Νικήθηκαν οι Τούρκοι στης Άρτας το γεφύρι! Τους τσάκισε ο Κίτσος ο Μπότσαρης. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες πόλεμο! 

-Καημένο Σούλι, να μην πεθάνεις ποτέ με τα παλικάρια που βγάζεις!

- Πόσοι αρχηγοί ήτανε στην στην Άρτα; 

- Δύο! Ο Κίτσος ο Μπότσαρης και ο Κώστας Σιέχος. Οι Τούρκοι βάρεσαν με όλα τους τα δυνατά να πάρουνε την Άρτα, αλλά οι δικοί μας τους σκόρπισαν και όπου φύγει - φύγει! Τότε ο δικός μας ο στρατός πέρασε το γεφύρι της Άρτας και έπιασε τα Λέχοβα, την Κανέττα και τα Πέντε Πηγάδια.

-Χάθηκαν πολλοί Τούρκοι; Πόσοι έπεσαν απ' τους τους δικούς μας; 

Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν 3.000, μετριούνται τα Ελληνόπουλα και λείπουν τρεις λεβέντες!  

- Χαρά στις μάνες που τους έκαμαν!

Ο γέρο- προεστός που είχε σταθεί και αφουγκραζόταν* τί έλεγαν οι χωριανοί φώναξε: - Ω ρε παιδιά, ποιος σας τις έφερε αυτές τις κουβέντες; Μη μιλάτε μωρέ παιδιά από την καρδιά σας*, θα σας δοκιμάσει ο Θεός!

- Είναι αλήθεια μπάρμπα αυτά που λέμε, είναι αλήθεια! 

-Τους είδες με τα μάτια σου εσύ; τον ρώτησε ο γέρο-προεστός με δυσπιστία.

-Τους είδα και μίλησα μαζί τους και μου τα είπαν όλα! Αλήθεια είναι!

 - Ωρέ! Δεν έχει κανένας από σας άρματα*; βροντοφώναξε ο γέρο-προεστός πνιγμένος από τη χαρά του. Η Πασχαλιά θέλει αρνιά, ο Άι-Γιώργης κατσίκια, ο γάμος κριάρια και η λευτεριά ντουφέκια. Δεν έχει κανένας από σας άρματα να ρίξουμε, να χαιρετίσουμε τη λευτεριά; 500 χρόνια δουλεία ρε παιδιά και να μην έχουμε σήμερα ένα τουφέκι να ρίξουμε και να καλωσορίσουμε τη λευτεριά;

-Αμ' τί ρωτάς; Να μη ρωτάς, απολογήθηκε ένας. Δε μας τα πήραν όλα οι Τούρκοι; Ποιανού αφήκαν ντουφέκι ή μπιστόλα;

- Ωρέ δεν έχει κανένας ένα παλιοντούφεκο, μια παλιομπιστόλα; ξαναρώτησε ο προεστός.

- Υπομονή γέροντα, σε λίγο θα φτάσουν τα παλικάρια και θα 'χεις ντoυφέκια και φυσέκια όσα θέλεις, χάρισμα!

-Μωρέ εγώ τούτη τη στιγμή το θέλω. Τί να το κάνω ύστερα; Έχει κανένας σας ένα παλιοντούφεκο για μια φορά και του το γυρίζω πίσω! Ένα διαλεχτό αρνί δίνω για ένα παλιοντούφεκο γεμάτο.

Τότε ζυγώνει* μια γριά και του λέει: -Δίνεις τ' αρνί;

-Μωρ' έχεις άρματα γερο-Τόλαινα; 

-Μα το ξύλο που 'χω φάει από τους Τούρκους να μη το μαρτυρήσω!

-Ντουφέκι είναι; 

- Ναι, του μακαρίτη κι άρχισε να κλαίει. 

-Άφησε τα κλάματα γριά και σύρε* να μου φέρεις το τουφέκι από το σπίτι να σου δώσω το αρνί. 

Όλο το χωριό ήταν τρελό από τη χαρά του από τα λόγια από τα φερσίματα, από το περπάτημα, νόμιζε κανείς πως όλος εκείνος ο κόσμος είχε φάει το ζουρλόχορτο. Πασχαλιά μας την έστειλε ο μεγαλοδύναμος τη χαρά της λευτεριάς! έλεγαν. Τέτοιο καλό δεν μπορούσε να έρθει άλλη μέρα παρά Πασχαλιά. Δύο Πασχαλιές αλήθεια! Η μια του Χριστού και η άλλη της σκλαβωμένης πατρίδας. Μεγάλη μέρα! Δοξασμένος να 'ναι ο Κύριος! 

Όταν ο πάρεδρος έφτασε στο σπίτι του βρήκε στην αυλόπορτα τη γριά με το τουφέκι στα χέρια να περιμένει. Μόλις την είδε ρίχτηκε πάνω της να της το πάρει.

- Πρώτα τ' αρνί, του φωνάζει η γριά. 

-Για ένα αρνί κάνεις έτσι γριά; Εγώ τέτοια μέρα σφάζω όλο το κοπάδι και το σπίτι καίω ακόμα, απάντησε εκείνος, σαν να τον πρόσβαλε η απάντηση της γριάς κι έκραξε* ένα εγγόνι του, 15-16 χρονώ, που είχε ανέβει σπίτι: -Κίτσο, ώρε Κίτσο! Να πεταχτείς στη στάνη και να ξεκόψεις 15-20 αρνιά και να τα φέρεις εδώ. Και να διαλαλίσεις σ' όλο το χωριό, όποιος δεν έχει αρνί να 'ρθει στο σπίτι μου τα πάρει!

Η γρια όμως με όλα αυτά που γινόνταν κρατούσε το τουφέκι με τα δύο χέρια και δεν το έδινε πριν πάρει το αρνί.

- Δεν το δίνω ακόμα, εγώ θέλω τ' αρνί πρώτα! 

Δεν πέρασε πολύ ώρα και νάσου έφτασε ο Κίτσος με ένα κοπάδι αρνιά.

-Το καλύτερο της γριάς! φώναξε ο προεστός και στη στιγμή ο πιστικός* άρπαξε ένα λάγιο αρνί από τον λαιμό με μια βούλα άσπρη στο μέτωπο σαν τον Αυγερινό που αχνοφαινόταν πια εκείνη την ώρα, γιατί ο ήλιος σκόρπιζε λαμπρό το φως του στον ουρανό.

Εκείνη αρπάζει με το ένα χέρι το αρνί και με τ' άλλο τρεμάμενο δίνει το τουφέκι στου προεστού τα χέρια, από φόβο μην ήταν ψέμα το τάξιμο. Ύστερα από τη γριά πήραν από ένα αρνί όσοι δεν είχαν και περίμεναν ακίνητοι.

- Γεμάτο είναι;

 -Γεμάτο, όπως τ' άφησε ο μακαρίτης. Μπορεί να 'ναι και πέντε χρόνια από τότε. Φοβούμαι μη δεν πάρει φωτιά* και ντροπιαστώ.

Σηκώνει το λύκο* και λέει: - Χριστός Ανέστη αδέρφια, Χριστός Ανέστη Καλώς μας ήρθε η λευτεριά!

Το παλιοντούφεκο βρόντηξε και τράβηξε όλο το χωριό και με το βρόντημά του σωριάστηκε κάτω και ο προεστός άψυχος. Ρίχνονται πάνω του δικοί του και ξένοι, του ρίχνουν νερό, τίποτα, είχε ξεψυχήσει μ' ένα χαμόγελο στα χείλη. Τον είχε σκοτώσει η χαρά της λευτεριάς!


* αγαλιασμό=αγαλίαση, νιοι = οι νέοι, νιες =οι νέες, ζερβί=αριστερό, αφουγκραζόταν= άκουγε με προσοχή, μη λέτε αυτά από την καρδιά σας= μη λέτε ψέμματα, άρματα=όπλα, σύρε=πήγαινε, ζυγώνει=πλησιάζει, έκραξε =φώναξε,πιστικός= ο έμπιστος υπηρέτης, ο επιστάτης, πάρει φωτιά=πυροβολήσει, λύκος του όπλου= ο επικρουστήρας ο "κόκορας",

Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

Οι εννιά αγριόκυκνοι και η ωραία Ελένη

 


Μια φορά και έναν καιρό ήτανε μία βασίλισσα και είχε εννιά γιους και μία κοπέλα. Πέθανε η βασίλισσα και έμειναν τα παιδιά ορφανά. Παντρεύτηκε ο βασιλιάς και πήρε μια άλλη γυναίκα, πολύ κακή, που δε μπορούσε ούτε να βλέπει τα παιδιά.

Κάποια μέρα πήγε στη νέα βασίλισσα μια γριά μάγισσα και της είπε πως μπορεί να μαγέψει τα παιδιά να γίνουνε πουλιά, να φεύγουν και να μη βρίσκονται συνέχεια στα πόδια της.

 Έτσι κι έγινε. Την πρόσταξε η βασίλισσα και τα μάγεψε κι έγιναν όμορφοι αγριόκυκνοι. Όλη μέρα γύριζαν στον κόσμο και το βράδυ πήγαιναν σπίτι. Όμως και πάλι, όταν έβλεπε η βασίλισσα ήθελε να τα χαλάσει.

Μια μέρα οι κύκνοι πλέξανε ένα στρώμα από ψαθί και βάλανε μέσα την αδερφή τους, Ελένη τη λέγανε, και φύγανε μακριά. Ο ένας πήγαινε πάντα πάνω από την κοπέλα να της κάνει ίσκιο με τα φτερά του, να μην την καίει ο ήλιος. Πήγαιναν πάνω από τη θάλασσα, λιγώσαμε και κάτσανε να ξεκουραστούν σε ένα μικρό νησάκι. Τόσο μικρό ήταν αυτό το νησάκι, που μόλις τους έπαιρνε με το στανιό, τον έναν δίπλα στον άλλο. Περάσανε εκεί τη νύχτα και την αυγή σηκωθήκανε, πήραν το στρώμα από τις τέσσερις άκρες και φύγανε. Πήγαιναν, πήγαιναν και φτάσανε σε ένα άγριο μέρος. Εδώ, είπανε, είναι καλά να κάτσουμε. Κάτσανε και αρχίσανε να γυρεύουν κατοικία. Βρήκανε μία σπηλιά κοντά στο βουνό που ήταν γεμάτη αγκάθια. Την πάστρεψαν, την έφκιασαν και βάλανε την όμορφη Ελένη να κάθεται εκεί μέσα. Εκείνοι όλη μέρα γυρίζανε και φρόντιζαν να πηγαίνουν φαΐ στην αδερφή τους.

Η Ελένη περνούσε πολύ ωραία, αλλά η λύπη της ήτανε που δεν μπορούσε να σώσει τους αδερφούς της και να τους κάνει πάλι ανθρώπους. Μια νύχτα που κοιμόταν είδε στον ύπνο της μία γριά και βάσταγε στο χέρι της μία τσουκνίδα και της λέει: «Θέλεις να σώσεις τους αδερφούς σου; Εδώ γύρω στη σπηλιά είναι πολύ τσουκνίδα. Να βγεις να μαζώξεις και να την πατήσεις ξυπόλητη, να την κάνεις κλωστή και μ’ αυτή να κάνεις εννιά φορέματα να τα φορέσουνε οι αδερφοί σου και έτσι θα τους γλιτώσεις. Θα ξαναγίνουν παλικάρια. Αλλά άκουσε να σου πω: δεν θα μιλήσεις καθόλου, γιατί αν μιλήσεις χάθηκες. Θα πεθάνουν τα αδέρφια σου». Και της δίνει μία με την τσουκνίδα κι έφυγε.

Από τον πόνο η Ελένη ξύπνησε κι άρχισε αμέσως τη δουλειά. Βγήκε, μάζεψε ένα σωρό τσουκνίδες και άρχισε να τις πατεί με τα πόδια της. Απ’ της τσουκνίδας τ’ αγκάθια τα χέρια και τα πόδια της γέμισαν φουσκάλες και πληγές. Το βράδυ γύρισαν τ’ αδέρφια της και την είδανε που δούλευε, αλλά εκείνη δεν τους μίλησε. Μόλις παρατηρήσανε τα χέρια και τα πόδια της, αρχίσανε να κλαίνε και τα δάκρυά τους, που πέφτανε πάνω στις πληγές, τις γιατρεύανε.

Μια μέρα ο βασιλιάς πήρε τους υπηρέτες του και πήγε για κυνήγι. Τα σκυλιά τον πήγανε προς στη σπηλιά που ήτανε η Ελένη και αρχίσανε να αλυχτάνε. Ο βασιλιάς πήγε κοντά και βλέπει τη σπηλιά, μπαίνει μέσα και τί να δει: Μία όμορφη κόρη να εργάζεται. Της μίλησε κι αυτή δεν του μίλησε. Τότε ο βασιλιάς είπε με το νου του πως θα είναι μουγκή, αλλά τόσο όμορφη ήτανε, που είπε στους υπηρέτες του να την πάρουνε στο παλάτι.

Την πήρανε και την πήγαν στο παλάτι, μα πήρε η Ελένη μαζί της τα φορέματα που είχε φτιαγμένα και την κλωστή που είχε μαζεμένη. Άμα την πήγανε στου βασιλιά το παλάτι, τη βάλανε να κάτσει σε μία κάμαρα που έβλεπε κατά το περιβόλι. Εκείνη άρχισε πάλι τη δουλειά της κι έβγαινε τη νύχτα και μάζευε τσουκνίδες και τις έκανε κλωστή για να ’χει να υφαίνει την ημέρα τα φορέματα για τους κύκνους.

Ένα βράδυ που μάζευε τσουκνίδα την είδε μία υπηρέτρια και πάει στον βασιλιά και του λέει: «Η γυναίκα σου είναι μάγισσα, βγαίνει τη νύχτα και κάνει μάγια στο φεγγάρι με τα χόρτα».  Ο βασιλιάς δεν την πίστεψε κι ένα βράδυ την παραμόνεψε. Κι αλήθεια, την είδε ο βασιλιάς να μαζεύει χόρτα. Την πήρε και την έβαλε στη φυλακή και την άλλη μέρα διέταξε να την κάψουν, όπως κάνανε στις μάγισσες τον παλιό καιρό.

Η Ελένη ήθελε να τελειώσει δύο φορέματα ακόμη κι ακόμα και στη φυλακή συνέχισε αμίλητη να δουλεύει. Την άλλη μέρα άρχισαν να διαλαλούν στη χώρα για το θάνατο της μάγισσας. Τ’ ακούσαμε και τ’ αδέρφια της και κινήσανε κι εκείνα να πάνε να δούνε. Στην πλατεία ετοίμασαν σωρούς ξύλα για να την κάψουν. Την άλλη μέρα μαζεύτηκε κόσμος και κοσμάκης να τη δει την τιμωρία της Ελένης. Εκείνη πήρε μαζί της και τα φορέματα. Όταν ήταν έτοιμοι να βάλουν τη φωτιά, άκουσαν μία μεγάλη βουή να έρχεται από μακριά. Κοιτάζουνε και τί να δούνε; Οι εννιά αγριόκυκνοι να ’ρχονται και πήγανε και κάτσανε κοντά στο μέρος που ήθελαν να κάψουν τη μάγισσα. Εκείνη μόλις τους είδε πέταξε πάνω στ’ αδέρφια της τα ρούχα που είχε κάνει και τα πουλιά αμέσως έγιναν άνθρωποι όπως πρώτα.

Εκείνη έπειτα μίλησε και είπε όλη την περιπέτεια που πέρασε για να σώσει τα αδέρφια της. Τα ξύλα δε, που είχαν για να την κάψουν, έγιναν τριανταφυλλιές που μοσχοβολούσαν σε όλο το μέρος. Τότε ήρθε και ο βασιλιάς, πήρε την Ελένη και τ’ αδέρφια της και πήγαν στο παλάτι και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!


Μαριέττα Μινώτου, Λαϊκά Παραμύθια της Ζακύνθου,εκδ. Τρίμορφο, Ζάκυνθος 2012.

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ! ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΑ ΔΩΡΕΑΝ ΟΝ LINE (AΠΟ ΤΙΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ eBooks4Greeks.gr

Διαβάστε παρακάτω χριστουγεννιάτικα βιβλία για παιδιά από σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες από τις ηλεκτρονικές εκδόσεις eBooks4Greeks.gr 


Πατήστε επάνω στην εικόνα το κουμπί scroll (το τρίτο από αριστερά)  για να τα διαβάσετε on line. Μεγαλώστε την εικόνα (πλήρη οθόνη) και με τη ροδέλα του ποντικιού ή από τη μπάρα δεξιά του πλαισίου ή με βελάκι κάτω δείτε τις σελίδες μία προς μία.
Καλή ανάγνωση!



ΘΑ ΕΡΘΕΙ ΑΡΑΓΕ ΦΕΤΟΣ Ο ΑΪ ΒΑΣΙΛΗΣ; (παραμύθι) – από την Αναστασία Γκούγκα


Μύρισαν Χριστούγεννα! Όλα τα παιδάκια του κόσμου, από τα πιο μικρά μέχρι και τα πιο μεγάλα, περιμένουν με τεράστια ανυπομονησία τα Χριστούγεννα. Φέτος όμως, θα είναι πολύ διαφορετικά για όλο τον κόσμο λόγω της πανδημίας που επικρατεί…

Συγγραφείς: Αναστασία Γκούγκα
Εικονογράφηση: Αναστασία Γκούγκα
Ιδιωτική έκδοση, Έτος έκδοσης: 2020, ISBN: 978-618-00-2560-6, σελίδες 27.

Θα έρθει άραγε φέτος ο 'Αι Βασίλης; (παραμύθι) - Αναστασία Γκούγκα

 

Ο ΑΧΘΟΦΟΡΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ (παραμύθι) – της Αλεξίας Βόγδου


Κοζάνη, Δεκέμβριος 1957… Τα παραθυλόφυλλα δεν άνοιγαν σήμερα το πρωί. Το χιόνι που έπεφτε όλο το βράδυ τα σκέπασε σαν λευκοκεντημένο πάπλωμα. Μόλις κατάλαβε η μητέρα πως ξύπνησα, με φώναξε αμέσως…

Συγγραφέας: Αλεξία Βόγδου
Έκδοση: Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, Έτος έκδοσης: 2020
Μέγεθος: σελ. 16.

Ο αχθοφόρος Βασιλιάς (παραμύθι) - Αλεξία Βόγδου

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΑΗ ΒΑΣΙΛΗ – Αλεξάνδρα-Νικολέττα Γογγάκη

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΑΗ ΒΑΣΙΛΗ – από την Αλεξάνδρα-Νικολέττα Γογγάκη

Όλα, μα όλα τα παιδιά του κόσμου, από τα πιο φτωχά μέχρι και τα πιο πλούσια, ονειρεύονται να ζήσουν κάθε Χριστούγεννα αυτό το γλυκό παραμύθι, του να γνωρίσουν από κοντά εκείνο τον καλοκάγαθο κυριούλη με την άσπρη γενειάδα που ταξιδεύει με το αερόστατο…

Συγγραφέας: Αλεξάνδρα – Νικολέττα Γογγάκη
Επιμέλεια – εικονογράφηση: Ιωάννης Καρόζης
Ιδιωτική έκδοση, 2020, Μέγεθος: σελ. 14

Το ταξίδι του Άη Βασίλη - Αλεξάνδρα – Νικολέττα Γογγάκη


ΓΡΑΜΜΑ ΑΠ’ ΤΟΝ ΑΗ ΒΑΣΙΛΗ – Ντέμη Ρούσσα

ΓΡΑΜΜΑ ΑΠ’ ΤΟΝ ΑΗ ΒΑΣΙΛΗ – από τη Ντέμη Ρούσσα


Τι καλά! Ναι! Τι καλά! Έρχονται Χριστούγεννα! Πόσο ανυπομονώ, γράμματα πολλά να δω, να ‘ρθουν από τα παιδάκια! Αχ, τα καλικαντζαράκια θα δουλέψουνε σκληρά, να ‘χουν όλα τα παιδιά πρόσωπα χαρούμενα…

Συγγραφέας: Ντέμη Ρούσσα
Ιδιωτική έκδοση. Έτος έκδοσης: 2020
Μέγεθος: σελ. 14 

Γράμμα ΕΠΕΙΓΟΝ για τον Άγιο Βασίλη – Άννα Πήλιου


Γράμμα ΕΠΕΙΓΟΝ για τον Άγιο Βασίλη – από την Άννα Πήλιου


Πλησιάζουν οι γιορτές. Η πόλη έχει φορέσει τα γιορτινά της στολίδια. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο στο σπίτι είναι στολισμένο με πολύχρωμα μπαλάκια, καμπανούλες, αγγελάκια και πολλά λαμπερά φωτάκια. Όλοι είναι χαρούμενοι….

Συγγραφέας: Άννα Πήλιου, Εικονογράφηση: Σύλβια Πάλλη
Έκδοση ebook: Σαΐτα, 2013, ISBN: 978-618-5040-49-9, Μέγεθος: σελ. 28

Γράμμα ΕΠΕΙΓΟΝ για τον Άγιο Βασίλη - από την Άννα Πήλιου

ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΣΕΝΤΟΝΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ – Ιορδάνα Στεργίου (ebook & audiobook)

ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΣΕΝΤΟΝΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ – της Ιορδάνας Στεργίου 

Η Ντίνα κόλλησε έναν καινούριο άτακτο ιό και βρίσκεται σε καραντίνα. Είναι, όμως, στενοχωρημένη γιατί φοβάται μήπως ο Αϊ Βασίλης δεν κατορθώσει να μοιράσει δώρα εξαιτίας του ιού…

Συγγραφείς: Ιορδάνα Στεργίου
Εικονογράφηση: Αναστάσιος Ζέρβας
Ιδιωτική έκδοση, 2020, ΙSBN: 978-618-00-2505-7, 

Μέγεθος: σελ. 22 


Το μαγικό σεντόνι της Πρωτοχρονιάς - Ιορδάνα Στεργίου  
Η πολιτεία που δεν είχε Χριστούγεννα – Ευρυδίκη Αμανατίδου (ebook & audiobook)

Η πολιτεία που δεν είχε Χριστούγεννα – Ευρυδίκη Αμανατίδου (ebook & audiobook)


Πώς είναι να ζεις σε μία γκρίζα και σιωπηλή πολιτεία; Πώς γίνεται οι μόνες παιδικές φωνές που ακούγονται να βγαίνουν μέσα από την οθόνη της τηλεόρασης; Μουντά χρώματα, κουρασμένα βήματα….

Συγγραφέας: Ευρυδίκη Αμανατίδου
Εικονογράφηση: Μαίρη Λαμπαδαρίου
Έκδοση ebook: Σαΐτα, 2012
ISBN: 978-618-80220-6-5
Μέγεθος: σελ. 25 

Η πολιτεία που δεν είχε Χριστούγεννα - Ευρυδίκη Αμανατίδου  

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΣΤΟ ΜΑΞΙΛΑΡΙ: ΜΙΑ XΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ – Στέλιος Εμμανουηλίδης

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΣΤΟ ΜΑΞΙΛΑΡΙ: ΜΙΑ XΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ – γράφει ο Στέλιος Εμμανουηλίδης


Μια πανέμορφη αλλά κρύα νύχτα έφτασε πάλι στην πόλη Λουλέτα. Οι καμινάδες των σπιτιών βγάζουν καυτό γκρι καπνό αφήνοντας πάνω από την πόλη ένα μεγάλο σύννεφο….

Συγγραφή: Στέλιος Εμμανουηλίδης
Ιδιωτική έκδοση 2020. Μέγεθος: σελ. 10 

Ο Θησαυρός στο μαξιλάρι: Μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία - Στέλιος Εμμανουηλίδης
Στη Βουνοπλαγιά της Χαράς (ebook & audiobook)

"Στη Βουνοπλαγιά της Χαράς" της Κατερίνας Παπαφράγκου


Σε μια βουνοπλαγιά μακριά από τη φασαρία της πόλης, τα έλατα μιλάνε, κάνουν φίλους τους τα ζώα και γλεντάνε. Εκεί κάπου ψηλά στέκεται όμορφο κι ένα έλατο, ο Αστρένιος, που λαμπυρίζει τη νύχτα σαν αστέρι. Έχει φίλους του τα δέντρα αλλά και τα υπόλοιπα ζωάκια του δάσους και κάθε βράδυ μαζεύονται όλοι μαζί και χαίρονται να διασκεδάζουν ο ένας πλάι στον άλλο. Μέχρι που ένας κότσυφας προμηνύει τα Χριστούγεννα. Τα έλατα γνωρίζουν τη συνήθεια των ανθρώπων να τα κόβουν για να τα στολίσουν και τρέμουν στην ιδέα. Μακριά από τη βουνοπλαγιά, σε ένα έρημο παγωμένο ξέφωτο, μένει μόνο του ένα άλλο μοναχικό έλατο με κορμό σαν χοντρό κούτσουρο, ο Μαΐστρο. Είναι εκεί μέρα και νύχτα και παρατηρεί παγωμένο τον Αστρένιο να χαίρεται με τους φίλους του στη χαρούμενη βουνοπλαγιά. Μέχρι που η ζήλεια του θολώνει τη σκέψη και αποφασίζει να του κάνει κακό. Ένας ξυλοκόπος τότε βρίσκεται στο δρόμο του και γίνεται η αίτια να κινδυνεύσει πολύ ο Αστρένιος. Όμως στο τέλος, ένα όνειρο και η τύχη κάνει τα δυο έλατα να αγαπηθούν και να γίνουν παντοτινοί φίλοι στην αλυσίδα της φύσης. Ένα παραμύθι που μιλάει για τη φιλία και τον σεβασμό στο περιβάλλον.

Συγγραφέας: Κατερίνα Παπαφράγκου. Εικονογράφηση: Ερμιόνη Κοντολαιμάκη
Έκδοση ebook: Σαΐτα, 2012, ISBN: 978-618-80394-3-8
Μέγεθος: σελ. 34 

Στη Βουνοπλαγιά της Χαράς - Κατερίνα Παπαφράγκου

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Παιδική χριστουγεννιάτικη ιστορία: "Το ανηψάκι του Αϊ - Βασίλη" της Μαρίας Βελέτα - Βασιλειάδου. Δωρεάν ανάγνωση

 


Συγγραφέας: 
Μαρία Βελέτα - Βασιλειάδου
Φέτος επειδή ο Αϊ - Βασίλης έχει γρίπη δε θα μοιράσει εκείνος τα δώρα αλλά το ανιψάκι του, το Αϊ - Βασιλάκι. Στην αρχή εκείνο δεν ήθελε γιατί πάθαινε ελκηθροφοβία και καμιναδοφοβία. Πολύ γρήγορα όμως ξεπέρασε τους φόβους του και γέμισε χαρά, όταν σκέφτηκε ότι φέτος θα' κανε στα παιδιά τέτοια δώρα που δεν τους είχε χαρίσει ποτέ κανένας. Τι δώρα; Χαμόγελα. Έτσι όσο και αν τους στενοχωρούσαν οι μεγάλοι, εκείνα θα χαμογελούσαν. Βέβαια το Αϊ - Βασιλάκι δεν ξέχασε τους παππούδες και τις γιαγιάδες. Τι δώρα έκανε σ' εκείνους; Τους έκανε ξανά παιδιά τη βραδιά της Πρωτοχρονιάς. Φαντάζεστε λοιπόν τι έγινε όταν πήραν όλοι τα δώρα τους; 
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
Εικονογράφηση:ΒΑΡΒΑΡΟΥΣΗ ΛΗΔΑ,  εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000
Μπορείτε να διαβάσετε το βιβλίο στην οθόνη της συσκευής σας πατώντας εδώ: (ίσως απαιτείται εγγραφή)

Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Πασχαλιάτικα παραμύθια (και όχι μόνο) από τον "Μικρό Αναγνώστη". Διαβάστε τα online, δωρεάν και με αφήγηση!


Εξώφυλλο του βιβλίου ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑΛΗ - OPEN BOOK που παρουσιάζεται στο NOESI.gr.

Το Πάσχα του Πασχάλη!

Η οικογένεια του μικρού Πασχάλη μετακομίζει. Εκείνος ...αντιπαθεί τις αλλαγές. Με το ζόρι θα αφήσει το δωμάτιό του, θα χάσει τους αγαπημένους φίλους του, θα πάει σε νέα γειτονιά. Ευτυχώς ...είναι Πάσχα!
Ένα παραμύθι της Μαρίας Ανδρικοπούλου, με αφήγηση και θαυμάσιες φωνές ηρώων που ακούτε ενώ ξεφυλλίζετε! ...και διαβάζετε online! Δείτε το εδώ!


 

Όταν η πασχαλίτσα συνάντησε ελέφαντα

 Του Χρήστου Μπουλώτη


Εικονογράφηση: Μαρία Μπαχά
Εκδόσεις: Λιβάνη
Διαβάζει η ηθοποιός: Τζίνα Θλιβέρη
 Ξεφυλλίστε το ενώ το ακούτε εδώ!


Ιστορίες που τις είπε η Πέτρα

Ένα ευρηματικό ιστορικό παραμύθι που δίνει την ευκαιρία στα σημερινά παιδιά να προσεγγίσουν την αρχαιότητα, γοητεύοντας ταυτόχρονα τους μεγάλους.
Το "Ιστορίες που τις είπε η Πέτρα" είναι το πρώτο από μια φιλόδοξη νέα σειρά των εκδόσεων "Αερόστατο" που επιχειρεί να καλύψει μια μεγάλη σε σπουδαιότητα και διάρκεια περίοδο της ιστορίας μας, την αρχαιότητα και να πείσει μικρούς και μεγάλους ότι η ιστορία δεν είναι μόνο μάθημα.

 Ακούστε το "Ιστορίες που τις είπε η Πέτρα" με ζωντανή αφήγηση εδώ και ξεφυλλίστε το online!





Εξώφυλλο του βιβλίου Ο ΣΚΑΝΤΖΟΧΟΙΡΟΣ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΤΟΝ ΧΑΪΔΕΨΟΥΝ - OPEN BOOK που παρουσιάζεται στο NOESI.gr


"Ο Σκαντζόχοιρος που ήθελε να... τον χαϊδέψουν"!

Ένα παραμύθι της Κατερίνας Αναγνώστου, σε αφήγηση για παιδιά! ...που ακούτε ενώ ξεφυλλίζετε! ...και διαβάζετε online!
Το OpenBook και θα σας βοηθήσει να βρείτε συγκεντρωμένα βιβλία, που διατίθενται δωρεάν online.

* Όλα τα βιβλία που περιέχονται στον κατάλογο της Ανοικτής Βιβλιοθήκης διανέμονται ελεύθερα και νόμιμα στο Διαδίκτυο από τους δημιουργούς ή τους εκδοτικούς οίκους. Τα έργα της ενότητας Κλασική Λογοτεχνία είναι ελεύθερα πνευματικών δικαιωμάτων.





Εξώφυλλο του βιβλίου Η ΠΟΥΠΟΥ ΚΑΙ Η ΚΑΡΛΟΤΑ - OPEN BOOK που παρουσιάζεται στο NOESI.gr

"Η Πουπού η αλεπού ...και η κότα η Καρλότα"!

Ένα παραμύθι του Ευγένιου Τριβιζά, σε απίθανη αφήγηση για παιδιά! ...που ακούτε ενώ ξεφυλλίζετε! ...και διαβάζετε online!
Τελεια ιδέα. Εχω 'ενα γιο 9 ετών που δεν τα καταφερνει στην εκθεση και δεν του αρεσει να διαβαζει βιβλια μονο να του διαβαζουν ενθουσιάζεται. Ξετρελλάθητε με το site. Ελπιζω να τον βοηθησει και στην εκφραση επισης. Συγζαρητηρια πολλά σε οποιον το σκεφθηκε και επλιζω να πλουτησει η συλλογη βιβλιων. 
Ευτυχία Παπαδοπούλου




  Τα αδέσποτα: Η Μίνα

Τα αδέσποτα πάνε μία βόλτα στους δρόμους! Και ο Αστέρης Πελτέκης δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας: Το καλύτερο σκυλολόι κυκλοφορεί αδέσποτο στην Αθήνα και μας περιγράφει την ιστορία της. Περιπλανιέται από το Πολυτεχνείο, το Μουσείο, την Ακαδημία, το Πανεπιστήμιο, τη Βουλή, το Προεδρικό Μέγαρο και το Μέγαρο Μαξίμου, στα Εξάρχεια και στον Εθνικό Κήπο. Ο κατάλογος OpenBooks στη διάσημη σελίδα μας "Παιδικά παραμύθια! Online, δωρεάν, με αφήγηση!" παίρνει το απόλυτο 10άρι στην αφήγηση παραμυθιού!Τα αδέσποτα της Σοφία Ζαραμπούκα.

Της Σοφίας Ζαραμπούκα
ISBN: 9789605010157
Σελίδες: 60 - Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Ημερομηνία έκδοσης: 01/08/2010
Αφήγηση: Αστέρης Πελτέκης (το καλύτερο "γουβ" που έχετε ακούσει σε ...παραμύθι)
 Ξεφυλλίστε το ενώ το ακούτε εδώ!

 

 

  

 

Ο αθάνατος γαϊδαράκοςΟ αθάνατος γαϊδαράκος

Της Μάρως Λοΐζου
Εκδότης: Πατάκης
Εικονογράφηση: Κατερίνα Βερούτσου
Σελίδες: 43
ISBN: 9789601605418
 Ξεφυλλίστε το ενώ το ακούτε εδώ!





Κυριακή 12 Απριλίου 2020

ΠΑΣΧΑ ΣΤΑ ΠΕΛΑΓΑ – Πασχαλινό διήγημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα

Πάσχα στα πέλαγα Ανδρέας Καρκαβίτσας - Πασχαλινό διήγημα

«Πάσχα στα πέλαγα» – Πασχαλινό διήγημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα

                                       πηγή: eBooks4Greeks.gr - Βιβλια

 Γράφει η Ελένη Μπουγάκη,

Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας (1865 – 1922) θεωρείται ένας από τους τρεις μεγάλους εκπροσώπους της ηθογραφίας, μαζί με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον Γεώργιο Βιζυηνό και ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Τα πιο γνωστά έργα του είναι το μυθιστόρημα «Ο ζητιάνος», και η συλλογή διηγημάτων «Λόγια της πλώρης». Δυο έργα με τα οποία ο Καρκαβίτσας κατέκτησε μια θέση στους κορυφαίους της νεοελληνικής πεζογραφίας. Αυτά τα δύο έργα έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές χώρες του εξωτερικού. 
Στη συλλογή «Διηγήματα του γυλιού» βρίσκουμε το διήγημα «Πάσχα στα πέλαγα». Το πασχαλινό διήγημα, περιγράφει την Ανάσταση των ναυτικών εν πλω:
Είναι νύχτα και το πλοίο ταξιδεύει στο σκοτεινό πέλαγος. Επικρατεί ησυχία καθώς οι επιβάτες και το πλήρωμα που δεν βρίσκεται σε υπηρεσία είναι στα κρεβάτια τους. Τα μεσάνυχτα ακούγονται χαρμόσυνα οι καμπάνες του πλοίου. Τα πυροτεχνήματα που ρίχνει ο ναύκληρος και τα κεριά έκαναν το καράβι να λάμπει μέσα στο σκοτάδι. Μέσα σε ένα κλίμα κατάνυξης, πλοίαρχος, πλήρωμα και επιβάτες ψάλλουν το «Χριστός Ανέστη»….

                        Πάσχα στα πέλαγα

                                                             (Στην κοινή νεοελληνική)
              Το πλοίο ολοσκότεινο έσκιζε τα νερά ζητώντας ανυπόμονα το λιμάνι του. Δεν είχε άλλο φως παρά τα δυο χρωματιστά φανάρια ζερβόδεξα της γέφυρας· ένα άλλο φανάρι άσπρο, αχτινοβόλο, ψηλά στο πλωριό κατάρτι και άλλο ένα μικρό πίσω στην πρύμνη του. Τίποτε άλλο. Οι επιβάτες όλοι ξαπλωμένοι στις καμπίνες τους, άλλοι παραδομένοι στον ύπνο και άλλοι στους συλλογισμούς. Οι ναύτες και οι θερμαστές, όσοι δεν είχαν υπηρεσία, κοιμόνταν βαριά στα κρεβάτια τους. Ο καπετάνιος με τον τιμονιέρη ορθοί στη γέφυρα, μαύροι ίσκιοι, σχεδόν ανάεροι, έλεγες ότι ήταν πνεύματα καλόγνωμα, που κυβερνούσαν στο χάος την τύχη του τυφλού σκάφους και των κοιμισμένων ανθρώπων. Έξαφνα η καμπάνα της γέφυρας σήμανε μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα σήμανε και η καμπάνα της πλώρης. Το καμπανοχτύπημα γοργό, χαρούμενο, επέμενε να ρίχνει τόνους μεταλλικούς περίγυρα, κάτω στη σκοτεινή θάλασσα και ψηλά στον αστροφώτιστο ουρανό, και να κράζει όλους στο κατάστρωμα. Και μεμιάς το σκοτεινό πλοίο πλημμύρισε από φως, θόρυβο, ζωή. Άφησε το πλήρωμα τα κρεβάτια του και οι επιβάτες τις καμπίνες τους.
Εμπρός στην πλώρη και στην πρύμνη πίσω, ανυπόμονα έφευγαν από τα χέρια του ναύκληρου τα πυροτεχνήματα, έφταναν, λες, τ’ αστέρια, και έπειτα έσβηναν στην άβυσσο.
Τα ξάρτια, τα σχοινιά, οι κουπαστές έλαμπαν, σαν επιτάφιοι από τα κεριά. Και δεν ήταν εκείνη τη στιγμή το καράβι παρά ένα μεγάλο πολυκάντηλο, που έφευγε πάνω στα νερά σαν πυροτέχνημα.
Η γέφυρα στρωμένη με μια μεγάλη σημαία έμοιαζε Άγια Τράπεζα. Ένα κανίστρι με κόκκινα αυγά και ένα με λαμπροκούλουρα επάνω. Ο πλοίαρχος σοβαρός με ένα κερί αναμμένο στο χέρι άρχισε να ψάλλει το «Χριστός Ανέστη». Το πλήρωμα και οι επιβάτες γύρω του ξεσκούφωτοι και με τα κεριά στα χέρια ξανάλεγαν το τροπάρι ρυθμικά και με κατάνυξη.
― Χρόνια πολλά, κύριοι!… Χρόνια πολλά, παιδιά μου!… ευχήθηκε, άμα τελείωσε τον ψαλμό, γυρίζοντας πρώτα στους επιβάτες και έπειτα στο πλήρωμα ο πλοίαρχος.
― Χρόνια πολλά, καπετάνιε, χρόνια πολλά!… Απάντησαν εκείνοι ομόφωνα.
― Και του χρόνου στα σπίτια σας, κύριοι! Και του χρόνου στα σπίτια μας, παιδιά, ξαναείπε ο πλοίαρχος, ενώ ένα μαργαριτάρι στην άκρη των ματιών του.
― Και του χρόνου στα σπίτια μας, καπετάνιε.
Έπειτα πέρασε ένας ένας, πρώτα οι επιβάτες, έπειτα το πλήρωμα, πήραν από το χέρι του το κόκκινο αυγό και το λαμπροκούλουρο και άρχισαν πάλι οι ευχές και τα φιλήματα.
― Χριστός Ανέστη!
― Αληθινός ο Κύριος!
― Και του χρόνου σπίτια μας!
Oι επιβάτες τράβηξαν στις θέσεις τους να φάνε τη μαγειρίτσα. Οι ναύτες ζευγαρωτά στους διαδρόμους τσούγκριζαν τ’ αυγά τους, γελούσαν, σπρώχνονταν μεταξύ τους, έτρωγαν λαίμαργα, καλοχρονίζονταν σοβαρά και κοροϊδευτικά.
Έπαψε το καμπανοχτύπημα· ένα ένα έσβησαν τα κεριά. Το καράβι βυθίστηκε πάλι στην ησυχία του. Ο καπετάνιος και ο τιμονιέρης καταμόναχοι πάνω στη γέφυρα, πνεύματα, θαρρείς, ανάερα, εξακολουθούσαν τη δουλειά τους σιωπηλοί και άγρυπνοι.
― Ένα κάρτο μαΐστρο!
― Μαΐστρο!
― Γραμμή!
― Γραμμή!
Και το πλοίο ολοσκότεινο πάλι εξακολούθησε να σκίζει τα νερά, ζητώντας ανυπόμονα το λιμάνι του.

 Πάσχα στα πέλαγα

          (Από την α΄ έκδοση της Εστίας, 1922)

              Τὸ πλοῖο ὁλοσκότεινο ἔσχιζε τὰ νερὰ ζητώντας ἀνυπόμονα τὸ λιμάνι του. Δὲν εἶχε ἄλλο φῶς παρὰ τὰ δύο χρωματιστὰ φανάρια τῆς γέφυρας ζερβόδεξα· ἕνα ἄλλο φανάρι ἄσπρο ἀκτινοβόλο ψηλὰ εἰς τὸ πλωριὸ κατάρτι καὶ ἄλλο ἕνα μικρὸ πίσω εἰς τὴν πρύμη του. Τίποτε ἄλλο.  Οἱ ἐπιβάτες ἦσαν ὅλοι ξαπλωμένοι στὶς κοκέτες1 τους, ἄλλοι παραδομένοι στὸν ὕπνο καὶ ἄλλοι στοὺς συλλογισμούς. Οἱ ναῦτες καὶ θερμαστές, ὅσοι δὲν εἶχαν ὑπηρεσία ἐροχάλιζαν εἰς τὰ γιατάκια2 τους. Ὁ καπετάνιος μὲ τὸν τιμονιέρη ὀρθοὶ στὴ γέφυρα, μαῦροι ἴσκιοι, σχεδὸν ἐναέριοι, ἔλεγες πὼς ἦσαν πνεύματα καλόγνωμα, ποὺ ἐκυβερνοῦσαν στὸ χάος τὴν τύχη τοῦ τυφλοῦ σκάφους καὶ τῶν κοιμωμένων ἀνθρώπων. Ἔξαφνα ἡ καμπάνα τῆς γέφυρας ἐσήμανε μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα ἐσήμανε καὶ ἡ καμπάνα τῆς πλώρης. Τὸ καμπανοχτύπημα γοργό, χαρούμενο, ἐπέμενε νὰ ρίχνῃ τόνους μεταλλικοὺς περίγυρα, κάτω στὴ σκοτεινὴ θάλασσα καὶ ψηλὰ στὸν ἀστροφώτιστο οὐρανὸ καὶ νὰ κράζῃ ὅλους εἰς τὸ κατάστρωμα. Καὶ μὲ μιᾶς τὸ σκοτεινὸ πλοῖο ἐπλημμύρισεν ἀπὸ φῶς, ἀπὸ θόρυβο, ἀπὸ ζωή. Ἄφησε τὸ πλήρωμα τὰ γιατάκια του καὶ οἱ ἐπιβάτες τὶς κοκέτες τους.
Ἐμπρὸς εἰς τὴν πλώρη καὶ εἰς τὴν πρύμη πίσω ἀνυπόμονες ἔφευγαν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ναύκληρου οἱ σαΐτες, ἔφθαναν λὲς τ᾿ ἀστέρια κι ἔπειτα ἔσβηναν στὴν ἄβυσσο, πρασινοκόκκινα πεφτάστερα.
Τὰ ξάρτια3, τὰ σχοινιά, οἱ κουπαστὲς ἔλαμπαν σὰν ἐπιτάφιοι ἀπὸ τὰ κεριά. Καὶ δὲν ἦταν ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ καράβι παρὰ ἕνα μεγάλο πολυκάντηλο, ποὺ ἔφευγε ἀπάνω στὰ νερὰ σὰν πυροτέχνημα.
Ἡ γέφυρα στρωμένη μὲ μία μεγάλη σημαία ἐμοίαζε ἁγιατράπεζα. Ἕνα κανίστρι μὲ κόκκινα αὐγὰ καὶ ἄλλο μὲ λαμπροκούλουρα ἦταν ἀπάνω. Ὁ πλοίαρχος σοβαρὸς μὲ ἕνα κερὶ ἀναμμένο στὸ χέρι ἄρχισε νὰ ψέλνῃ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη. Τὸ πλήρωμα κι οἱ ἐπιβάτες γύρω του, ξεσκούφωτοι καὶ μὲ τὰ κεριὰ στὰ χέρια, ξανάλεγαν τὸ τροπάρι ρυθμικὰ καὶ μὲ κατάνυξη.
― Χρόνια πολλά, κύριοι!… Χρόνια πολλά, παιδιά μου!.. εὐχήθηκε ἅμα ἐτέλειωσε τὸν ψαλμό, γυρίζοντας πρῶτα στοὺς ἐπιβάτες κι ἔπειτα στὸ πλήρωμα ὁ πλοίαρχος.
― Χρόνια πολλὰ καπετάνιε! χρόνια πολλά!… ἀπάντησαν ἐκεῖνοι ὁμόφωνοι.
― Καὶ τοῦ χρόνου στὰ σπίτια σας, κύριοι! Καὶ τοῦ χρόνου στὰ σπίτια μας παιδιά! ἐξαναεῖπε ὁ πλοίαρχος, ἐνῶ ἕνα μαργαριτάρι ἐφάνη στὴν ἄκρη τῶν ματιῶν του.
― Καὶ τοῦ χρόνου στὰ σπίτια μας, καπετάνιε!
Ἔπειτα ἐπέρασε ἕνας ἕνας, πρῶτα οἱ ἐπιβάτες ἔπειτα τὸ πλήρωμα, ἐπῆραν ἀπὸ τὸ χέρι του τὸ κόκκινο αὐγὸ καὶ τὸ λαμπροκούλουρο καὶ ἄρχισαν πάλι οἱ εὐχὲς καὶ τὰ φιλήματα:
― Χριστὸς Ἀνέστη.
― Ἀληθινὸς ὁ Κύριος.
― Καὶ τοῦ χρόνου σπίτια μας…
Οἱ ἐπιβάτες ἐτράβηξαν στὰς θέσεις τους νὰ φᾶνε τὴ μαγερίτσα. Οἱ ναῦτες ζευγαρωτὰ στοὺς διαδρόμους, ἐφίριραν4 τ᾿ αὐγά τους, ἐγελοῦσαν, ἐσπρώχνοντο συναμεταξύ τους, ἔτρωγαν λαίμαργα, ἐκαλοχρονίζοντο σοβαρὰ καὶ κοροϊδευτικά.
Ἔπαψε τὸ καμπανοχτύπημα· ἕνα ἕνα ἔσβησαν τὰ κεριά. Τὸ καράβι ἐβυθίστηκε πάλι στὴν ἡσυχία του. Ὁ καπετάνιος καὶ ὁ τιμονιέρης καταμόναχοι ἐπάνω στὴ γέφυρα, πνεύματα θαρρεῖς ἐναέρια, ἐξακολουθοῦσαν τὴ δουλειά τους σιωπηλοὶ καὶ ἄγρυπνοι:
― Ἕνα κάρτο μαΐστρο5!
― Μαΐστρο!
― Γραμμή!
― Γραμμή!
Καὶ τὸ πλοῖο ὁλοσκότεινο πάλι ἐξακολούθησε νὰ σχίζῃ τὰ νερά, ζητώντας ἀνυπόμονα τὸ λιμάνι του.

1. κοκέτες: κουκέτες, τα κρεβάτια του πλοίου
2. γιατάκια: καταλύματα, κρεβάτια
3. ξάρτια: τα πλευρικά σχοινιά που χρησιμοποιούνται για την στήριξη του καταρτιού στο πλοίο
4. εφίριραν: τούγκριζαν
5. κάρτο μαϊστρο: να στρίψει το τιμόνι ένα τέταρτο προς τα βορειοδυτικά.

"ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ" – Πασχαλιάτικο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη


ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ - Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

"ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ" του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

πηγή: eBooks4Greeks.gr - Βιβλια

Η «Παιδική Πασχαλιά» συγκαταλέγεται στα πασχαλινά διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Η διασκευή και απόδοση των κειμένων του βιβλίου «ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ» έγινε με πλήρη σεβασμό στη γλώσσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Στην έντυπη έκδοση περιλαμβάνει παράρτημα με το αυθεντικό κείμενο του συγγραφέα. Το βιβλίο προλογίζει η κ. Αθηνά Παπαγεωργίου, διευθύντρια του Μουσείου Αλ. Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο, γενέτειρα του συγγραφέα. Από το εισαγωγικό σημείωμα: …Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα διηγήματά του με ήρωες παιδιά, αφηγείται τις παιδικές του αναμνήσεις, Στο διήγημα που ακολουθεί παρουσιάζει την εικόνα της παιδικής ορφάνιας, είναι ένας ύμνος για τη χαμένη μάνα, που είναι αναντικατάστατη, και δίνει την πιο αισθηματική, την πιο λεπτή περιγραφή της Λαμπρής.
Συγγραφέας: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης , Διασκευή: Μαρία Ηλιοπούλου, Εικονογράφηση: Βαγγέλης Παπαβασιλείου, Έκδοση ebook: Μαλλιάρης-Παιδεία, Έτος έκδοσης: 2020
ISBN: 978-960-644-040-3
Μέγεθος: σελ. 40 / 2.6 Μb, Μορφή: Pdf Online
Διαβάστε το παραμύθι παρακάτω, χρησιμοποιώντας από τη μπάρα, στο κάτω μέρος του πλαισίου, τα βελάκια για να προχωρήσετε, τα + - για μεγέθυνση ή σμίκρυνση του κειμένου  και για την πλήρη οθόνη (κουμπί δεξιά)
Παιδική πασχαλιά - Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

NASA: Δείτε πώς μια μαύρη τρύπα καταπίνει ένα αστέρι!



Δείτε πώς μια μαύρη τρύπα καταπίνει ένα αστέρι στο εντυπωσιακό βίντεο που δημοσίευσε η NASA, μας δείχνει σε προσομοίωση το κοσμικό αυτό συμβάν.

ΠΗΓΗ: NASA

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

"Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΒΟΣΚΑΚΙ" Διασκευή παραδοσιακού παραμυθιού


          
 
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα βοσκάκι, ο Γιωργής, που είχε γεννηθεί και ανατραφεί πάνω στα όρη, τ’ άγρια βουνά, στις στάνες των τσοπαναραίων. Άλλο δεν εγνώριζε από τα ζα που έκανε παρέα μέρα και νύχτα. Αυτά ήταν οι σύντροφοί του, μαζί τους γύριζε τα βοσκοτόπια, κι ανθρώπους άλλους δεν είχε γνωρίσει πέρα από τη μάνα και τον κύρη του, που κι αυτοί δούλευαν σκληρά στη στάνη όλη μέρα.
            Ο Γιωργής, εκεί στα μακρινά τ’ απάτητα βουνά που έβοσκε τα ζωντανά του, είχε γίνει κι αυτός ένα ζώο, μόνο που έστεκε ορθό. Καθαρές αλλαξιές δεν έβαζε, ούτε ήθελε ν’ ακούσει για φευγιό από τη μάντρα.  Η ζωή του, η χαρά του ήταν εκεί, στα κοπάδια του.
          Μια μέρα, εκεί που καθότανε, είδε να τον πλησιάζει μια αλεπού. Στο ένα πόδι ήταν πληγωμένη, όλο αίματα. Το ψυχοπόνεσε ο Γιωργής το ζωντανό και το πλησίασε με προφύλαξη, αλλά εκείνο δε σάλεψε, σαν να περίμενε να πάει να το βοηθήσει.
            Πάει λοιπόν το βοσκάκι κοντά στην αλεπού, την παίρνει στην αγκαλιά του και την πάει στο μαντρί. Μεγαλωμένος καθώς ήταν στις ερημιές, είχε μάθει ένα σωρό γιατροσόφια, για να τα γιατρεύει τα ζώα του όταν αρρωσταίνανε. Καθάρισε λοιπόν την πληγή της αλεπούς, έβαλε πάνω λογιών - λογιών βοτάνια και την έδεσε. Ύστερα έβαλε την αλεπού σ’ ένα πεζούλι και τη σκέπασε με την κάπα του. Αυτή σήκωσε τη μουσούδα της κι είπε με ανθρώπινη λαλιά: – «Σ’ ευχαριστώ!» Το τσοπανόπουλο ακούγοντας τη φωνή, έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα από την έκπληξη, μα από κείνη την ώρα γινήκανε φίλοι αχώριστοι.
            Η αλεπού του κουβέντιαζε συνέχεια και του ’λεγε πράματα που ο Γιωργής δε είχε ποτέ δει ή ακούσει, αφού ποτέ του δεν είχε κατεβεί στους κάμπους. Με τον καιρό το αγρίμι έγινε καλά και κάθε τόσο ο Γιωργής το έχανε από τη μάντρα, αλλά αυτό ξαναγύριζε, φέρνοντας μαζί του τού κόσμου τα καλούδια.
 –«Μη χάνεσαι, του έλεγε ο Γιωργής, γιατί μπορεί να σε σκοτώσουν τίποτα κυνηγοί κι εγώ θ’ απομείνω πάλι μονάχος μου και δε θ’ ακούω κανενός τη μιλιά. Εδώ αγροικώ μόνο τη δική σου!» Κι έτσι έμενε συνέχεια κοντά του η αλεπού. Κι όλο του μίλαγε, του έλεγε ατέλειωτες ιστορίες και του ’παιρνε τα μυαλά.
            Ένα πρωί ξύπνησε το ζουλάπι και μ’ ένα πήδο πετάχτηκε στην αγκαλιά του μικρού βοσκού.
 – «Ακολούθα με σήμερα και θα πάμε σ’ έναν άλλο τόπο, που δεν τον βάνει ο νους σου! Έλα και δε θα το μετανιώσεις!» Πράγματι αυτός έβαλε τα ζα στη μάντρα και βάλθηκε μ’ εμπιστοσύνη ν’ ακολουθεί την αλεπού. Μετά από αρκετές ώρες περπάτημα φτάσανε σε μια σπηλιά, που ’τανε λέει μαγεμένη κι έτρεχε από μέσα νερό κρυστάλλινο. Μπαίνουνε μέσα κι η αλεπού έπιασε με τις χουφτίτσες της νερό κι έπλυνε το βοσκάκι από την κεφαλή μέχρι τα νύχια. Με το μπάνιο ο Γιωργής πάστρεψε, μεταμορφώθηκε, έγινε ένα πεντάμορφο παλικάρι! Ύστερα προχωρήσανε μέσα στο σπήλαιο και βγήκανε από το πίσω μέρος, όπου υπήρχε μια κρυφή έξοδος, σ’ έναν πανέμορφο κήπο με δέντρα και σπάνια λουλούδια.
            Στο βάθος του κήπου ήταν χτισμένο ένα παλάτι. Μπαίνουν μέσα στο παλάτι και ο Γιωργής στάθηκε σαστισμένος, να θωρεί όλες τις ομορφιές του κόσμου να το στολίζουνε! Κι εκεί που δεν εχόρταινε να κοιτάζει, ξέχασε την αλεπού κι όταν τη θυμήθηκε δεν την έβλεπε μπροστά του πια… Άρχισε να τη φωνάζει και να την καλεί, μ’ απάντηση δεν έπαιρνε! Κι όπως δεν άκουγε μιλιά, τον έπιασε μεγάλος φόβος κι άρχισε να κλαίει και να θρηνεί. Έσκουζε, σφύριζε, μ’ απάντηση πουθενά.  Ολότελα απελπισμένος, γιατί έχασε το αγαπημένο του ζωντανό, έπεσε μπρούμυτα στο χώμα κι ο θρήνος του ράγιζε και τα βουνά. Ούτε μάνα που χάνει το παιδί της δεν θα ’κανε τέτοιο μοιρολόι…
            Εκείνη την ώρα της μαύρης απελπισίας ακούει μια γλυκιά φωνή.
–«Έ φτάνουν πια τα κλάματα. Εδώ είμαι, δε μ’ έχασες. Δοκιμή έκανα να ιδώ αν μ’ αγαπάς στ’ αλήθεια!». Ανασηκώθηκε το βοσκάκι και τί να δει; Μια κοπελιά πεντάμορφη να τον κοιτάζει στα μάτια και να του γελά!
–«Εγώ είμαι η αλεπού!» είπε και του εξήγησε:
– «Ήμουνα κάποτε βασιλοπούλα, μα η μάνα μου απόθανε κι ο πατέρας μου, ο βασιλιάς, ξαναπαντρεύτηκε μια μάγισσα που με ζήλευε και δεν ήθελε ούτε να με βλέπει. Μου έβαλε στο φαγί μου βοτάνι μαγικό και με μεταμόρφωσε σε αλεπού. Μ’ έδιωξε από το σπίτι, να φύγω να ζήσω στα βουνά και τα ρουμάνια. Μόνο μια δυνατή αγάπη θα μπορούσε να λύσει τα μάγια που μου ’χε καμωμένα και πάνω στα βουνά αυτό ήταν δύσκολο να γενεί. Μα η αγάπη σου η μεγάλη μου έλυσε τα μάγια και ελευθερώθηκα. Όλα όσα βλέπεις γύρω σου μου τα ’καμε ο πατέρας μου να με παντρέψει και τώρα είναι δικά σου!»
            Σίμωσε κοντά του η βασιλοπούλα, τον έπιασε από το χέρι, τον σήκωσε ορθό  και του είπε: - «Σε σένα χρωστώ τη ζωή μου, έλα κοντά μου και μην ξαναφύγεις ποτέ!». Έτσι παντρευτήκανε η βασιλοπούλα και το βοσκάκι, κάνανε κι ένα μάτσο κουτσούβελα και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!