Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

Το Πάντα και το Ποτέ ενάντια στις Μερικές Φορές…

Μια σχετικά ελεύθερη απόδοση του παραμυθιού «Siempre y Nunca contra a veces!» σε μετάφραση Jaquou Utopie. Λίγο "δύσκολο" αυτό το παραμύθι γι' αυτό διαβάστε το προσεκτικά.

Μία φορά κι έναν καιρό ήταν δύο φορές. Τη μία τη λέγανε Mία Φορά και την άλλη τη λέγανε Άλλη Φορά. Η Μία και η Άλλη Φορά ήταν η οικογένεια Μερικές Φορές, που ζούσε και είχε και καμιά φορά φαγητό στο τραπέζι. Οι μεγάλοι αυτοκράτορες, που τότε κυριαρχούσαν στον κόσμο, ήταν το Πάντα και το Ποτέ που, όπως ήταν αναμενόμενο, μισούσαν μέχρι θανάτου την οικογένεια Μερικές Φορές. Ούτε το Πάντα, αλλά ούτε και το Ποτέ μπορούσαν να ανεχτούν την ύπαρξη των Μερικές Φορές.
Το Πάντα δεν μπορούσε να επιτρέψει στη Μια Φορά να ζεί στο βασίλειό του, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι το Πάντα δεν θα ήταν πια βασιλιάς, γιατί όταν υπάρχει η μια φορά τότε δεν μπορεί να υπάρχει και το για πάντα.
Αλλά και το Ποτέ, επίσης, δεν μπορούσε να επιτρέψει στην Άλλη Φορά να ξαναεμφανιστεί στο βασίλειό του, γιατί το ποτέ δεν μπορεί να συνυπάρξει με καμία φορά, πολύ δε περισσότερο αν αυτή η φορά είναι μια άλλη φορά.
Έτσι η Μία και η Άλλη Φορά περνούσαν το καιρό τους ενοχλώντας κι εκνευρίζοντας αρκετές φορές το Πάντα και το Ποτέ. Μέχρι που κάποτε το Πάντα τις άφησε στην ησυχία τους για πάντα και το Ποτέ δεν τις ξαναενόχλησε ποτέ. Και απο τότε η Μία και η Άλλη Φορά περνάνε τον καιρό τους με παιχνίδια, ξανά και ξανά.”Τι βλέπεις να φορώ;” ρωτάει η Μία Φορά και η Άλλη Φορά απαντάει “Αφού δεν βλέπεις τι φοράς;”
Κι έτσι ζούνε ευτυχισμένες τις πιο πολλές φορές! Και πάντα είναι η Μία και η Άλλη Φορά και ποτέ δεν διάλεξαν να γίνουν οι Μερικές Φορές.

Καμιά φορά είναι πολύ δύσκολο να διακρίνεις ανάμεσα στη μία και στην άλλη φορά.
Ποτέ δεν χρειάζεται να λες Πάντα (εντάξει… ίσως καμια φορά)
Τα “Πάντα” και τα “Ποτέ” τα επιβάλλουν αυτοί “από τα πάνω”, αλλά από τα κάτω εμφανίζονται “οι ενοχλητικές” Μία Φορά και Άλλη Φορά, που καμια φορά είναι ένας τρόπος για να ονομάζεις τους “διαφορετικούς” ή τους “περίεργους”.
Ποτέ δεν θα ξαναγράψω τέτοια ιστορία, κι εγώ πάντα τηρώ αυτό που λέω (εντάξει… καμια φορά όχι)


Μετάφραση Jaquou Utopie

Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

Τα Δίδυμα Αδέρφια. Αφρικάνικο Παραμύθι

Από την Anna-Maria Vasilaki

Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια γυναίκα που είχε δίδυμα αγόρια. Τον Λουέμπα και τον Μαβούγκου.
Την ημέρα που γεννήθηκαν μια μάγισσα έδωσε στη μητέρα δύο πέτρες στρογγυλές και λείες. Της είπε ότι αυτά είναι τα φυλαχτά τους και ότι δεν έπρεπε ποτέ να τα βγάλουν από το λαιμό τους και όταν τα παιδιά μεγαλώσουν να τους ενημερώσει. Η γυναίκα έκανε ακριβώς όπως της είπε η μάγισσα και τα παιδιά μεγάλωσαν και έγιναν δύο πολύ όμορφα παλικάρια.
Ένα πρωί ο Μαβούγκου αποφάσισε να ταξιδέψει γιατί ζωή στο χωρίο του φαινόταν πολύ μονότονη και τον είχε κουράσει. Έτσι το ανακοίνωσε στη μητέρα του.
- Δεν έχω καμία αντίρρηση να φύγεις παιδί μου και να ταξιδέψεις αλλά στεναχωριέμαι που δεν μπορώ να σου δώσω τίποτα μαζί σου μιας και είμαστε τόσο φτωχοί.
- Δεν πειράζει μητέρα, είπε ο Μαβούγκου, άλλωστε είναι καιρός να δοκιμάσω και τη δύναμη του μαγικού μου φυλαχτού!
Έτσι αποχαιρέτησε τη μητέρα του και ξεκίνησε για το ταξίδι του. Κατευθύνθηκε προς το δάσος. Όταν έφτασε εκεί, έκοψε μερικά φύλα και τα άγγιξε με το φυλαχτό του και ρίχνοντας τα ένα, ένα κάτω είπε:
«Να γίνεις άλογο»
«Να γίνεις μαχαίρι»
« Να γίνεις τουφέκι»
Έτσι και έγινε! Ένα πανέμορφο άσπρο άλογο ξεπήδησε μπροστά του, ένα μαχαίρι βρέθηκε κρεμασμένο στο ζωνάρι του και τέλος ένα τουφέκι περάστηκε στον ώμο του. Ο Μαβούγκου χάρηκε πολύ. Καβάλησε αμέσως το άλογο και ξεκίνησε για το ταξίδι του. Κάποια στιγμή κουράστηκε και πείνασε. Τότε κρατώντας το φυλαχτό του είπε:
- Λοιπόν φυλαχτό μου; Κουράστηκα και πείνασα. Θα με αφήσεις να πεθάνω της πείνας; Και αγγίζοντας μια πέτρα ένα τεράστιο και πλουσιοπάροχο τραπέζι απλώθηκε μπροστά του με όλες τις λιχουδιές. Έτσι, ο Μαβούγκου αφού έφαγε ήπιε και ξαπόστασε συνέχισε το ταξίδι του.
Όχι πολύ μακριά από εκεί που ξαπόστασε ο Μαβούγκου υπήρχε μια πολιτεία πολύ όμορφη. Ο βασιλιάς της πολιτείας αυτής είχε μια κόρη όμορφη αλλά και πολύ πεισματάρα. Πολλοί την είχαν ζητήσει για γυναίκα τους αλλά εκείνη συνεχώς αρνιόταν.
Ο Μαβούγκου έφτασε λοιπόν στην πολιτεία και στάθηκε για λίγο στην ακροποταμιά. Εκεί έτυχε να είναι και ή βασιλοπούλα τις με φίλες της. Μόλις αντίκρισε τον Μαβούγκου, γύρισε στο σπίτι τρέχοντας και ...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ  ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΕΔΩ: 

Τρίτη 27 Απριλίου 2010

Το Χαμομηλάκι και το Γαϊδουράγκαθο

Μια φορά κι έναν καιρό, στην άκρη ενός πευκοδάσους, ζούσε ένα μικρό χαριτωμένο χαμηλό χαμομηλάκι. Τα φύλλα του ήταν πολλά. Δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να τα μετρήσει. Ποιος ο λόγος άλλωστε; Ήταν οι πρώτες μέρες της άνοιξης και είχε καλύτερα πράγματα να κάνει. Παρατηρούσε τα πουλιά και τις πεταλούδες που χόρευαν γύρω του, μύριζε τα αρώματα που έρχονταν από το δάσος και χαμογελούσε με τον αέρα που έκανε τα αγριόχορτα να του γαργαλάνε τα πόδια.
Στο ίδιο μέρος, λίγα εκατοστά πιο μακριά, ζούσε ένα γαϊδουράγκαθο. Ήταν ψηλό, με δυνατό κορμό, κοφτερά αγκάθια και ένα μεγάλο μωβ λουλούδι. Η αλήθεια είναι πως έδειχνε -και ήταν- πολύ επιβλητικό. Στεκόταν αγέρωχο και έδειχνε να χαίρεται τη θέση του, ψηλότερα από όλα τα υπόλοιπα φυτά της περιοχής. Ήταν όμως ψηλομύτικο και σκληρός χαρακτήρας. Η σχέση του με τα υπόλοιπα φυτά δεν ήταν καλή. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε να το συμπαθήσουν έτσι όπως ήταν γεμάτο σαρκασμό και έτοιμο να ειρωνευτεί οποιονδήποτε για το παραμικρό;
Μια φορά, το μικρό χαριτωμένο χαμηλό χαμομηλάκι, όταν διασταυρώθηκαν για πρώτη φορά τα βλέμματα τους, του είπε χαμογελαστά: “Καλημέρα φίλε μου…”. Αντί να απαντήσει, το γαϊδουράγκαθο τινάχτηκε επιδέξια και ...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΕΔΩ:
ΑΠΟ: PAPET

Κυριακή 25 Απριλίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΗΧΟΥΣ

Μια φορά κι έναν καιρό στην Ηχητικούπολη, ζούσαν τρεις φίλοι. Το Θρόισμα, η Φωνή και ο Κρότος. Αυτοί οι φίλοι ήταν πολύ σημαντικοί για την Ηχητικούπολη, γιατί χωρίς εκείνους ο κόσμος θα ήταν διαφορετικός. Δίχως τη Φωνή κανείς δε θα μπορούσε να μιλήσει. Δίχως το Θρόισμα δε θα ακούγονταν τα φύλλα των δέντρων και δίχως τον Κρότο θα υπήρχε υπερβολική ησυχία.

Όλοι τούς θεωρούσαν και τους τρεις χρήσιμους αλλά εκείνοι πίστευαν ότι ήταν ασήμαντοι. Μια μέρα αποφάσισαν να αλλάξουν δουλειές. Η Φωνή προσπάθησε να κάνει το θρόισμα αλλά τα φύλλα δε θρόιζαν, μιλούσαν! Ο Κρότος προσπάθησε να κάνει τη φωνή αλλά οι άνθρωποι δε μιλούσαν, έβγαζαν κρότους! Το Θρόισμα προσπάθησε να πάρει τη θέση του Κρότου, όμως αντί να υπάρχει κρότος, όλα θρόιζαν και έβγαζαν περίεργους ήχους!

Πολύ γρήγορα παράτησαν την προσπάθειά τους. Κατάλαβαν πως η δουλειά τους ήταν να παράγουν τους δικούς τους ήχους και όχι τους ήχους κάποιων άλλων.
Αυτό ισχύει και γενικότερα στη ζωή μας: Ο καθένας στην ειδικότητά του. Αν ασχολούμαστε με πράγματα που δε γνωρίζουμε καλά, τα αποτελέσματα δεν είναι πάντα ευχάριστα

Από την Άννα Σ.(Ε΄τάξη)

Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

Σαν παραμύθι του παππού ...

Η φλογέρα του βασιλιά, τα ποντίκια, οι γάτες που τα έφαγαν και οι σκύλοι που έδιωξαν τις γάτες από το νησί...
(από τον Αλέξάνδρο Δημητρακόπουλο)
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που φορούσε συνέχεια στέμμα και κόκκινη χλαμύδα από ακριβό βελούδο. Αγαπούσε τη μουσική μα περισσότερο από όλα τα όργανα λάτρευε την φλογέρα. Δεν είχε άδικο για αυτή του την προτίμηση γιατί αποδείχθηκε ότι η φλογέρα ήταν μαγική. Ο ήχος της και τα σκαμπανεβάσματα στην κλίμακα του “ντο” και του “σολ” μάγευε τα ποντίκια, τα έκανε πειθήνια όργανα, τα τύφλωνε στα μάτια και στο νου.

Έτσι για να σώσει τη χώρα του ο καλός βασιλιάς από τον αλόγιστο πολλαπλασιασμό των ποντικιών αποφάσισε να επέμβει. Πώρε τη φλογέρα και παίζοντας άρχισε να διασχίζει τους δρόμους του βασιλείου του. Και ώ του θαύματος! Πίσω σχηματίσθηκε μία ατέλειωτη ουρά από τα σιχαμερά αυτά ζώα. Μπροστά λοιπόν ο βασιλιάς και πίσω του τα στίφη των ποντικιών. Σώθηκε η χώρα, εξαφανίστηκαν τα ποντίκια και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Όμως κάποια από αυτά σκαρφάλωσαν σε πλοίο, το πλοίο βυθίστηκε σε κάποιο ταξίδι και τα ποντίκια βγήκαν σε κοντινό νησί. Σε ένα χρόνο εκεί στο νησί πολλαπλασιάστηκαν πάρα πολύ και οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να φέρουν γάτες. Έτσι οι ποντικοί εξαφανίστηκαν, οι γάτες όμως αυξήθηκαν και αυτές πάρα πολύ.

Ο γεροντότερος του νησιού πρότεινε τότε ...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΕΔΩ:

Σάββατο 10 Απριλίου 2010

ΜΑΝΤΕΨΕ ΠΟΣΟ Σ' ΑΓΑΠΩ!


Διαβάστε το παραμυθάκι του Σαμ Μακμπράτνεϋ με υπέροχη εικονογράφηση από την Ανίτα Τζεράμ.
“Μάντεψε πόσο σ αγαπώ!” είπε. “Ω! δε νομίζω ότι μπορώ να το μαντέψω αυτό!”, είπε ο Μεγάλος Καστανός Λαγός. “Τόσο πολύ!” είπε το Μικρό Καστανό Λαγουδακι ανοίγοντας τα χέρια του όσο πιο πλατιά μπορούσε. Ο Μεγάλος Καστανός Λαγός είχε μεγαλύτερα χέρια. “Εγώ όμως αγαπώ ΕΣΕΝΑ τόσο πολύ!” είπε.
Χμ, αυτό είναι πολύ , σκέφτηκε το Μικρό Καστανό Λαγουδακι. “Σ αγαπώ τόσο, όσο ψηλά μπορώ να φτάσω!” είπε το Μικρό Καστανό Λαγουδακι. “Κι εγώ σ αγαπώ τόσο, όσο ψηλά μπορώ ΕΓΩ να φτάσω!”, είπε ο Μεγάλος Καστανός Λαγός. Αυτό είναι αρκετά ψηλά, σκέφτηκε το Μικρό Καστανό Λαγουδακι. Θα ήθελα κι εγώ να είχα χέρια τόσο μεγάλα.
Τότε το Μικρό Καστανό Λαγουδακι είχε μια καλή ιδέα. Στηρίχτηκε στο έδαφος με τα χέρια του και έφτασε με τα πόδια του όσο πιο ψηλά μπορούσε στον κορμό του δέντρου. “Σ αγαπώ μέχρι τα πόδια μου!” είπε. “Κι εγώ σ αγαπώ μέχρι τα πόδια σου!”, είπε ο Μεγάλος Καστανός Λαγός σηκώνοντας το Μικρό Καστανό Λαγουδακι πάνω από το κεφάλι του.
“Σ αγαπώ τόσο όσο μπορώ να πηδηξω!” είπε γελώντας το Μικρό Καστανό Λαγουδακι πηδώντας πάνω κάτω. “Αλλά εγώ σ αγαπώ όσο ΕΓΩ μπορώ να πηδηξω!” χαμογέλασε ο Μεγάλος Καστανός Λαγός- και πήδηξε τόσο ψηλά που τα αυτιά του άγγιξαν τα κλαδιά του δέντρου. Πολύ ψηλό πήδημα, σκέφτηκε το Μικρό Καστανό Λαγουδακι. Αχ να πηδούσα κι Εγώ τόσο ψηλά!

“Σ αγαπώ από δω μέχρι το ποτάμι!”, φώναξε το Μικρό Καστανό Λαγουδακι. “Σ αγαπώ και μετά από το ποτάμι, πάνω από τους λόφους!”, είπε ο Μεγάλος Καστανός Λαγός.
Είναι πράγματι πολύ μακριά, σκέφτηκε το Μικρό Καστανό λαγουδακι. Είχε νυστάξει πολύ για να σκεφτεί περισσότερο. Τότε κοίταξε μέσα από τους θάμνους την μεγάλη μαύρη νύχτα. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από τον ουρανό. “Σ αγαπώ μέχρι το φεγγάρι!”, είπε και τα μάτια του έκλεισαν.
” Ω αυτό είναι πολύ μακριά!”, είπε ο Μεγάλος Καστανός Λαγός. “Είναι πολύ μακριά”. Ο Μεγάλος Καστανός Λαγός έβαλε το Μικρό Καστανό Λαγουδακι στο κρεβάτι του. Έσκυψε και το φίλησε στο μέτωπο. Μετά ξάπλωσε δίπλα του και ψιθύρισε με χαμόγελο:
“Σ αγαπώ μέχρι το φεγγάρι- ΚΑΙ ΠΙΣΩ ΞΑΝΑ!”.